Ο Αντώνης είναι ένας 45άρης πυροσβέστης, χαμηλών τόνων, μελαγχολικός κι εσωστρεφής, σα να τον έχει πληγώσει κάτι στο παρελθόν του. Ετοιμάζεται, σε λίγες μέρες, να παντρευτεί τη Νατάσα, μια νοσοκόμα που έχει έρθει στην Ελλάδα μετανάστρια. Οσο, όμως, η Νατάσα οργανώνει το γάμο και την κοινή τους ζωή, τόσο ο Αντώνης δεν μπορεί ν’ αποχωριστεί την ανάμνηση της προηγούμενης συντρόφου του, της Αννας, η οποία μάλιστα τον επισκέπτεται συχνά και τον διεκδικεί.
Ο Θοδωρής Αθερίδης γίνεται άνθρωπος – ορχήστρα σ’ αυτήν τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του. Διασκευάζει το δικό του θεατρικό έργο για το σινεμά, υπογράφοντας το σενάριο, τη σκηνοθεσία και κρατώντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Μια τέτοια επιλογή είναι φιλόδοξη και αποφασιστική, όχι όμως απαραίτητα κι η πιο αποτελεσματική, ειδικά για έναν άνθρωπο που είναι έμπειρος στο θέατρο και στην τηλεόραση, αλλά όχι στο σινεμά.
Προς τιμήν του, ο Αθερίδης αποφεύγει να ξεπετάξει μια κωμωδία που θα εξασφάλιζε οπωσδήποτε μεγαλύτερη μερίδα κοινού και καταπιάνεται μ’ ένα ανθρώπινο δράμα απώλειας. Οι χιουμοριστικές στιγμές δε λείπουν και η γενική αίσθηση είναι μάλλον ανάλαφρη, αλλά η ταινία είναι στην ουσία της μελαγχολική κι αυτό είναι και το πιο λειτουργικό της στοιχείο: ο συναισθηματισμός της είναι ειλικρινής και τα πάθη του Αντώνη αγγίζουν το θεατή, ειδικά μέσα από την ερμηνεία του Αθερίδη που είναι φυσική, απλή και ευαίσθητη.
Αντίθετα, η καθοδήγηση στις γυναίκες πρωταγωνίστριες κάπου λοξοδρόμησε στην προετοιμασία της ταινίας. Η Σμαράγδα Καρύδη, αναγκασμένη δραματουργικά να φέρει μια αύρα του απόκοσμου, βρίσκει το εύρημα όπου σταθεί κι όπου βρεθεί να χοροπηδάει με κάτι που θα μπορούσε να είναι… παιδική αθωότητα; Αλλά που καταλήγει να μοιάζει με καλικάντζαρο εν όψει Χριστουγέννων. Κι η Παναγιώτα Βλαντή αποπειράται να υποδυθεί τη Βαλκάνια μετανάστη ξεχνώντας την προφορά της και αρκούμενη στο να περιφέρεται ναζιάρικα ή μακιαβελικά, αναλόγως της στιγμής.
Γυρισμένη με πολλά εξωτερικά, προκειμένου ν’ αποσυνδεθεί από τη θεατρική καταγωγή της, η ταινία εκμεταλλεύεται τις όμορφες γειτονιές του Πειραιά και το Κερατσίνι (ή Δραπετσώνα;), αλλά η φωτογραφία της έχει μια επίπεδη σκληράδα που προδίδει ακόμα και την πάντα λαμπερή καλλονή Καρύδη. Σ’ αυτό το φόντο ξετυλίγονται και δυο μουσικά «διαλείμματα», ένα από τη Λένα Κιτσοπούλου κι ένα από την Ελεωνόρα Ζουγανέλη, δυο θαυμάσια τραγούδια που, όμως, παραπέμπουν πασιφανώς κι αχρείαστα στο «παλιό καλό ελληνικό σινεμά», μέσα σε μια κατά τα άλλα σύγχρονη ταινία. Μια ταινία, βέβαια, που αγκιστρώνεται σεναριακά στο παρελθόν, άρα γιατί όχι και στο κινηματογραφικό παρελθόν.
Η παγίδα για τον Αθερίδη βρίσκεται ακριβώς στις μπερδεμένες επιλογές του. Ενα δράμα με ελαφρότητα, μια μεταμοντέρνα και μαζί παλαιική ταινία, δύσκολοι ρόλοι εύκολα ερμηνευμένοι. Κι ενώ δεν υπάρχει τίποτα κακό στις κινηματογραφικές αναμείξεις, χρειάζονται περισσότερο κόπο και περισσότερη τόλμη για να έχουν ένα δυνατό αποτέλεσμα.