Χρειάστηκαν εννιά χρόνια από το «Μαύρο Λιβάδι» για να επανέλθει ο Βαρδής Μαρινάκης στο φεστιβαλικό και κινηματογραφικό προσκήνιο με το «Ζίζοτεκ», τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, η οποία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο διαγωνιστικό τμήμα East of the West του 54ου Διεθνούς Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι.
Διαβάστε εδώ τη γνώμη του Flix για το «Ζίζοτεκ»: Το αινιγματικό και αταξινόμητο «Ζίζοτεκ» του Βαρδή Μαρινάκη
Λίγες ώρες πριν την επίσημη πρώτη προβολή της ταινίας, το Flix συνάντησε τον σκηνοθέτη στο θέρετρο της Τσεχίας και μίλησε μαζί του γι’ αυτή την τόσο μακρινή απουσία, τα συναισθήματα και τις προσδοκίες που γεννά η συμμετοχή σε ένα μεγάλο κινηματογραφικό φεστιβάλ, τις μέρες και την παρακαταθήκη των Κινηματογραφιστών στην Ομίχλη, αλλά και τη δική του, προσωπική πορεία σε ένα εγχώριο και παγκόσμιο κινηματογραφικό τοπίο, το οποίο συνεχώς αλλάζει.
Το Flix βρίσκεται στο Κάρλοβι Βάρι για να σας μεταφέρει την ατμόσφαιρα του Φεστιβάλ μέσα και έξω από τις αίθουσες, με την υποστήριξη της Πρεσβείας της Ελλάδας στην Πράγα.
Ο Βαρδής Μαρινάκης στο Κάρλοβι Βάρι (φωτό: Τάσος Χατζηευφραιμίδης)
Γιατί πέρασαν εννιά χρόνια για να κάνεις την δεύτερη ταινία σου;
Κατευθείαν στο ψαχνό (γέλια). Eνας από τους λόγους ήταν ότι έκανα ένα παιδί. Οπότε αφιερώθηκα σε αυτό αρκετά. Και το χάρηκα πάρα πολύ. Eνας άλλος λόγος, μετά από χρόνια ψυχανάλυσης, είναι ότι δυσκολεύομαι να κάνω πράγματα που είναι καθαρά δικά μου και απολαμβάνω. Συν το γεγονός ότι έπρεπε να δουλέψω πολύ και στην διαφήμιση. Οπότε ήταν ένας συνδυασμός πραγμάτων που οδήγησε στη μία ταινία κάθε 10 χρόνια, προς το παρόν.
Η έμπνευση για αυτή την ταινία ήρθε πρόσφατα, την είχες καιρό στο μυαλό σου;
Η έμπνευση είχε έρθει δέκα χρόνια πριν. Eγραψα δηλαδή την ιδέα το 2010 στη Νισυρο, άσχετα με τα σεμινάρια, έκανα διακοπές. Ήταν σαν μια άσκηση που ξεκίνησε από ένα όνειρο που είχα δει, από ένα αγόρι με ματωμένη τη μύτη που διασχίζει ένα δάσος χιονισμένο και φτάνει σε μια καλύβα και χτυπάει την πόρτα και του ανοίγει ένας πενηντάρης λίγο σαν ξυλοκόπος και το παιδί λιποθυμάει στην αγκαλιά του. Και κάπως ξύπνησα στη μια το βράδυ και ήμουν σε πολλή ένταση. «Τι έχει αυτό το παιδί; Γιατί είναι έτσι; Ποιος είναι αυτός; Τι συμβαίνει;», γιατί το αγκαλιάζει και μετά μου ήρθε και η ιστορία ότι το έχει παρατήσει μια μητέρα. Και έκτοτε γράψαμε πεντακόσιες χιλιάδες drafts, κάναμε αιτήσεις από εδώ, αιτήσεις από εκεί, όλη αυτή την απίστευτα αργή διαδικασία που υπάρχει. Κι έκανα την ταινία. Οταν δηλαδή την έκανα ήταν ήδη πολύ μακριά από αυτό που είχα αρχικά ονειρευτεί. Αλλά επειδή το θέμα με απασχολεί, με ενδιέφερε η ταινία. Αλλά τώρα έχω περάσει σε άλλη φάση, βλέπω εξ αποστάσεως την ταινία κι αυτό βοήθησε ίσως και στο μοντάζ, δεν ξέρω.
Και πόσο αλλάζει η ιδέα μια ταινίας μέσα στα χρόνια; Δηλαδή το τελικό αποτέλεσμα έχει σχέση με αυτό που είχες φανταστεί το 2010 ή είναι τελείως διαφορετικό τώρα;
Το τελικό αποτέλεσμα είναι διαφορετικό από το σενάριο. Η ουσία του, ο πυρήνας της ταινίας, ο συναισθηματικός πυρήνας είναι εκεί 100% και είμαι πολύ ικανοποιημένος σε σχέση με αυτό. Δηλαδή η αλήθεια που βγάζουν οι χαρακτήρες και γενικότερα η ατμόσφαιρα είναι εκεί, το ‘χουμε πιάσει αυτό το πράγμα. Κάτι λίγο ωμό, συναισθηματικά, όχι σαν κατάσταση. Και με τρυφερή αντιμετώπιση, μια τρυφερή ματιά πάνω σε κάτι συναισθηματικά ωμό. Από την άλλη, στοιχεία που είχε το σενάριο τα οποία ανήκαν πιο πολύ στη σφαίρα του φανταστικού, που είχαν να κάνουν με τη φαντασία του παιδιού και με καταστάσεις λίγο πιο μεταφυσικές, αυτά δεν έγιναν ποτέ. Ήταν καθαρά για λόγους μπάτζετ. Ολες οι σκηνές που είχαν κάτι πιο μη πραγματικό, εκτός από τη σκηνή στο τέλος της ταινίας, έφυγαν.
Δε νομίζω πως θα ήθελα να ξανακάνω μια ταινία με τη συνθήκη «Πάμε στο Κέντρο, πάμε στην ΕΡΤ, παρακαλούμε για λεφτά, δεν πληρωνόμαστε, τα λεφτά έρχονται ένα χρόνο μετά, ο παραγωγός παθαίνει εγκεφαλικά και καρδιακές προσβολές». Βέβαια κάθε φορά πάμε και κάνουμε αυτά που λέμε πως δε θα ξανακάνουμε ποτέ. (γέλια) Είναι πολύ όμορφο και τρυφερό να θες να δημιουργήσεις κάτι μαζί με άλλους ανθρώπους, όλο αυτό είναι φανταστικό, αλλά γύρω από αυτό υπάρχει μια πενταετία, τριετία ή δεκαετία που σου προκαλεί το αντίθετο. Είναι αυτή η τρέλα που μας κάνει όλους να συνεχίζουμε.
Εχει μια παραμυθένια διάσταση η ταινία. Θυμίζει λίγο –είμαστε κιόλας και στην Τσεχία– παραμύθι των αδελφών Γκριμ, κάπως πιο σύγχρονο. Ηθελες από την αρχή να δώσεις αυτήν την παραμυθένια διάσταση και να το παντρέψεις με το ρεαλισμό, με τους μετανάστες, με όλο αυτό; Πώς προέκυψε αυτό το πάντρεμα του ρεαλισμού με το φανταστικό;
Οι αρχετυπικές ιστορίες, όπως τα παραμύθια, όταν αντιμετωπίζονται με κάποιον μεγαλύτερο ρεαλισμό έχουν πολύ ενδιαφέρον. Με τραβάνε δηλαδή οι ιστοριες που είναι σαν παραμύθια. Σε σχέση με την προηγούμενη ταινία, αυτή αντιμετωπίστηκε πιο ρεαλιστικά επειδή συμβαίνει και στον πραγματικό χρόνο. Αλλά και κινηματογραφικά δεν την αντιμετώπισα τόσο στιλιζαρισμένα, ίσως λίγο πιο ακαδημαϊκά, που ήταν η πρώτη ταινία που το σετ της ήταν έτσι κι αλλιώς πιο παραμυθένιο.
Η ιδέα για τους μετανάστες πώς προέκυψε;
Αυτό με τους μετανάστες είναι κάτι το ελάχιστα παρών στην ταινία. Δηλαδή δεν έχει κάποια σημασία, θέλαμε απλά να βρούμε ένα επάγγελμα στον άνθρωπο που μένει μόνος του στο δάσος και ήθελα να κάνει κάτι το οποίο είναι παράνομο. Οπότε αφού το γυρίζαμε στη βόρεια Ελλάδα και υπήρχε αυτό το θέμα για ανθρώπους που ήθελαν να φύγουν από την Ελλάδα και να ταξιδέψουν προς Γερμανία. Θα μπορούσε αυτός να είναι τοπικός οδηγός που θα τους μεταφέρει στην άλλη πλευρά των συνόρων. Δεν υπάρχει κάτι. Αν και επειδή είναι ένα πολιτικό θέμα, φαντάζομαι κάποιοι αναρωτιούνται γιατί υπάρχει και τι θέλουμε να πούμε με βάση αυτό. Αλλά βασικά έχει να κάνει με το ότι αυτός ζούσε κάνοντας κάτι λίγο πιο παράνομο.
Είναι κι αυτό ένας τρόπος για να δείξεις ότι η γνωριμία με τον Ιάσονα τον κάνει καλύτερο άνθρωπο;
Ναι, υπάρχει αυτό, σίγουρα. Σίγουρα η ταινία έχει να κάνει με ανθρώπους οι οποίοι είναι κάπως μόνοι τους. Το παιδί είναι μόνο του, η μαμά είναι μόνη της, ο ερημίτης είναι μόνος του. Και υπάρχει ένα άγχος από αυτούς τους χαρακτήρες θαμμένο για να συνευρεθούν. Οπότε και η ταινία περιγράφει πιο πολύ τη συνεύρεση του παιδιού με αυτόν τον άντρα, δηλαδή σαν θετός πατέρας, δημιουργείται μια οικογένεια μεταξύ δυο αγνώστων και σίγουρα επηρεάζει ο ένας τον άλλο με έναν τρόπο που είναι αρκετά θετικός.
Στην αρχή υπάρχει ένα έντονο θρησκευτικό στοιχείο από την μεριά της μητέρας. Βλέπουμε πολλές εικόνες στο σπίτι, στο διαμέρισμα στην Αθήνα. Αυτό το θρησκευτικό στοιχείο πώς προέκυψε;
Αυτό το στοιχείο υπάρχει γενικά στις ταινίες μου. Και ο ψυχολόγος μου αναρωτιέται γιατί (γέλια). Αλλά η θρησκεία έχει να κάνει με τον Θεό, έχει να κάνει με τον πατέρα… Στην έκτη δημοτικού δήλωνα άθεος, μετά στο Λύκειο ήθελα να πάω στο Αγιο Ορος. Δηλαδή έχω μια έντονη σχέση. Η θρησκεία έχει σίγουρα πάντως να κάνει με την απαγόρευση της απόλαυσης. Οπότε κάπως το ένστικτο σου, η επιθυμία σου για έκσταση μεταφέρεται προς τη λατρεία του Θεού και αυτό σίγουρα σε αποσπά από το να κυνηγήσεις στη ζωή σου, να ακολουθήσεις κάποιες ορμές που έχεις. Δεύτερον, το αίσθημα του ιερού είναι τρομερά σημαντικό για μένα. Και συνήθως από τη θρησκεία, που είναι κάτι το οποίο έχει κανόνες και σου επιβάλλεται περνάμε προς μια λατρεία που έχει να κάνει πιο πολύ με τη φύση και το ιερό στοιχείο.
Αυτό θα ήταν η επόμενη ερώτηση. Και στις δυο ταινίες σου υπάρχει έντονο το στοιχείο της φύσης. Την αποτυπώνεις πάντα κάπως μυστηριακά, κάπως τελετουργικά, κάπως θρησκευτικά… Εχει ένα έντονο μεταφυσικό στοιχείο. Αυτό πώς προκύπτει, ο συμβολισμός όλου αυτού του πράγματος;
Αυτό έχει να κάνει με το ότι η φύση είναι σαν χαρακτήρας στην ταινία, γιατί είναι το καταφύγιο, το escape room των ηρώων. Τώρα η κινηματογράφηση της φύσης προκύπτει καθαρά ενστικτωδώς επειδή μου αρέσει και προφανώς με δονεί, δηλαδή νομίζω ότι ό,τι δονεί κάποιον, μακάρι για κάποιον καλλιτέχνη καλύτερα είναι να πηγαίνει προς τα εκεί, να εμβαθύνει όσο πιο πολύ μπορεί.
Θέλω να μου πεις δυο λόγια για την εμπειρία των γυρισμάτων. Διάβασα και στο δελτίο τύπου ότι έγιναν στα σύνορα με τη Βουλγαρία. Πώς επιλέχτηκε το τοπίο εκεί και πώς ήταν η εμπειρία να γυρίζεις στη φύση γενικά;
Η εμπειρία είναι πολύ όμορφη από τη διαδικασία του ρεπεράζ, όπου γνωρίζεις τον τόπο με έναν ντόπιο οδηγό και ταξιδεύεις για μια βδομάδα. Δηλαδή είναι ένας λόγος για να κάνεις μια ταινία το να ταξιδέψεις και να ανακαλύψεις χώρους, τους ανθρώπους, τα χωριά. Είναι ένα ταξίδι σαν να είσαι παιδάκι και να ανακαλύπτεις στο διπλανό οικόπεδο το εγκαταλελειμμένο σπίτι. Αυτό έχει μια μεγάλη μαγεία και νομίζω επηρεάζει την ταινία. Είναι μια εξερεύνηση όπως το κάστινγκ, όποτε εκεί πέρα η Ξάνθη είχε τα χαρακτηριστικά ενός νομού ο οποίος ήταν λίγο εγκαταλελειμμένος. Έχει το diversity με τις θρησκείες και τις εθνότητες. Και πολύ ωραία φύση, το σιδηρόδρομο… Έχει πολλά στοιχεία τα οποία κάνουν μια πολύ ενδιαφέρουσα κινηματογράφηση. Τόπος, ο οποίος νομίζω μπορεί να αξιοποιηθεί και πολύ παραπάνω από’ ότι είναι στην ταινία.
Η ολόλευκη τελευταία σκηνή έγινε με ειδικά εφέ ολόκληρη ή βρήκατε ένα χιονισμένο τοπίο;
Για την τελευταία σκηνή δεν πήγαμε στην Ξάνθη, πήγαμε στον Παρνασσό. Κάναμε και λίγο σκι. (γέλια)
Πώς ήταν η εμπειρία να δουλεύεις με ειδικά εφέ; Θα ήθελες να πειραματιστείς περισσότερο με αυτό;
Θα ήθελα παρά πολύ. Το βρίσκω φανταστικό. Βέβαια για να συμβεί αυτό θα πρέπει να κυνηγήσω πιο εμπορικά πρότζεκτ για να υπάρχει και ο αντίστοιχος προϋπολογισμός. Είμαι πολύ ικανοποιημένος με τη δουλειά που έκανε ο παραγωγός μου στο «Ζίζοτεκ» γιατί πετύχαμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα με τα λεφτά που διαθέταμε. Με κακά εφέ το τέλος θα μπορούσε να καταστρέψει την ατμόσφαιρα της ταινίας και να αναιρεθεί ότι είχε κτιστεί μέχρι εκείνη τη στιγμή. Συνεργαστήκαμε με ένα πολύ καλό post production house, στα πλαίσια των οικονομικών μας δυνατοτήτων και η ταινία κλείνει με έναν πολύ ενδιαφέροντα τρόπο.
Τι έχει αλλάξει από το 2010 και την ορμή των Κινηματογραφιστών στην Ομίχλη; Ποια ήταν η παρακαταθήκη εκείνης της δράσης, αν υπήρξε κάποια.
Αυτό που έγινε σίγουρα ήταν ότι γνωριστήκαμε όλοι μεταξύ μας. Τότε. Για μήνες ολόκληρους κινηματογραφιστές, παραγωγοί και άνθρωποι του χώρου βρίσκονταν μεταξύ τους κι αυτό είχε θετικές και αρνητικές συνέπειες (γέλια). Είχε κάτι πολύ θερμό όλο αυτό. Βέβαια, το γεγονός ότι εγώ τότε είχα μια ταινία χωρίς καμία προώθηση και δεν την έστειλα στη Θεσσαλονίκη και κάπως την έθαψα, εξ αποστάσεως το βρίσκω λάθος. Λάθος κυρίως απέναντι στους ανθρώπους που τη χρηματοδότησαν γιατί ήταν και ιδιώτες. Εκείνη την εποχή έστελνα μόνος μου με το ταχυδρομείο σε διάφορα φεστιβάλ του εξωτερικού αντίτυπα της ταινίας μου. Αδιάβαστος πήγαινα. Η ταινία χρειαζόταν οπωσδήποτε περισσότερη προβολή. Δεν γνωρίζαμε τότε ούτε για sales agents, ούτε για παραγωγούς, ούτε τίποτα. Σε σχέση με την Ελλάδα, τότε ξεκίνησε η κρίση κι όταν ήρθε τα διέλυσε όλα. Διαλύθηκαν τα Κέντρα Κινηματογράφου, το σινεμά στην Ευρώπη γενικά έπεσε και μειώθηκαν τα μπάτζετ. Εντάξει, κάτι έγινε με την Ακαδημία, αλλά δε νομίζω πως έγινε και κάτι σπουδαίο.
Και τώρα πώς τα βλέπεις τα πράγματα;
Δε νομίζω πως θα ήθελα να ξανακάνω μια ταινία με τη συνθήκη «Πάμε στο Κέντρο, πάμε στην ΕΡΤ, παρακαλούμε για λεφτά, δεν πληρωνόμαστε, τα λεφτά έρχονται ένα χρόνο μετά, ο παραγωγός παθαίνει εγκεφαλικά και καρδιακές προσβολές». Βέβαια κάθε φορά πάμε και κάνουμε αυτά που λέμε πως δε θα ξανακάνουμε ποτέ. (γέλια) Είναι πολύ όμορφο και τρυφερό να θες να δημιουργήσεις κάτι μαζί με άλλους ανθρώπους, όλο αυτό είναι φανταστικό, αλλά γύρω από αυτό υπάρχει μια πενταετία, τριετία ή δεκαετία που σου προκαλεί το αντίθετο. Είναι αυτή η τρέλα που μας κάνει όλους να συνεχίζουμε.
Σίγουρα υπάρχει πολύ σαβούρα και στο streaming, αλλά ο κόσμος ακόμα θέλει να βλέπει όμορφες ιστορίες και τις αναζητά σε κάθε μέσο. Κι εγώ τον κινηματογράφο και την αίθουσα αγαπώ, εκεί μεγάλωσα, μόνο μέσα στο σινεμά έχεις την αφοσίωση να δεις πράγματα που στην οθόνη του υπολογιστή σου θα τα άλλαζες ή θα έκανες zapping, αλλά τι να κάνουμε τώρα που τα πράγματα αλλάζουν.
Υπάρχει και κάτι ρομαντικό σε αυτό ωστόσο.
Ναι, είμαστε Δον Κιχώτες.
Και πώς αισθάνεσαι τώρα που διαγωνίζεσαι εδώ;
Ανακούφιση. Επίσης δεν αισθάνομαι ότι διαγωνίζομαι. Με την πρώτη μου ταινία ήθελα να κατακτήσω τον κόσμο και πέταγα σφαλιάρες. Τώρα είμαι πολύ πιο αποστασιοποιημένος, Χαίρομαι που θα την δει εδώ ο κόσμος, μακάρι να πάει και σε άλλα φεστιβάλ. Εντάξει, αν πήγαινε στη Βενετία ή στις Κάννες, θα έβρισκα σίγουρα πιο εύκολα χρηματοδότηση για την επόμενη ταινία μου, αλλά γενικά είμαι πολύ χαρούμενος. Θα ήθελα να πάει η ταινία σε φεστιβάλ της Αμερικής και γενικά να τη δει πολύς κόσμος, γιατί έχει κάτι το δικό της, κάτι ιδιαίτερο που δεν ακολουθεί αναγκαστικά τη μόδα της εποχής.
Μίλησέ μου για την εμπειρία του casting και την επιλογή του μικρού Αύγουστου Λάμπρου-Νεγρεπόντη
Η επιλογή των ηθοποιών έγινε με έναν τρόπο ενστικτώδη, όπως και οι τοποθεσίες. Ο Αύγουστος επιλέχθηκε για το ρόλο του Ιάσονα μετά από μια διαδικασία ακροάσεων πολλών αγοριών και η ταινία στήθηκε γύρω από αυτόν. Ο τρόπος της κινηματογράφησης προέκυψε από την ανάγκη να νιώσει το αγόρι άνετα και να παίξει αυθόρμητα, γιατί δεν είναι επαγγελματίας ηθοποιός. Οπότε στήσαμε μια κατάσταση στην οποία ένιωθε ελεύθερος και νόμιζε πως κάνει πρόβες. Αυτό ταλαιπώρησε βεβαια λίγο τον μοντέρ και την παραγωγή, αλλά ψαχναμε στα γυρίσματα διαρκώς τον καλύτερο τρόπο για να βγει η ερμηνεία του. Ο Δημήτρης Ξανθόπουλος και η Πηνελόπη Τσιλίκα επιλέχθηκαν χωρίς casting, τους ήξερα και ήθελα πολύ να κάνω μαζί τους μια ταινία.
Ποιά είναι τα σχέδιά σου για το μέλλον;
Δεν ξέρω αν θα είναι ταινία ή μίνι σειρά, αλλά θέλω να κάνω κάτι πιο εξωστρεφές, κάτι σαν αυτά που βλέπω κι εγώ πλέον, γιατί έχω σταματήσει να βλέπω ταινίες σαν τη δική μου. Αν πάω σε ένα φεστιβάλ, εννοείται πως θα δω τέτοιες ταινίες, αλλά στην καθημερινότητά μου βλέπω πράγματα με πιο ηλεκτρισμένη αφήγηση, που σε κρατούν σε αγωνία.
Γιατί αδιαφορεί το ελληνικό κοινό για τις ελληνικές ταινίες παρά τις διακρίσεις και τις βραβεύσεις;
Εγώ δε θα κατηγορήσω το κοινό που δεν πηγαίνει σε ελληνικές ταινίες. Δεν έρχεται, γιατί όταν φτιάχνουμε τις ταινίες, ούτε εμείς το σκεφτόμαστε. Εγώ δεν έκανα το «Ζίζοτεκ» σκεπτόμενος το κοινό που θα το δει. Βέβαια ούτε ο Λάνθιμος έκανε τον «Κυνόδοντα» σκεπτόμενος το κοινό, αλλά εκεί υπήρχε μια εξωστρέφεια, απευθυνόταν κάπου. Συνήθως ακολουθούμε μια έμπνευση κι όχι κάποιους κανόνες. Το κοινό πηγαίνει σε πράγματα που συμβαδίζουν με αυτούς τους αφηγηματικούς κανόνες, κι όταν αυτό γίνεται καλά, τότε ανταποκρίνεται, Ολα τα καλλιτεχνικά πρότζεκτ είναι μια ζαριά που ποτέ δεν ξέρεις αν θα πιάσει. Ετσι κι αλλιώς το θέμα αίθουσα και κινηματογράφος έχει πια μουχλιάσει.
Θυμηθείτε κι αυτό: Τι είναι το «Ζίζοτεκ»; Το Flix στα γυρίσματα της νέας ταινίας του Βαρδή Μαρινάκη
Οπότε θα έκανες κάτι πιο εμπορικό θυσιάζοντας ενδεχομένως κάτι από το όραμά σου;
Ναι, αν και θεωρώ πως αυτό είναι ψευτοδίλημμα. Δηλαδή είδα το «Chernobyl» του HBO τις προάλλες κι εντάξει, τι να θυσιάσεις εκεί πέρα; Τρομερά βαθύ κι ενδιαφέρον και ταυτόχρονα εμπορικό. Αν και δεν είναι καθόλου εύκολος συνδυασμός, να κάνει κανείς κάτι τέτοιο.
Μίλησες για τις αίθουσες πριν, οπότε δεν μπορώ να μη ρωτήσω για το Netflix και όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες. Θα σε ενδιέφερε να κάνεις μια σειρά ή ταινία εκεί ή θα έδινες το «Ζίζοτεκ» για streaming;
Αν μου τη ζητούσε, σίγουρα θα την έδινα. Σίγουρα υπάρχει πολύ σαβούρα και στο streaming, αλλά ο κόσμος ακόμα θέλει να βλέπει όμορφες ιστορίες και τις αναζητά σε κάθε μέσο. Κι εγώ τον κινηματογράφο και την αίθουσα αγαπώ, εκεί μεγάλωσα, μόνο μέσα στο σινεμά έχεις την αφοσίωση να δεις πράγματα που στην οθόνη του υπολογιστή σου θα τα άλλαζες ή θα έκανες zapping, αλλά τι να κάνουμε τώρα που τα πράγματα αλλάζουν. Μακάρι να με καλέσουν στο HBO. (γέλια)
Ο Βαρδής Μαρινάκης στη μέση, οι παραγωγοί του, Κωνσταντίνος Βασίλαρος (αριστερά), Ορφέας Περετζής (δεξιά) στο Κάρλοβι Βάρι (φωτό: Τάσος Χατζηευφραιμίδης)
Ζίζοτεκ του Βαρδή Μαρινάκη | Σε πρώτη εμφάνιση ο Αύγουστος Λάμπρου-Νεγρεπόντης | Συμπρωταγωνιστούν: Δημήτρης Ξανθόπουλος, Πηνελόπη Τσιλίκα, Νίκος Γεωργάκης | Σκηνοθεσία / Σενάριο: Βαρδής Μαρινάκης | Συν-σεναριογράφος: Σπύρος Κρίμπαλης | Μοντάζ: Λάμπης Χαραλαμπίδης | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Χριστίνα Μουμούρη | Σκηνογράφοι: Πηνελόπη Βαλτή, Σταύρος Λιόκαλος | Ενδυματολόγος: Εύα Γουλάκου | Μακιγιάζ / Μαλλιά: Ιωάννα Λυγίζου | Casting: Τατιάνα Βέρμπη & Athens Casting | Ηχος: Γιάννης Αντύπας | Σχεδιασμός Ηχου: Κώστας Φυλακτίδης, Περσεφόνη Μήλιου | Μίξη Ηχου: Κώστας Φυλακτίδης | Color Grading: Μάνος Χαμηλάκης (235) | VFX ΕΦΕ: IXOR VFX, KINEMATIC, Μιχάλης Γκιόκας | Συμπαραγωγοί: ΙΧΟR VFX, δυοτριανταπέντε, STEFI & LYNX, Mabrida Studios, Βαρδής Μαρινάκης | Με την υποστήριξη του Ε.Κ.Κ., και της ΕΡΤ Α.Ε. | Associate Producer: Ορφέας Περετζής | Παραγωγός: Κωνσταντίνος Βασίλαρος | Εταιρία Παραγωγής: StudioBauhaus | Η ταινία αναμένεται να κυκλοφορήσει στους κινηματογράφους στο τέλος του 2019
Το Flix βρίσκεται στο Κάρλοβι Βάρι για να σας μεταφέρει την ατμόσφαιρα του Φεστιβάλ μέσα και έξω από τις αίθουσες, με την υποστήριξη της Πρεσβείας της Ελλάδας στην Πράγα.