Το ειρηνικό βασίλειο του Aζεροθ, δέχεται την επίθεση τρομερών Oρκ πολεμιστών που εγκαταλείπουν την ετοιμοθάνατη πατρίδα τους για να αποικήσουν μια άλλη. Καθώς ανοίγει η πύλη που ενώνει τους δύο κόσμους, ο ένας στρατός αντιμετωπίζει την πιθανότητα μιας καταστροφής κι ο άλλος της ολοκληρωτικής εξαφάνισης. Αρχίζει έτσι μια εντυπωσιακή επική ιστορία δύναμης και θυσίας όπου ο πόλεμος έχει πολλά πρόσωπα, και που ο καθένας παλεύει για κάτι.

Το να αποφασίσεις να μεταφέρεις ένα τέτοιο video game στην μεγάλη οθόνη, όπως το Warcraft στην προκειμένη περίπτωση, με τόσους εκατομμύρια φανατικούς, και αφοσιωμένους, θαυμαστές σε ολόκληρο τον κόσμο θέλει πραγματικά κότσια. Με 12 εκατομμύρια παίχτες στις δόξες του, η κινηματογραφική μεταφορά του διάσημου αυτού Μassive Multiplayer Online Role Playing Game (ή για συντομία MMORPG) της Blizzard έκανε πολλούς να πιστεύουν πως, επιτέλους, αυτή θα ήταν και η ταινία που θα κατάφερνε να σπάσει την «κατάρα» που θέλει το Χόλιγουντ να καταστρέφει όποιο video game πιάνει στα χέρια του δημιουργώντας κακές μεταφορές για την μεγάλη οθόνη.

Δυστυχώς όμως, ακόμα και με 10 χρόνια στην παραγωγή, με ένα τόσο ηχηρό όνομα στην καρέκλα του σκηνοθέτη όπως τον γιο του Ντέιβιντ Μπόουι, Ντάνκαν Τζόουνς (με προϋπηρεσία στο «Moon» και το «Source Code»), και με τόσα εκατομμύρια δολάρια που δαπανήθηκαν για να γυριστεί, το «Warcraft» είναι μια κινηματογραφική αποτυχία.

Ο Τζόουνς, αν και είχε αποδείξει στο παρελθόν την ικανότητα του να χειρίζεται με εξαιρετικό τρόπο σενάρια φαντασίας, φαίνεται πως εδώ χάνει τον έλεγχο, να πελαγώνει από το μέγεθος του έργου και με την τόση μεγάλη μυθολογία που κρύβεται πίσω από το παιχνίδι, τους χαρακτήρες και τις τοποθεσίες της. Ο ίδιος είχε δηλώσει αρκετές φορές μάλιστα πως είναι μεγάλος φαν του παιχνιδιού και ότι θέλει να τιμήσει τους φανς και τον κόσμο του Warcraft με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Και ίσως ο υπερβάλλων αυτός ζήλος του φαίνεται πως τον έκανε να παρασυρθεί προσπαθώντας να γεμίσει κάθε στιγμή, κάθε πλάνο της ταινίας με αναφορές από αυτόν τον μαγικό βασίλειο του Αζεροθ, το οποίο δείχνει πραγματικά πανέμορφο με τα εφέ του να σε αφήνουν άφωνο από την αρχή ως το τέλος, χάνοντας όμως στην πορεία πολλούς από αυτούς που δεν μοιράζονται την τόσο μεγάλη του αγάπη και τις γνώσεις του για τον κόσμο αυτό, δημιουργώντας κάτι το τέλειος άψυχο, άδειο και βαρετό. Ολο αυτό πολύχρωμο ρεσιτάλ CGI φαίνεται πως το μόνο που καταφέρνει να κάνει είναι να σου αποσπάσει την προσοχή τους κακογραμμένους διαλόγους, το κακό μοντάζ και τις ακόμα χειρότερες ερμηνείες της ταινίας.

Και μπορεί η ταινία να απευθύνεται αποκλειστικά και μόνο σε φανς, και κυρίως στους σκληροπυρηνικούς αυτούς που έχουν επενδύσει αμέτρητες ώρες στο παιχνίδι, οι οποίοι θα διασκεδάζουν και θα χειροκροτήσουν βλέποντας αγαπημένες τους περιοχές και ξόρκια να εμφανίζονται στην μεγάλη οθόνη, και θα χαίρονται με την μυθολογία που έχει χτίσει η Blizzard όλα αυτά τα χρόνια να παίρνει (ψηφιακή) σάρκα και οστά μπροστά τους, αλλά όλο αυτό δεν παύει να δικαιολογεί ένα τόσο αδιάφορο σενάριο και τις αψυχολόγητες συμπεριφορές των χαρακτήρων της.

Και τι γίνεται με κάποιον που δεν είναι φαν και δεν γνωρίζει τίποτα, ή σχεδόν τίποτα, από τον κόσμο του «Warcraft»; Οσο και αν αγαπάει τις ταινίες φαντασίας, όσο και να πορώνεται με μάγια και ξόρκια και ό,τι άλλο φανταστικό, θα αισθανθεί σαν να έχει μπει στην μέση ενός expansion, ή DLC αν θες, του κυρίως παιχνιδιού χωρίς να έχει παίξει το main campaign του και μέχρι το τέλος θα μπουχτίσει από την τόση ροή πληροφοριών και το τόσο CGI, ξύνοντας το κεφάλι του προσπαθώντας να καταλάβει ποιος ήταν ποιος και τι είναι τι.

Το Warcraft θα μπορούσε να σταθεί ισάξια σε άλλες ταινίες του είδους του, όπως τον «Αρχοντα των Δακτυλιδιών», ή έστω θα μπορούσε να ήταν τουλάχιστον ένα διασκεδαστικό blockbuster του καλοκαιριού. Αλλά το level του Τζόουνς δεν ήταν αρκετά μεγάλο για να τα καταφέρει και έτσι εκείνο αποφάσισε πως θα ήθελε να είναι το «Dungeons and Dragons» (με πολύ καλύτερο και πιο όμορφο CGI) της εποχής του.

Χρήστος Μπακατσέλος