O Oττο είναι ένας σκυθρωπός, ολιγόλογος, δυσάρεστος 65χρονος. Εχει εμμονή με την τάξη, την πειθαρχία, τη σχολαστικότητα. Δεν αντέχει τους ανθρώπους που παραβαίνουν τους κανόνες - από το που παρκάρουν το αυτοκίνητό τους, μέχρι το αν ανακυκλώνουν σωστά τα πλαστικά τους. Η ζωή του είναι ασπρόμαυρη: σωστό/λάθος, νόμος/παράβαση. Μόνο για ένα διάστημα είχε χρώμα: όσο ζούσε η γυναίκα του, ο έρωτας της ζωής του. Εδώ και λίγο καιρό που έφυγε εκείνη, δεν υπάρχει κανένα φως, κανένας λόγος ύπαρξης και για τον Οττο. Εχει οργανώσει και τη δική του μεγάλη έξοδο - έχει ρυθμίσει τις υποθέσεις του, έχει κάνει τα τηλεφωνήματά του, έχει βάλει και σκούπα. Μόνο που η ζωή είναι έγχρωμη και γεμάτη εκπλήξεις. Μια οικογένεια που μετακομίζει απέναντι από το σπίτι του, με δυνατή φιγούρα την εξωστρεφή, φλύαρη, αγαπησιάρα μεξικάνα μαμά Μαρισόλ, θα ανατρέψει τη ζωή του. Θέλει δε θέλει, ο μονόχνωτος ορθολογιστής Οττο θα παρασυρθεί από την ωστική δύναμη της ανθρώπινης ζεστασιάς, της φιλίας, της γειτονικής αλληλεγγύης, της αγάπης.
Η δραμεντί «Ο Κύριος Οβε» , βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Φρέντρικ Μπάκμαν (ένα best seller που είχε μεταφραστεί σε περισσότερες από 30 χώρες) έσπασε κάθε ρεκόρ στα ταμεία της Σουηδίας, μπαίνοντας έτσι στο top-5 των πιο επιτυχημένων ταινιών όλων των εποχών. Ηταν μόνο αναμενόμενο να την τσιμπήσει κάποιο αμερικανικό στούντιο για το ανάλογο remake.
O Nτέιβιντ Μαγκί («Life of Pi», «Finding Neverland») αναλαμβάνει την σεναριακή μεταφορά της ιστορίας από την ψυχρή σκανδιναβική πραγματικότητα στα αμερικανικά προάστια, ο Μαρκ Φόστερ («Ο Χορός των Τεράτων», «War World Z», «The Kite Runner») τη σκηνοθεσία κι ο Τομ Χανκς τον κόντρα ρόλο: αυτόν του grumpy old man, του γερογρουσούζη που δικαιωματικά θα πήγαινε σε έναν νεότερο Γουόλτερ Μαθάου.
Ο Φόστερ ποτίζει την ατμόσφαιρα της ταινίας με παγερό, μπλε φως - εντελώς ξένο με το αμερικανικό κλίμα, αλλά δικαιολογεί το πώς βλέπει ο ήρωας τον κόσμο. Αν παρατηρήσει κανείς, οι μόνες στιγμές που η οθόνη τσιμπάει λίγο πιο ζεστό χρώμα είναι όταν εστιάζει στο μπουκέτο λουλουδιών που ο Οττο πηγαίνει στον τάφο της γυναίκας του. Κι όταν, φυσικά, μάς συστήνεται η πληθωρική, loud, μεξικάνα Μαρισόλ.
Ακόμα κι αυτό το εύρημα όμως μοιάζει δανεικό από το σουηδικό τοπίο. Κι αυτή είναι και η μεγαλύτερη αποτυχία των remake - όταν δεν καταφέρνουν να κάνουν μία ουσιαστική μεταφορά μιας ιστορίας στην δική τους κοινωνική πραγματικότητα, αλλά τσιμπολογούν στοιχεία από την αυθεντική ταινία και προβάλουν μία ξαναζεσταμένη εκδοχή. Με κύριο πιάτο, έναν σταρ για πρωταγωνιστή.
Ο Τομ Χανκς δεν είναι κακός. Αντιθέτως, είναι ο προβλέψιμα καλός Χανκς. Γιατί το «προβλέψιμο» είναι το επίθετο που ταιριάζει στον κύριο Οττο - από τη στιγμή που θα γρυλίσει σε μια.αδέσποτη γάτα (και ξέρεις ότι στο τέλος θα βρεθούν αγκαλιά), μέχρι την αφορμή που θα ξυπνήσει την γειτονική αλληλεγγύη μέσα στην μεγάλη του καρδιά.
Η μόνη που κλέβει την παράσταση κι απογειώνει τις σκηνές της (με χιούμορ, μπρίο, κι ένα διαβολικό γελάκι στο βλέμμα της) είναι η τηλεοπτική Μαριάνα Τρεβίνιο («Narcos: Mexico») στο ρόλο της Μαρισόλ. Ναι, ο χαρακτήρας της είναι γραμμένος ώστε να τη θέλει larger than life, αλλά η Τρεβίνιο τον μεταμορφώνει σε κάτι ακόμα παραπάνω από το κλισέ. Οπως η Μαρισόλ δεν σηκώνει αντιρρήσεις με τον Οττο, έτσι και η Τρεβίνιο δεν σου επιτρέπει να καταχωρήσεις την εμρηνεία της σ' ένα κουτάκι. Διακόπτει τον Χανκς, τον αγριοκοιτά, τον βουτάει από τον γιακά, τον παρασύρει - κι εμάς μαζί.
Το μισό αστεράκι της ανήκει. Γιατί με τους κατάλληλους ρόλους στο μέλλον αυτό το κορίτσι θα γίνει σταρ.