Μέσω μιας επαναστατικής τεχνολογίας που ξεκλειδώνει τις γενετικές του μνήμες, ο Κάλουμ Λιντς βιώνει τις περιπέτειες του προγόνου του, Αγκιλάρ, στην Ισπανία του 15ου αιώνα. Ο Κάλουμ ανακαλύπτει ότι κατάγεται από μια μυστηριώδη κρυφή αδελφότητα, τους θανάσιμους Assassins, και συγκεντρώνει φοβερές γνώσεις και ικανότητες για να αντιμετωπίσει την παντοδύναμη οργάνωση Templar στο σήμερα.
Υπάρχει αυτή η προκατάληψη στο Χόλιγουντ ότι όσες ταινίες κυκλοφορούν που βασίζονται σε video games θα είναι... σίγουρα κακές.
Πίσω από αυτήν την προκατάληψη κρύβεται η πεποίθηση ότι μια «κατάρα», αν κάποιος μπορεί να πιστέψει σε κάτι τέτοιο, δεν αφήνει τους δυο αυτούς κόσμους, των video games και των ταινιών, να συνυπάρξουν. Πολλοί είναι οι σκηνοθέτες που προσπάθησαν στο παρελθόν να ενώσουν τις δυο αυτούς κόσμους, με πιο πρόσφατο παράδειγμα το «Warcraft» του Ντάνκαν Τζόουνς, αλλά απέτυχαν παραδειγματικά.
Η πιο πρόσφατη προσθήκη στην λίστα αυτή είναι το «Assassin’s Creed» σε σκηνοθεσία του Τζαστίν Κερζέλ (υπεύθυνου για την άξια μεταφορά του «Macbeth»), ο οποίος από αρκετά νωρίς είχε υποσχεθεί πως η ταινία αυτή θα καταφέρει να σπάσει την κατάρα των μεταφορών video games στον κινηματογράφο, πριν αποδείξει για άλλη μια φορά πόσο δύσκολο είναι κάτι τέτοιο.
Βασισμένο στην best selling σειρά video game της Ubisoft, που έχει πουλήσει συνολικά πάνω από 93 εκατομμύρια αντίτυπα σε ολόκληρο τον κόσμο, το φιλμ του Κερζέλ φαίνεται να προσπαθεί αρκετά να γίνει ένας φόρος τιμής στην σειρά αυτή, με αρκετές αναφορές και πολλά «κλεισίματα του ματιού» σε χαρακτήρες και άλλα πολλά στοιχεία (όπως το παρκούρ, τις βόμβες καπνού, τις κρυμμένες λεπίδες κ.α.) τα οποία ως ένα σημείο πετυχαίνουν τον σκοπό τους, προκαλώντας μια κάποια ευχαρίστηση, τουλάχιστον στους φανατικούς της σειράς. Αν προσθεσει κανείς και το λαμπερό του καστ, από τον Μάικλ Φασμπέντερ και την Μαριόν Κοτιγιάρ μέχρι και τους Τζέρεμι Αϊρονς, την Αριάν Λαμπέντ και τη Σαρλότ Ράμπλινγκ - ίσως το καλύτερο καστ που έχουμε δει σε ταινία του είδους, τότε φαινομενικά δεν έχουμε παρά να μιλάμε για μια σίγουρη συνταγή επιτυχίας.
Ομως, για άλλη μια φορά, το σενάριο είναι αυτό που βάζει τρικλοποδιά στη φιλοδοξία του Κερζέλ, στερώντας γρήγορα το όποιο ενδιαφέρον, κυρίως από το δεύτερο μισό της ταινίας και μετά. Ενώ η ιστορία ξεκινάει με ένα πέπλο μυστηρίου να καλύπτει τόσο τις πράξεις των Ναϊτών και των Ασασίνων (συμπυκνώνοντας ιδανικά όσο το δυνατόν περισσότερο την ιστορία την σειράς κυρίως για αυτούς που δεν έχουν παίξει ούτε λεπτό από τα παιχνίδια), γρήγορα το όλο σχήμα καταρρέει μπροστά σε κυκεώνα ασυνάρτητης πλοκής και κακογραμμένου σεναρίου.
Η σκιαγράφηση των χαρακτήρων είναι τελείως «τα βασικά», με όλο το καστ πολλές φορές να κάνει τα αδύνατα δυνατά να ανταπεξέλθει σε έναν πραγματικό άθλο. Ο Φασμπέντερ προσπαθεί να κρατήσει ένα επίπεδο στον χαρακτήρα του με μια πιο χαμηλών - απ' όσο επιτρέπει η ένταση της ιστορίας - τόνων ερμηνεία, αλλά ούτε αυτή δεν μπορεί να τον σώσει από αρκετές γελοίες στιγμές, με αποκορύφωμα αυτή στην οποία τραγουδάει ουρλιάζοντας το «Crazy» της Πάτσι Κλάιν. Στο ίδιο μήκος κύματος και η Μαριόν Κοτιγιάρ δεν είναι ικανή να δώσει το κατάλληλο αέρα μυστηρίου στον χαρακτήρα της, μοιάζοντας χαμένη, αν όχι τελείως άσχετη με την όλη ιστορία.
Κατά την διάρκεια της ταινίας υπάρχουν πολλές φορές που νιώθεις να ψάχνεις το χειριστήριο για να πατήσεις το κατάλληλο κουμπί για να κάνεις «skip cutscene» και να μπεις επιτέλους στην δράση. Και εκεί είναι που ο Κερζέλ κάνει αρκετά καλή δουλειά στο να ενσωματώσει το υπέροχο παρκούρ του παιχνιδιού στην ταινία. Η επιλογή του να αφαιρέσει την καρέκλα του Ανιμους και να προσθέσει ένα πιο ευέλικτο μεταλλικό βραχίονα, ο οποίος συνδέεται στην μέση του Φασμπέντερ, κάνοντας τον να εκτελεί εντυπωσιακές κινήσεις, ήταν πραγματικά μια σοφή επιλογή.
Η περίοδος της Ισπανικής Ιεράς Εξέτασης σηματοδοτεί το καλύτερο κομμάτι της ταινίας. Η δράση είναι εξαιρετική, και σε συνδυασμό με την φωτογραφία του Ανταμ Αρκαποου δημιουργεί κάποιες από τις καλύτερες σεκάνς της ταινίας με τους Φασμπέντερ και Λαμπέντ (εδώ στον πιο μέινστριμ ρόλο της μέχρι σήμερα) να κάνουν παρκούρ πάνω σε ταράτσες σπιτιών, εκκλησιών και σε σοκάκια, σκοτώνοντας ταυτόχρονα και στρατιώτες με την, σήμα κατατεθέν της σειράς, κρυφή λεπίδα κι όχι μόνο, κρατώντας έτσι το πνεύμα των παιχνιδιών ζωντανό και στην ταινία. Κρίμα μόνο που είναι τόσο λίγο κάθε φορά και σταματάει πάνω στην ώρα που αρχίζει να κάνει την ταινία λίγο πιο ενδιαφέρουσα.
Το «Assassin’s Creed» δεν είναι σίγουρα το φιλί που περίμενε το Χόλιγουντ, αλλά και οι φανς, για να σπάσει η κατάρα των κακών video game μεταφορών στην μεγάλη οθόνη. Σίγουρα έχει το στιλ και κρατάει (αν και μετά βίας κάποιες στίγμες) το πνεύμα των παιχνιδιών ζωντανό, αλλά μέχρι κάποιος να καταφέρει να αποκωδικοποιήσει σωστά το πως να μεταφέρει το σενάριο από το ένα μέσο στο άλλο, τότε θα έχουμε την μια αποτυχία, και απογοήτευση, πίσω από την άλλη. Ισως με το «The Last of Us» όλο αυτό να αλλάξει; Ο καιρός θα δείξει.