Η συγκινητική ιστορία της ζωής του Αργύρη Σφουντούρη με φόντο τα γεγονότα που στιγμάτισαν την Ελλάδα τα τελευταία εβδομήντα χρόνια, από την Γερμανική Κατοχή και τον Εμφύλιο μέχρι τη Μεταπολίτευση. Ο προσωπικός θρήνος ενός ανθρώπου που σε ηλικία 4 ετών έχασε τους γονείς του στη σφαγή του Διστόμου, η πορεία του στο δρόμο της επιστήμης, αλλά και η συνειδητοποίηση του ιστορικού χρέους που είχε για την διεκδίκηση των Γερμανικών αποζημιώσεων.
Είναι αλήθεια πως εννιά χρόνια μετά την πρώτη προβολή του, το «Ενα Τραγούδι για τον Αργύρη» βλέπεται αναπόφευκτα κάτω από το πρίσμα της πρόσφατης δημοσιότητας που πήρε ο πρωταγωνιστής του, Αργύρης Σφουντούρης, όταν εμφανίστηκε στη γερμανική τηλεόραση συγκινώντας το διεθνές κοινό με την εξομολόγησή του για τη σφαγή στο Δίστομο την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και με την εξιστόρηση των προσπαθειών του για να αναγνωριστεί δικαστικά το αίτημά του για τις πολεμικές αποζημιώσεις της Γερμανίας έναντι της Ελλάδας.
Τώρα πια όλοι θέλουν να μάθουν τις λεπτομέρειες της ιστορίας του παιδιού που είδε τους γονείς του να σκοτώνονται από τους Ναζί στο Δίστομο όταν ήταν τεσσάρων ετών και τη μετέπειτα μυθιστορηματική ιστορία της ζωής του που τον βρήκε παιδί σε ορφανοτροφεία στην Αθήνα, αργότερα στη Ζυρίχη όπου και σπούδασε για να αφιερώσει τη ζωή του σε έναν άτυπο αλλά παθιασμένο αγώνα κατά του πολέμου – μέρος του οποίου υπήρξαν και οι τελικά αποτυχημένες του προσπάθειες να διεκδικήσει αποζημίωση από το γερμανικό κράτος για τη σφαγή στο Δίστομο.
Το ντοκιμαντέρ του Στέφαν Χάουπτ, ευτυχώς, έγινε μακριά από τη σημερινή συγκυρία ως μια προσπάθεια του Ελβετού σκηνοθέτη να αφηγηθεί την ιστορία του Αργύρη και να συνοδεύσει τον ήρωά του σε ένα ταξίδι στο παρελθόν και το παρόν του Διστόμου σε μια ταινία που πρωτίστως μιλάει για την (ιστορική) μνήμη και τη σημασία της, ανέκαθεν, ως μοναδική αφετηρία ερμηνείας του παρόντος και προγραμματισμού του όποιου μέλλοντος.
Ο Χάουπτ ακολουθεί τον ήρωά του και εμπνέεται από την προσωπικότητά του, όλος ο ρυθμός της αφήγησής του υπηρετεί την ψύχραιμη, ευδιάκριτα συγκινημένη και συγκινητική, πάντα διαυγή εξομολόγηση του Αργύρη Σφουντούρη, καθώς αυτός ξεκινάει μια μεγάλη διαδρομή από το τραύμα της παιδικής του ηλικίας και μια ζωή που αφιέρωσε συνειδητά στην προσπάθειά του να το κλείσει ή τουλάχιστον να το καταχωρήσει στη σωστή πλευρά της προσωπικής του ιστορίας. Η οποία κάπου στα μισά – με έναν εντελώς ανεπαίσθητο και σοφό τρόπο – γίνεται η Ιστορία μιας ολόκληρης χώρας και μαζί της ίδιας της Ευρώπης, χώρες και ήπειροι αντιμέτωπες με τη βιαιότητα μιας στιγμής που υπήρξε πολύ πιο καθοριστική απ’ όσο θα επιθυμούσε η λήθη ή το επίσης βίαιο πέρασμα του χρόνου.
Στο «Ενα Τραγούδι για τον Αργύρη» είναι φανερή η προσπάθεια του ίδιου του Σφουντούρη αλλά και του Χάουπτ να γίνει γνωστή και ορατή η ιστορία του Διστόμου και μιας από τις πιο τραγικές στιγμές της ελληνικής κατοχής από τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οπως είναι ολοφάνερη η προσπάθεια και των δύο, αυτό να καταγραφεί από την πλευρά των θυμάτων μεν, αλλά χωρίς ίχνος θυματοποίησης της αλήθειας. Ισως γι’ αυτό, ακόμη και μέσα στη συμβατική, γραμμική δομή του, το ντοκιμαντέρ του Χάουπτ κρύβει περισσότερες από μια πραγματικά συγκινητικές στιγμές (όπως αυτές στο Δίστομο στο παρόν) και αντικαθιστά με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια κάθε πιθανό φλερτ του ήρωά του με την υπερβολή ή τη γραφικότητα (όταν αυτός αναρωτιέται, για παράδειγμα, ατυχώς πως o Γερμανός Μπετόβεν έγραφε αυτή τη θεία μουσική και οι απογονοί του ήταν ικανοί για τέτοιες φρικαλεότητες).
Στο τελευταίο μέρος του ντοκιμαντέρ, ο επίμονος και συνεχώς άκαρπος αγώνας του Αργύρη Σφουντούρη να αναγνωριστεί δικαστικά το αίτημα των γερμανικών αποζημιώσεων, έρχεται νομοτελειακά να σφραγίσει την προσπάθειά του να καταχωρηθεί ιστορικά η προσωπική του τραγωδία, σαν το μοναδικό τρόπο της άτυπης αποστολής του στη ζωή να μην επαναληφθεί ποτέ κάτι παρόμοιο σε καμία γενιά του μέλλοντος.
Σε μια εποχή που η διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων μοιάζει με ένα «ευκαιριακό» αίτημα συνδεδεμένο αποκλειστικά με το ελληνικό χρέος και την περιρρέουσα εχθρική προς τους Γερμανούς στάση από την πλειοψηφία του ελληνικού λαού, η επανατοποθέτησή της από το ντοκιμαντέρ του Στέφαν Χάουπτ ως ένα δίκαιο ιστορικό αίτημα που αφορά πολλά περισσότερα από το «εμείς χρωστάμε αλλά και εσείς χρωστάτε» - ένα αίτημα που αφορά το κλείσιμο του κύκλου ενός σκοτεινού παρελθόντος ως μοναδική δίοδο προς το φως του μέλλοντος, ίσως είναι και ο πυρήνας της ουσίας ενός τελικά διαχρονικού ντοκιμαντέρ που δεν διεκδίκησε ποτέ καμία δάφνη πρωτοτυπίας, αλλά ήξερε ήδη από την εποχή της δημιουργίας του πως το πραγματικό του θέμα ήταν η οικουμενική διάσταση μιας προσωπικής διαδρομής που μιλάει για τις ανοιχτές πληγές που οφείλουν να κλείσουν με τρόπους διαφορετικούς από το μίσος ή την εκδίκηση.