Ο στρατιώτης Κόλτερ Στίβενς ξυπνά μέσα σε ένα τρένο με κατεύθυνση το Σικάγο, χωρίς να ξέρει γιατί βρίσκεται εκεί. Μια γυναίκα του απευθύνει το λόγο, στην πραγματικότητα νομίζοντας πως είναι κάποιος άλλος και λίγο πριν το τρένο φτάσει στον προορισμό του μια βόμβα εκρήγνυται και τους σκοτώνει όλους. Τώρα ο Στίβενς πρέπει να επιστρέψει ξανά και ξανά προσπαθώντας μέσα στα 8 λεπτά πριν την έκρηξη να ανακαλύψει την ταυτότητα του βομβιστή και να εμποδίσει την τραγωδία.

Η σκέψη και μόνο πως ο Ντάνκαν Τζόουνς επέλεξε για δεύτερη ταινία της γεμάτης υποσχέσεις καριέρας του ένα ακριβό χολιγουντιανό φιλμ επιστημονικής φαντασίας, ήταν λογικό να προκαλέσει ανησυχία σε όσους υπήρξαν φανατικοί θαυμαστές του ανανεωτικού του είδους χειροποιήτου ντεμπούτου του, το οποίο έμοιαζε να αντλεί περισσότερο από το «Σολάρις» του Αντρέι Ταρκόφσκι παρά από το σωρό των ταινιών επιστημονικής φαντασίας που παράγει με ταχύτητα αυτόματου η βιομηχανία. Τα πρώτα «οκτώ τελευταία λεπτά» του «Source Code» είναι, ωστόσο, αρκετά για να διασκεδάσουν κάθε ανησυχία. Στήνοντας ένα αυθεντικό χιτσκοκικό σκηνικό, ο Τζόουνς συστήνει αριστοτεχνικά τον καθημερινό του ήρωα και μέσα σε επτά ακριβώς λεπτά έχει καταφέρει να εμπλέξει τον θεατή σε ένα σύμπαν κορυφούμενης αγωνίας, ανεβαίνοντας το πρώτο σκαλί μιας συναισθηματικής κλίμακας που μοιάζει ανεξάντλητη.

Ο,τι ακολουθεί αυτή την πρώτη σεκάνς - δυναμίτη, περιγράφεται μόνο ως ένα σκηνοθετικό tour de force που με βάση την επανάληψη ολοκληρώνει ένα από τα πιο καταιγιστικά θρίλερ επιστημονικής φαντασίας του σύγχρονου σινεμά. Η επιστροφή του ήρωα στα ίδια αυτά οκτώ λεπτά πριν από την τραγική έκρηξη μοιάζει κάθε φορά με μια μικρή ταινία μικρού μήκους, μέσα στην οποία ο Τζόουνς όχι μόνο δεν δείχνει να στερεύει από ιδέες, αλλά στην πραγματικότητα μεγαλουργεί. Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται τον χρόνο, το χώρο και τις ψυχολογικές διακυμάνσεις του ήρωα του, καταφέρνουν να σε κάνουν μέρος ενός εγκεφαλικού παιχνιδιού που πραγματικά εύχεσαι να μην τέλειωνε ποτέ. Και ακριβώς όπως στο «Μοοn», στο κομβικό σημείο όπου κάποιος θα μπορούσε να κατηγορήσει τον Τζόουνς για μια σχεδόν μαζοχιστική σινεφιλική σπαζοκεφαλιά, στο τρένο του εγκλήματος επιβιβάζεται το...σινεμά.

Χωρίς να θυσιάσει ίχνος από την ταχύτητα με την οποία τρέχει από τη φύση του το φιλμ, ο Τζόουνς βρίσκει τον απαραίτητο χρόνο για να διαβρώσει την επιστημονική φαντασία και τις ανατροπές ενός καλογραμμένου σεναρίου με ισχυρές δόσεις μελοδράματος. Το παρελθόν του ήρωα του, η σχέση του με τον πατέρα του και ο ερωτικός δεσμός με την άγνωστη γυναίκα στο τρένο αποκτούν ξαφνικά πρωτεύουσα σημασία, με σημαντικό αρωγό την πηγαία αυθεντική ερμηνεία του Τζίλενχαλ. Μπαίνοντας όλο και πιο βαθιά στο μυαλό του ήρωα του, ο Τζόουνς μετατοπίζει το ενδιαφέρον από την περιπέτεια στην ουσιαστική, ανθρώπινη του διάσταση και ταυτόχρονα σε μια μεγαλειώδη ιστορία αγάπης.

Λίγο πριν το μελαγχολικό φινάλε τα «Τελευταία 8 Λεπτά» έχουν ήδη αναδειχθεί σε έναν σύγχρονο εφιάλτη που με αφορμή ένα ευφυές κινηματογραφικό παιχνίδι μιλούν για την αιώνια μάχη του ανθρώπου με τη μοίρα. Αποδεικνύοντας πως το όραμα του νεαρού σκηνοθέτη για το σύγχρονο σινεμά του φανταστικού παραμένει για την ώρα κραταιό απέναντι στις σειρήνες του mainstream.