Ο κινηματογράφος είναι γεμάτος απίθανες, φανταστικές ιστορίες. Πολλές φορές όμως, κλισέ αλλά αληθινό, η πραγματικότητα ξεπερνά ακόμα και την πιο τρελή φαντασία. Όταν δε αυτή η πραγματικότητα γεμίζει τα ταμεία των εταιρειών παραγωγής (πόσω μάλλον στολίζει τα ράφια των προθηκών τους με βραβεία), μπορεί να καταλάβει κανείς για ποιο λόγο το είδος της βιογραφίας ήταν, σχεδόν από την αρχή του μέσου, ένα από τα πιο δημοφιλή (και καλλιτεχνικά προσφιλή) κινηματογραφικά genre.
Από την πρωτόγνωρη για την εποχή της ευρεσιτεχνία της «Ιωάννας της Λωρραίνης» του Ζορζ Μελιές και το ιστορικό δάκρυ της Μαρίας Φαλκονέτι στο «Πάθος της Jeanne D’ Arc» του Καρλ Τέοντορ Ντράγιερ μέχρι τον πιο συμβατικό αλλά μεγαλόπνοο «Γκάντι» του Ρίτσαρντ Ατένμπορο και τον συγκινητικό «Aνθρωπο Ελέφαντα» του Ντέιβιντ Λιντς, οι κινηματογραφικές βιογραφίες ήταν πάντα πρόθυμες να προσφέρουν συναίσθημα, να υπογραμμίσουν την ανθρώπινη θέληση και, αρκετές φορές, να αγιογραφήσουν είτε γνώριμες είτε παραμελημένες από την συλλογική μνήμη μορφές της σύγχρονης (ή και όχι) ιστορίας.
Διαβάστε ακόμη: Από τη «La La Land» στο φεγγάρι! Ο Ράιαν Γκόσλινγκ θα υποδυθεί τον Νιλ Αρμστρονγκ
Η χαρακτηριστική μορφή της Μαρίας Φαλκονέτι στο «Πάθος της Jeanne D’ Arc» του Καρλ Τέοντορ Ντράγιερ
Ανάμεσά τους, υπήρχαν εκείνες οι ταινίες που απλά ακολουθούσαν τα γεγονότα, εκείνες που αποφάσιζαν να εστιάσουν σε ένα μεμονωμένο γεγονός και να εξερευνήσουν την επιρροή τους στην υπό εξέταση ιστορική μορφή αλλά και εκείνες που επέλεξαν να αγνοήσουν όλους τους κανόνες και να επανερμηνεύσουν το είδος από την αρχή, δημιουργώντας το δικό τους σημείο αναφοράς.
Για κάθε παραδοσιακό αφηγηματικά «Τελευταίο αυτοκράτορα», υπάρχει κι ένα φρενήρες, γεμάτο ενέργεια «The Social Network». Για κάθε λεπτομερή και αναλυτικό «Λώρενς της Αραβίας», υπάρχει κι ένα ελλειπτικό, συγκεντρωμένο «Jackie» που βουτάει μέσα στο ίδιο το μυαλό του υποκειμένου του. Και για κάθε «Capote» που ακολουθεί την ζωή ενός δημιουργού, υπάρχει κι ένα «Νερούδα» που προσπαθεί να διηγηθεί την ιστορία ακολουθώντας την ίδια την λογική μιας ποιητικής δημιουργίας.
Διαβάστε ακόμη: Ο Τζάρεντ Λέτο θα παίξει τον Αντι Γουόρχολ. Γιατί όχι;
Ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν είναι ο Τρούμαν Καπότε στο «Capote» του Μπένετ Μίλερ.
Για αυτό και με αφορμή τις δύο πρόσφατες «πειραγμένες» βιογραφικές ταινίες του Πάμπλο Λαραΐν, οι οποίες απέδειξαν ότι η αφήγηση μιας βιογραφικής ιστορίας δεν συνεπάγεται απαραίτητα μια στείρα, βαρετή ταινία, κοιτάμε εξερευνητικά στο παρελθόν του είδους της κινηματογραφικής βιογραφίας για να ανακαλύψουμε εκείνες τις ταινίες που αποφάσισαν να χαράξουν την δική τους ξεχωριστή πορεία, είτε αυτή περιλαμβάνει μια κατακερματισμένη και άναρχη αφήγηση, είτε εμπνέεται από την σύγχρονη pop για να συνοδεύσει την χλιδή των Βερσαλλιών, είτε καταργεί τον κανόνα του ενός πρωταγωνιστή για να μοιράσει την κληρονομιά ενός ειδώλου σε πολλαπλά πρόσωπα και φύλα. Γιατί τι πιο δίκαιο από το να αφηγηθείς τη ζωή κάποιου που γκρέμιζε τους κανόνες, γκρεμίζοντας τους ίδιους τους κανόνες της αφήγησης;
Διαβάστε ακόμη: Η Μισέλ Γουίλιαμς ιέρεια του ροκ στη βιογραφία της Τζάνις Τζόπλιν
American Splendor των Σάρι Σπρίνγκερ Μπέρμαν και Ρόμπερτ Πουλτσίνι - 2003
Βασισμένη στην αυτοβιογραφική σειρά comics του Χάρβεϊ Πέκαρ, η ταινία των Μπέρμαν και Πουλτσίνι κατακερματίζει από την αρχή των ήρωά της, προσπαθώντας στην πορεία να τον ανασυνθέσει και τελικά να αναδείξει την ίδια την ουσία της προσωπικότητάς του. Υπάρχει ο ίδιος ο Πέκαρ, υπάρχει ο Πολ Τζιαμάτι που τον υποδύεται στις δραματοποιημένες στιγμές της ζωής του, υπάρχει η εκδοχή των κινουμένων σχεδίων, υπάρχει και ο Ντόναλ Λογκ που υποδύεται τον Πέκαρ σε μια θεατρική εκδοχή της ιστορίας. Με οπτική που συνδυάζει το ντοκιμαντέρ, την παραδοσιακή αφήγηση, τα κομιξική αισθητική της ίδιας της δημιουργίας του Πέκαρ και όλες τις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις, το «American Splendor» ανάγεται τελικά σε μια αυτοαναφορική δημιουργία που εξετάζει όχι μόνο την ζωή του δημιουργού αλλά και τια απόψεις του, την προσέγγισή του προς τη ζωή και το έργο του και, τελικά, την σχέση του με τον ίδιο του τον εαυτό. Βοηθά φυσικά το γεγονός ότι και ο Πολ Τζιαμάτι παραδίδει μια από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του.
Amadeus του Μίλος Φόρμαν – 1984
Σε άλλα χέρια, ενδεχομένως η ζωή του Βόλφγκανκ Αμαντέους Μότσαρτ να είχε τύχει συμβατικής αντιμετώπισης. Στα χέρια του Μίλος Φόρμαν όμως, το «Amadeus», κόντρα στις προσδοκίες, ανάγεται σε μια ιστορία για την ζήλια, τον ανταγωνισμό, την φύση της ιδιοφυΐας και, τελικά, τον φόνο. Επιλέγοντας να παρακολουθήσει την ζωή του Μότσαρτ μέσα από το μίσος και τις μηχανορραφίες του σύγχρονού του, Σαλιέρι, ο Φόρμαν (όπως και το πρωτότυπο θεατρικό του Πίτερ Σάφερ, το οποίο διασκευάζει η ταινία) απαγκιστρώνεται από πάθε παγίδα μιας βαρετής, τυπικής βιογραφίας ουσιαστικά αντλώντας από τα πραγματικά γεγονότα για να παρουσιάσει μια δική του ερμηνεία της ιστορίας και να συστήσει στο κοινό μια αντισυμβατική άποψη για μία από τις πιο οικουμενικά αποδεκτές μουσικές ιδιοφυΐες. Την ιστορία την γράφουν μεν οι νικητές, οι πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες όμως γράφονται από τους χαμένους.
Διαβάστε ακόμη: Το Σωματείο Αμερικάνων Σκηνοθετών ψηφίζει τις 80 καλύτερες ταινίες των τελευταίων 80 χρόνων
Ο Hλιος (Solntse) του Αλεξάντρ Σοκούροφ – 2005
Με την δράση της ταινίας να περιορίζεται εξ ολοκλήρου στην 15η Αυγούστου του 1945, ο Σοκούροφ παρακολουθεί τον αυτοκράτορα Χιροχίτο της Ιαπωνίας πριν παραδοθεί στους Αμερικανούς (βάζοντας ουσιαστικά τέλος στη συμμετοχή της Ιαπωνίας στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο) καθόλη τη διάρκεια της μέρας, από τις τελετουργικές πρωινές διαδικασίες του και την σχέση του με τους υποτακτικούς του μέχρι την σταδιακή συνειδητοποίηση της φρίκης του παρελθόντος και την πρακτική απώλεια της δύναμής του. Με τον «Ήλιο», ο Σοκούροφ ουσιαστικά συνοψίζει σε μόλις μία μέρα όλα εκείνα τα στοιχεία της ιστορικής διαδρομής του Χιροχίτο που τον οδήγησαν να γίνει αυτός ο άνθρωπος και, τελικά, τον φέρνει αντιμέτωπο μαζί τους αποκαλύπτοντας τις παρενέργειες της δύναμης. Ο Ρώσος σκηνοθέτης μπορεί να είχε μελετήσει ήδη ανορθόδοξα και τον Χίτλερ («Moloch», 1999) και τον Λένιν («Taurus», 2001), με αυτή την αφήγηση για τον Χιροχίτο όμως είναι που κατάφερε να μεταδώσει πιο καθαρά την ματιά του περί αντισυμβατικής βιογραφίας, η οποία ορίζει ότι δεν έχει σημασία το σύνολο της ιστορίας αλλά εκείνη η κρίσιμη στιγμή στην οποία κορυφώνεται ολόκληρη η πορεία.
Διαβάστε ακόμη: Αλεξάντρ Σοκούροφ: «Κανείς δεν πρέπει να πεθάνει για το σινεμά»
Caravaggio του Ντέρεκ Τζάρμαν – 1986
Ο Ντέρεκ Τζάρμαν δεν εμπνέεται απλά από το έργο και την ζωή του Ιταλού ζωγράφου αλλά ανακατασκευάζει τον πυρήνα της δημιουργίας του και τον συνδυάζει με τις δικές του ανησυχίες, δημιουργώντας τελικά μια ταινία που μιλάει για τον τρόπο που ζωή και δημιουργία αλληλεπιδρούν και τον βαθμό που το ένα μπορεί να υπάρξει ανεξάρτητα από το άλλο. Ταυτόχρονα, χρησιμοποιεί αναχρονιστικά στοιχεία, χαρίζει στην Αναγεννησιακή Ιταλία του Caravaggio ήχους και μυρωδιές από τις βρώμικες προβλήτες του Λονδίνου και αντιπαραβάλλει τον ρεαλισμό μιας σκληρής πραγματικότητας με την θρησκευτικότητα των μορφών του έργου του Ιταλού ζωγράφου. Το αποτέλεσμα είναι σχιζοφρενικό και τραχύ, δεν παύει ποτέ όμως να είναι ενδιαφέρον και να αναδεικνύει την οπτική ενός δημιουργού που προσπαθεί να μεταφέρει τον εαυτό του στο αντικείμενο της μελέτης του. Ή και το αντίστροφο.
Διαβάστε ακόμη: Από το «Εξκάλιμπερ» μέχρι το «Caravaggio», ο Νάιτζελ Τέρι ήταν ένας ηθοποιός που θα μπορούσε να γίνει βασιλιάς
Mishima: A Life in Four Chapters του Πολ Σρέιντερ – 1985
Προσπαθώντας να καταλάβει γιατί ο (κινηματογραφικός, θεατρικός και λογοτέχνης) συγγραφέας Γιούκιο Μισίμα είναι ο καλλιτέχνης, ο άνθρωπος και η προσωπικότητα που στιγμάτισε τον 20ο αιώνα της Ιαπωνίας σε τέτοιο βαθμό, ο Πολ Σρέιντερ ανατρέχει στο έργο, την ζωή και την κληρονομιά του δημιουργού, επιλέγοντας στην ίδια ταινία και να δραματοποιήσει τις τελευταίες στιγμές του ήρωά του, και να διασκευάσει κομμάτια από τρία βιβλία του και, επιπλέον, να μεταφέρει στον κινηματογράφο μέρη της λογοτεχνικής αυτοβιογραφίας του. Στο τέλος αυτό που προκύπτει σαφώς και απέχει από οποιαδήποτε έννοια παραδοσιακής βιογραφίας, προσφέρει όμως φανταστικές (και φαντασιακές) σκηνές, υπέροχη μουσική από τον Φίλπ Γκλας και, φυσικά, ένα ασυμβίβαστο όραμα από τον ίδιο τον Σρέιντερ, το οποίο επιχειρεί να αποτυπώσει με απρόσμενο τρόπο τις διεργασίες που λαμβάνουν χώρα μέσα στο μυαλό μιας καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας, βγαίνοντας ατράνταχτος νικητής.
Διαβάστε ακόμη: Ο «Ταξιτζής», αυτή η σπουδαία ταινία ακόμη και 40 χρόνια μετά
Marie Antoinette της Σοφία Κόπολα – 2006
Περισσότερο κοντά στην μόνιμη αναζήτηση της γυναικείας νιότης που αγαπά η Σοφία Κόπολα παρά στην νοοτροπία μιας τυπικής βιογραφίας εποχής, η «Marie Antoinette» της Κίρστεν Ντανστ είναι pop, είναι μελαγχολική, είναι φρέσκια, είναι απρόσμενα βαριά μέσα στην φαινομενική της ελαφρότητα. Η Κόπολα γεμίζει αναχρονισμούς τις σκηνές της (από την ξαφνική εμφάνιση των All Star στην γκαρνταρόμπα της Μαρίας Αντουανέτας μέχρι το γεμάτο ενέργεια σύγχρονο soundtrack), εξερευνά την μεγαλοαστική ennui δίχως να δεσμεύεται από εποχές και ιστορικές αντιστοιχίες, αρνείται να αλλάξει την όψη της ηρωίδας της μέσα στην εξέλιξη των ετών ανάγοντάς την σε μια αναλλοίωτη στο χρόνο μορφή και συγκρούει το κλασικό και το μοντέρνο σε κάθε σχεδόν στιγμή της ταινίας, δημιουργώντας ένα παιχνιδιάρικο κινηματογραφικό πείραμα που είναι πολύ πιο έξυπνο από όσο επιφανειακά φανερώνει. Για να μη μιλήσουμε για τον αντισυμβατικό Λουδοβίκο XVI του Τζέισον Σβάρτσμαν που απειλεί να κλέψει με την ανασφάλεια και την υπερβολή του όλη την λάμψη και την αιχμή της Κίρστεν Ντανστ σε κάθε σκηνή που εμφανίζεται. Είναι όντως δύσκολο τελικά να είσαι η Μαρία Αντουανέτα.
Διαβάστε ακόμη: H Σοφία Κόπολα κλείνει έναν άντρα σε ένα σχολείο θηλέων στο τρέιλερ για το ριμέικ του «The Beguiled»
Αντρέι Ρουμπλιόφ (Andrey Rublev) του Αντρέι Ταρκόφσκι – 1966
Ο Ταρκόφσκι από την αρχή δεν έχει στόχο να αφηγηθεί την ζωή του Ρώσου ζωγράφου ως μια σειρά από ιστορικά γεγονότα. Αυτό που τον αφορά είναι η ανακάλυψη της ουσίας της δημιουργίας του και η αποκάλυψη των στοιχείων που οδήγησαν στην δημιουργία του μύθου του. Για αυτό και τα οχτώ επεισόδια της ταινίας δεν δεσμεύονται από την έννοια της χρονικής εξέλιξης αλλά επικεντρώνεται σε κρίσιμες βιωματικές στιγμές του δημιουργού, είτε πρόκειται για την αρχή της ζωή του ως μοναχός, είτε για τις κρίσιμες συναντήσεις που σφυρηλάτησαν την οπτική του, είτε για τις επιπτώσεις του λιμού και της πανούκλας στην κοινωνία γύρω του. Ο Ταρκόφσκι ουσιαστικά δημιουργεί μια ζωή για τον Ρουμπλιόφ (καθώς δεν υπάρχουν και πολλά σχετικά ιστορικά στοιχεία) για να μιλήσει για την Πίστη, την τέχνη και τον πόλεμο ακολουθώντας απρόσμενες αφηγηματικές διαδρομές που αποφεύγουν κάθε τι κοινότυπο. Ο Ρουμπλιόφ του δε φαίνεται ποτέ να ζωγραφίζει και, όμως, στο τέλος της ταινίας είναι σαφές τι είναι αυτό που μεταδίδουν οι εκκλησιαστικές μορφές του έργου του.
Διαβάστε ακόμη: Οχι μόνο ο Ινιάριτου! Δείτε πόσα χρωστάει ο Λαρς φον Τρίερ στο σινεμά του Αντρέι Ταρκόφσκι
Thirty two Short Films about Glenn Gould του Φρανσουά Ζιράρ – 1993
Αν ο «Σολίστας» του Σκοτ Χικς με τον Τζέφρι Ρας υπάρχει στο ένα άκρο του φάσματος των μουσικών βιογραφιών σχετικά με πιανίστες που ισορροπούν ανάμεσα στην τρέλα και την ιδιοφυΐα, στο άλλο άκρο υπάρχει το «Thirty two Short Films about Glenn Gould» του Φρανσουά Ζιράρ, μια ταινία που δεν μπαίνει καν στον κόπο να βάλει σε μία τυπική, γραμμική τάξη την ζωή, τις επιρροές και τις μάχες με τους εσωτερικούς δαίμονες του προβληματικού αλλά εξαιρετικά ταλαντούχου Καναδού πιανίστα Γκλεν Κουλντ. Αντιθέτως, το φιλμ αποτελείται από 32 επεισόδια (διάρκειας από μόλις μερικών δευτερολέπτων μέχρι αρκετών λεπτών) διαφορετικού περιεχομένου, αισθητικής και δομής, όλα σε μια συνεχή προσπάθεια να αναδειχθεί η κατακερματισμένη ιδιοφυΐα του αντικειμένου της ταινίας. Το αποτέλεσμα όχι μόνο είναι αντισυμβατικό αλλά, ακόμα περισσότερο, προχωρά σαφώς σε πειραματικές περιοχές και θριαμβεύει ακριβώς επειδή δεν προσπαθεί να εξηγήσει την κατάσταση αλλά, αντιθέτως, να βυθίσει τον θεατή ακριβώς μέσα σε αυτή, φέρνοντας μαζί την απαραίτητη αποπροσανατολιστική αίσθηση και διατηρώντας όλο το μυστήριο του Καναδού μουσικού.
Superstar: The Karen Carpenter Story του Τοντ Χέινς – 1988
Δεν είναι ότι το ντεμπούτο του Τοντ Χέινς πρωτοτυπεί ως προς την αφήγηση. Iσα ίσα, ακολουθεί γραμμικά την ιστορία της Κάρεν Κάρπεντερ (του μουσικού ντουέτου των The Carpenters) από την αρχή του γκρουπ μέχρι και τον θάνατό της στα 32 από νευρική ανορεξία, πολλές φορές καταφεύγοντας μάλιστα και σε συναισθηματικές ευκολίες. Αυτό όμως που κάνει την διαφορά είναι η επιλογή του Χέινς να αφηγηθεί ολόκληρη σχεδόν την ταινία (μικρού μήκους τεχνικά, καθώς διαρκεί λίγο περισσότερο από σαράντα λεπτά) με κούκλες Barbie, κλείνοντας το μάτι και στην ιδανική ξανθή εικόνα της αμερικανικής ομορφιάς αλλά και στην σωματική «τελειότητα» που προωθούσαν οι κούκλες της εταιρείας. Το αποτέλεσμα είναι μεν ένα ατελές φιλμ που κατέληξε στα δικαστήρια σχετικά με τα δικαιώματα της ιστορίας ανάμεσα στον Χέινς και τον αδερφό της τραγουδίστριας, Ρίτσαρντ, αποτελεί όμως παράλληλα και την πρώτη ένδειξη της ιδιαίτερης ματιάς και του ταλέντου του Τοντ Χέινς, πριν ακόμα αυτό ισορροπήσει ιδανικά ανάμεσα στο μελόδραμα και την λιτή αλλά παντοδύναμη αφήγηση.
Διαβάστε ακόμη: Ο Τοντ Χέινς ετοιμάζεται να μάς αφήσει και πάλι «Wonderstruck»
I'm Not There του Τοντ Χέινς – 2007
Τι λέγαμε για την ιδιαίτερη ματιά του Τοντ Χέινς; Στο «I’m not there», ο σκηνοθέτης εμπνέεται από «την μουσική και τις πολλές ζωές» του Μπομπ Ντίλαν για να αφηγηθεί μια αποσπασματική ιστορία που αλλάζει πρωταγωνιστές, ύφος και θεματική με ιλιγγιώδη ρυθμό, παραδίδοντας όμως τελικά μια ταινία που προσφέρει άπειρες αφορμές για συναισθηματική και εγκεφαλική συμμετοχή, όσο πειραματίζεται με την αισθητική και την ενέργειά της. Η ερμηνεία της Κέιτ Μπλάνσετ στο ρόλο του μουσικού Τζουντ (μιας ακόμα από τις πολλαπλές προσωπικότητες που συνθέτουν εν τέλει τον Ντίλαν στο φιλμ) είναι μάλλον το δυνατότερο στοιχείο του συνόλου, όσο όμως το σύνολο αποτελείται από αμέτρητα μικρά ιδιοφυή κομμάτια, έτοιμα να συνθέσουν κάτι απόλυτα πρωτότυπο και προσωπικό, είναι δύσκολο να παραπονεθεί κανείς. Λαμβάνοντας υπόψη το «Superstar: The Karen Carpenter Story» αλλά και το «Velvet Goldmine» του 1998, θα λέγαμε μάλιστα ότι ο Χέινς είναι ο πιο ανορθόδοξος μουσικός βιογράφος των τελευταίων δεκαετιών, έτοιμος να χτυπήσει με χειρουργική ακρίβεια μία φορά την δεκαετία.
Διαβάστε ακόμη:
- Φονικές Τηλεοράσεις: Eνας κινηματογραφικός οδηγός (χωρίς τηλεκοντρόλ)
- Made in Korea: Δέκα υπέροχες ταινίες από τη Νότια Κορέα που αξίζει να ανακαλύψετε
- Η μοντέρνα Βίβλος των μιούζικαλ του 21ου αιώνα
- 10 φορές που οι εξωγήινοι ήρθαν στη Γη…
- 15 ταινίες που δικαιώνουν τον όρο ριμέικ!