Ο Αλεξάντρ Σοκούροφ δε θεωρεί ότι κάνει σινεμά - περισσότερο πιστεύει ότι σχολιάζει, με το δικό του καλλιτεχνικό τρόπο, την ανθρώπινη ιστορία και το παρόν της. Είναι απόλυτος και κυνικός, ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της κλασικής ρωσικής, κομμουνιστικής διανόησης. Κι ως τέτοιος, έχει αποκτήσει ορκισμένους θαυμαστές με ταινίες όπως η «Ρώσικη Κιβωτός», το «Μολώχ», το «Μητέρα και Γιος», ο δικός του «Φάουστ».
Γεννημένος στη σκληρή Σιβηρία του 1951, με πατέρα βετεράνο του Κόκκινου Στρατού του Β’ Παγκόσμιου, καλλιτεχνικό τέκνο του Αντρέι Ταρκόφσκι, ο Σοκούροφ έχει ζήσει ολόκληρη τη μετάβαση της Ρωσίας από τον κομμουνισμό στην πτώση του καθεστώτος και δεν έχει διστάσει ποτέ ν’ αντιταχθεί στη ρωσική κυβέρνηση, έντονα τα τελευταία χρόνια και στον Βλαντιμίρ Πούτιν. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι πολλές από τις ταινίες του, βραβευμένες στις Κάννες, στο Βερολίνο, συλλέκτες των μεγαλύτερων διακρίσεων απ’ όλον τον κόσμο, είναι μη ρωσικές παραγωγές – η «Κιβωτός των Ανθρώπων» είναι μια συμπαραγωγή Γαλλίας, Γερμανίας και Ολλανδίας.
Διαβάστε εδώ τη γνώμη του Flix για την ταινία «Η Κιβωτός των Ανθρώπων»
Μετά το Ερμιτάζ της «Ρώσικης Κιβωτού», η νέα του ταινία, «Η Κιβωτός των Ανθρώπων», που έκανε την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Βενετίας, φέρνει τον Σοκούροφ μέσα στο Λούβρο, στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής της Γαλλίας, στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι αμύθητοι θησαυροί του πέφτουν στα χέρια των Ναζί κατακτητών. Με σκηνοθετημένες αναπαραστάσεις και πλάνα αρχείων, ο Αλεξάντρ Σοκούροφ δημιουργεί μια σύνθετη ταινία για την τέχνη, τον πολιτισμό, τον πόλεμο και όσα προκύπτουν από τον συγκερασμό τους για να διαμορφωθεί η ανθρώπινη συνείδηση και ιστορία. Μ' αυτήν την αφορμή, ο Αλεξάντρ Σοκούροφ μίλησε στο Flix για έναν κόσμο που δεν τον βρίσκει καθόλου, μα καθόλου σύμφωνο. Διαβάστε παρακάτω όσα μας είπε.
Το σινεμά δεν είναι τέχνη, είναι ένα είδος αποτύπωσης του πολιτισμού, της κουλτούρας. Είναι λάθος να πεθάνεις για τον κινηματογράφο, κανείς δεν πρέπει να το κάνει αυτό. Μ' αρέσουν τα αντικείμενα τέχνης, αυτά που είναι αλώβητα, που έχουν αντέξει στο χρόνο. Αυτά είναι που προκαλούν τις μεγάλες συζητήσεις, τέχνης, φιλοσοφίας. Στην πραγματικότητα, ο κριτικός τους είναι ο χρόνος και μόνο ο χρόνος. Στα μουσεία, τελικά, μπορούμε να δούμε αυτό που έχει αντέξει στο χρόνο. Και να κάνουμε μια ρητορική ερώτηση στον εαυτό μας: τι είναι μεγάλο και ιδιοφυές έργο; Τι μας αρέσει στον Ρέμπραντ, ή στον Ελ Γκρέκο; Μας αρέσει κάτι; Τραβάει την προσοχή μας ακόμα;
Το να είσαι πιστός στην πολιτική και στους πολιτικούς είναι τεράστιο λάθος. Μια τέτοια πίστη μπορεί να καταστρέψει τον πολιτισμό και την κοινωνία. Η εθνική τέχνη είναι μεγάλος θησαυρός ενός λαού και πρέπει να την προστατέψουμε από όλους – πρέπει να προστατεύσουμε την ελληνική τέχνη κι από τους Αμερικανούς κι από τους Γερμανούς κι ακόμα κι από τους Ρώσους, αν χρειαστεί. Αλλά αυτό θα το κάνουμε εμείς, όχι οι πολιτικοί.
Δυστυχώς κανείς δε μοιάζει να έμαθε τίποτα από την Ιστορία. Κι από το σινεμά, οι άνθρωποι μαθαίνουν κάτι: μαθαίνουν να σκοτώνουν, να κόβουν και να ράβουν τους ανθρώπους, αλλά να μη δημιουργούν, να μη συνθέτουν. Το σινεμά προετοιμάζει δολοφόνους. Οι σκηνοθέτες, με μεγάλη δεξιοτεχνία δείχνουν πώς μπορείς να σκοτώσεις έναν άνθρωπο, να τον βασανίσεις. Κι οι περισσότεροι νέοι άνθρωποι αυτό το αντιμετωπίζουν ως κάτι φυσιολογικό, ως κάτι απόλυτα νορμάλ.
Αν το «τώρα» ήταν ένα έμβλημα, θα ήταν τετράγωνο, με αιχμηρές γωνίες. Αν ήταν πόλη, θα ήταν το Πεκίνο. Αν ήταν μια τοποθεσία, θα ήταν το Σινικό Τείχος – δεν υπάρχει άλλος τόπος που να μοιάζει περισσότερο με ένα ζωντανό μουσείο. Ή θα ήταν, απλώς, η ζωή ενός ζευγαριού εντόμων. Ή θα ήταν η προσπάθεια των γυναικών να πάρουν την εξουσία. Παρότι σύντομα θ’ αρχίσουν ν’ αναρωτιούνται αν κάνουν καλά, ή αν απλώς καταστρέφουν τον εαυτό τους.
Ο ιδανικός θεατής του «Francofonia» είναι ο άνθρωπος που είναι πιο έξυπνος από εμένα, που είναι βαθειά καλλιεργημένος. Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, αρκετοί και μόνο βασιζόμενος σε τέτοιους ανθρώπους μπορώ να δημιουργήσω κάτι.