Η Σάμια είναι μια νεαρή κοπέλα σε προχωρημένη εγκυμοσύνη. Περπατά με αγωνία στους δρόμους και τα παζάρια της Καζαμπλάνκα, με το σάκο της στην πλάτη, ψάχνοντας δουλειά και στέγη. Είναι προφανές ότι από κάπου το έχει σκάσει. Σε μερικές χώρες, το να είσαι έγκυος εκτός γάμου δεν είναι μόνο ταμπού, αλλά κι αδίκημα. Κι ο κόσμος κρατά τις πόρτες του ερμητικά κλειστές στην κοπέλα. Το ίδιο κάνει και η αυστηρή φουρνάρισσα Αμπλα όταν χτυπά τη δική της. Από τότε που έχασε τον άντρα της, δουλεύει σκληρά και δεν θέλει να δίνει δικαιώματα στη γειτονιά - έχει την 8χρονη κόρη της, Γουάρντα, να προστατέψει. Οταν όμως βλέπει από το παράθυρό της την Σάμια να κοιμάται στο δρόμο κατεβαίνει μέσα στη νύχτα και την παίρνει σπίτι. Η Σάμια προσφέρεται να τη βοηθάει στην παρασκευή των γλυκών. Διστακτικά, σταδιακά, σιωπηλά οι δυο κοπέλες θα βρουν τον κοινό τόπο που τις ενώνει: ζουν σε έναν κόσμο που είναι σκληρό να είσαι μία γυναίκα μόνη.
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο της μαροκινής Μαριάμ Τουζανί (που αγαπήσαμε από το «Μπλε Καφτάνι») βασίστηκε σε μία δική της έντονη μνήμη, όταν στα παιδικά της χρόνια οι γονείς της περιέθαλψαν έναν άγνωστο στο σπίτι τους. Για αυτό ίσως και κρατά την πλοκή λιτή και τα συναισθήματα σε ένταση.
Αν και αντιμέτωπη με την πρώτη μεγάλου μήκους της , η Τουζανί επιδεικνύει μία αβίαστη και νατουραλιστική αυτοπεποίθηση στο χειρισμό τόσο της κάμερας, όσο και της ιστορίας: δεν ενδιαφέρεται για έντονη δραματουργία με βιαστικές κορυφώσεις. Οπως αργά, υπομονετικά και τρυφερά πλάθει η Σάμια τη ζύμη της, έτσι και η Τουζανί ανακατεύει με υπομονή τα υλικά της - με ζεστό φωτισμό και ντελικάτα κοντινά συλλαμβάνει βλέμματα, σιωπές, αμηχανίες, ανασφάλειες. Σκηνές παρατήρησης που συνθέτουν έναν κόσμο όπου οι γυναίκες δεν έχουν να διαχειριστούν μόνο την αδικία της κατάστασής τους, αλλά και την ενοχή που τους έχει επιβληθεί για αυτές. Μην τυχόν και τις πιάσουν στο στόμα τους, μην εκτεθούν, μην καταστραφούν.
Η Τουζανί κρατά την παλέτα των χρωμάτων μουντή, και συχνά την κάμερα στο χέρι. Δεν υπάρχει μελοδραματικό σκορ να υπογραμμίζει τα προφανή. Οταν θα ακούσουμε μουσική, είναι μία κομβική στιγμή: η Σάμια παίζει επίτηδες το αγαπημένο τραγούδι της Αμπλα, κάτι απαγορευμένο σ' αυτό το σπίτι από τότε που χάθηκε ο άντρας της, και την αναγκάζει να ξεκλειδώσει, να λυγίσει, να σπάσει, να θρηνήσει. Κινηματογραφώντας τις δύο γυναίκες να χορεύουν, νιώθεις στα σωθικά σου τη λύτρωση, τη ζωή να ξανακυλάει στις φλέβες μέσα από κάθε λίκνισμα των γοφών.
Εκεί που φανερώνεται η σκηνοθετική και σεναριακή απειρία της Τουζανί είναι στην τελευταία πράξη της ταινίας. Η γέννηση του Αδάμ φέρνει την Σάμια αντιμέτωπη με την μοίρα της και τις δύσκολες αποφάσεις που πρέπει να πάρει και η σκηνοθέτης καθοδηγεί τις (εξαιρετικές) ηθοποιούς της σε μια μελοδραματική υπερβολή. Ολα όσα είχε κρατήσει -με ζηλευτή οικονομία- υπόκωφα, τώρα ανεβάζουν την ένταση και οι ισορροπίες κλονίζονται απότομα.
Χωρίς αμφιβολία όμως έχουμε μπροστά μας ένα στιβαρό πρώτο δείγμα μίας δημιουργού που χαράζει το δικό της δρόμο και εφευρίσκει το δικό της γλωσσάρι στο ανθρωπολογικό σινεμά και την κοινωνική παρατήρηση.