O Ντέιβιντ, έναw φιλικός και εξυπηρετικός νεαρός στρατιώτης φτάνει στο κατώφλι της πόρτας της οικογένειας Πίτερσον, λέγοντάς τους ότι είναι φίλος του γιου τους, που χάθηκε στο καθήκον. Οι Πίτερσον υποδέχονται τον Ντέιβιντ στο σπίτι τους, αλλά και στη ζωή τους. Oταν όμως αρχίζουν ξαφνικά να πεθαίνουν άνθρωποι στην πόλη, η έφηβη κόρη τους, η Aνα, αρχίζει να αναρωτιέται αν κρύβεται ο Ντέιβιντ πίσω από όλα αυτά. Oταν οι υποψίες της Aνα γίνονται όλο και πιο έντονες, θα καταφέρει τελικά να κρατήσει ασφαλή την οικογένειά της ή θα είναι πια αργά;

Οχι, το «The Guest» δεν είναι το χιλιοιδωμένο, βαρετό, πατριωτικό αμερικανικό θρίλερ που υπόσχεται η υπόθεσή του. Δεν είναι καν η καλή (αν υπάρχει τέτοια) εκδοχή του όπου το κλισέ σενάριο σώζεται από τις ερμηνείες και το καλοδουλεμένο σασπένς με ένα εύστοχο σχόλιο πάνω στο post-traumatic στρες των φαντάρων που συνεχίζουν να βρίσκουν νόημα στα μέτωπα του Ιράκ και του Αφγανιστάν.

Κι αυτό γιατί το «The Guest» είναι κάτι που δεν περιμένεις ό,τι είναι και κάτι που σχεδόν δεν θα φανταζόσουν ό,τι είναι. Θα έπρεπε να ήσουν υποψιασμένος βέβαια, αφού στη σκηνοθετική καρέκλα (και το μοντάζ) βρίσκεται ο Ανταμ Γουίνγκαρντ, ένας εκ των σκηνοθετών V/H/S και του «You’re Next», δύο εξαίσιων δειγμάτων new horror με γνώση και συμμόρφωση του δημιουργού τους στη δημιουργία ατμόσφαιρας, στο παιχνίδι με τον θεατή και στους συμβολισμούς τους πέρα και πάνω από το genre.

Στο «The Guest» ο Γουίνγκαρντ αποπειράται κάτι μόνο φαινομενικά εύκολο που απαιτεί όμως στην πραγματικότητα κινηματογραφική γνώση και τεχνική: να χτίσει ένα αυθεντικό b-movie στα όρια του (χιτσκοκικού) τρόμου που αντηχεί το συνθετικό ήχο των 70s και των 80s. Και, μεταξύ μας, το κάνει πολύ καλά, προδίδοντας ήδη από πολύ νωρίς τις προθέσεις του. Πως αλλιώς μπορείς να εξηγήσεις το κοντινό στον ήρωά του την πρώτη φορά που μένει μόνος του on camera δείχνοντας τις πραγματικές του προθέσεις στον θεατή, ο οποίος για όλη την υπόλοιπη ταινία θα είναι ο νούμερο ένα συνένοχος των πράξεών του;

Ξεκινώντας ως ένα δράμα χαρακτήρων, το «The Guest» γίνεται γρήγορα ένα θρίλερ και μετά από λίγο ένα action movie και προς το τέλος αυθεντικό horror – σε έναν αέναο σινεφιλικό κύκλο που γυροφέρνει τον Τζον Κάρπεντερ, «κλέβει» ευφυώς από το «Shadow of A Doubt» του Αλφρεντ Χίτσκοκ, φτάνει στα μελοδραματικά του άκρα το «Universal Soldier» και κλείνει το μάτι σε μια σειρά από κλασικές ταινίες, είτε αυτή είναι το «Some Came Running» του Βινσέντε Μινέλι (ο ρόλο του βετεράνου Σινάτρα που επιστρέφει στο σπίτι), είτε το «Lady from Shanghai» του Ορσον Γουελς (στη σκηνή με τους καθρέφτες) είτε η «Λάμψη» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ (στη σκηνή με τον fake λαβύρινθο στο τέλος).

Τα εύσημα, όμως, δεν ανήκουν μόνο στον Γουίνγκαρτ που με αυτήν την ταινία αναδεικνύεται σε έναν από τους πιο ενδιαφέροντες δημιουργούς του αμερικανικού σινεμά κάνοντας μας να ανυπομονούμε για το επόμενο του σχέδιο.

Το «The Guest» οφείλει αρχικά μεγάλο μερίδιο της υποδόρροιας τρέλας του στην ερμηνεία του Νταν Στίβενς που αν έφυγε από το «Downton Abbey» για να παίζει σε τέτοιες ταινίες τον έχουμε συγχωρήσει ήδη. Ετοιμος πρωταγωνιστής – κάτι ανάμεσα σε Μπράντλεϊ Κούπερ και Ματ Ντέιμον – ξέρει ακριβώς σε τι ταινία παίζει και πόσο υπερβολικός ή υπόγειος πρέπει να είναι την κατάλληλη στιγμή. Το αθώο του πρόσωπο και η φυσική ρετρό ομορφιά του απλώνονται στη διάρκεια του φιλμ ως το καλύτερο δείγμα του «τα φαινόμενα απατούν».

Και τέλος, το «The Guest» θα ήταν τα μισά απ’ ότι τελικά είναι αν o Στιβ Μουρ δεν σόλαρε κυριολεκτικά στο new wave soundtrack, ένα από τα καλύτερα που ακούσαμε τελευταία. Ανάμεσα στους «Love and Rockets», τους «Clan of Xymox» και τους «Front 242», ο Μουρ στοιχειώνει το φιλμ με το συνθεζαιζέρ του, αναφερόμενος στις μουσικές του Τζον Κάρπεντερ και ταυτόχρονα σε μια dark μελαγχολία που κάνει αυτην την μικρή ταινία μια από τις πιο αξέχαστες, fun, σινεφίλ εμπειρίες της χρονιάς και ένα ήδη cult classic που βλέπεται και απολαμβάνεται χωρίς την παραμικρή ενοχή.