Εχοντας συνδέσει άρρηκτα το όνομά του με τον Πάολο Σορεντίνο και ταινίες όπως το «Il Divo» και το «H Τέλεια Ομορφιά», ο Τόνι Σερβίλο δεν σταματάει να πρωταγωνιστεί στο ιταλικό σινεμά του σήμερα με την άνεση ενός μεγάλου σταρ, αλλά κυρίως ενός σπουδαίου ηθοποιού που μπαινοβγαίνει σε ρόλους που για άλλους θα ήταν υπόθεση...ζωής.
Στο «The Hand of God» που από τις 15 Σεπτεμβρίου προβάλλεται στο Netflix με ελληνικούς υπότιτλους, ο Τόνι Σερβίλο παίζει τον «πατέρα» του Πάολο Σορεντίνο στην αυτοβιογραφική ταινία που βραβεύθηκε στο Φεστιβάλ Βενετίας και είναι η επίσημη υποβολή της Ιταλίας για το Οσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας.
Στο Flix μιλάει με λέξεις κλειδιά τον Πάολο Σορεντίνο, την Ιταλία, την ενηλικίωση, τη Νάπολι, τον Μαραντόνα και τους ρόλους που (δεν) φοβάται.
Με τον Πάολο Σορεντίνο
Αυτή είναι η έκτη μου ταινία με τον Πάολο. Έχουν περάσει ακριβώς είκοσι χρόνια από τότε που ήρθα στην Βενετία για την πρώτη μου ταινία μαζί του, το «Παραπάνω από Άντρας» (L’ Uomo In piu). Στους τίτλους τέλους, ο Πάολο αφιέρωνε την ταινία εκείνη στους γονείς του. Χρειάστηκαν είκοσι χρόνια λοιπόν για τον Πάολο, ώστε να αποκτήσει την κατάλληλη χρονική και συναισθηματική απόσταση για να γυρίσει το «Χέρι του Θεού». Νομίζω όμως πως αυτή είναι μια ιστορία που ήθελε από την αρχή της καριέρας του να πει, αλλά είχε αμφιβολίες να το κάνει.
Δεν αγχώθηκα που θα ερμηνεύσω τον πατέρα του Σορεντίνο. Ο Αντρεότι στο «Il Divo» ήταν πολύ πιο μεγάλη πρόκληση. Για τον Αντρεότι ή τον Μπερλουσκόνι υπάρχει ο επιπλέον σκόπελος του να ξεπεράσεις τις προσδοκίες που έχει το κοινό, γιατί ήδη τους ξέρει, πρέπει να παλέψεις με την εικόνα που έχει ο κόσμος γι’ αυτούς. Εδώ ο ήρωας βασίζεται στον πατέρα του Σορεντίνο, αλλά υπήρχε δημιουργική ελευθερία να φέρω και κάτι δικό μου σ’ αυτόν.
Σκηνή από την ταίνια
Σίγουρα αυτή η ταινία δυνάμωσε τη σχέση μας. Έχουμε πολλά ακόμα σχέδια για μελλοντικές συνεργασίες. Αισθάνομαι πλέον τον Πάολο σαν μέλος της οικογένειάς μου και το ίδιο κι εκείνος. Δεν είχα διαβάσει το σενάριο από πριν. Μου είχε πει ο Πάολο βέβαια ότι θέλει να πει μια ιστορία για τους γονείς του και ότι θα ήθελα να υποδυθώ τον πατέρα του. «Για μένα είσαι κάτι σαν μεγάλος αδερφός», μου είπε, οπότε του φαινόταν αυτονόητο να γίνω ο πατέρας του στην ταινία. Αυτό που ξεκίνησε όμως ως αυτοβιογραφικό απέκτησε περισσότερα οικουμενικά στοιχεία. Ο Πάολο ήθελε να μιλήσει για την απώλεια της αθωότητας, της χαράς και της ανεμελιάς. Για την αναπόφευκτη δύναμη της ζωής να σε οδηγεί στην ωριμότητα, σε εκείνες τις αποφάσεις που θα σε καθορίσουν.
Με τον Πάολο διασκεδάσαμε πολύ στα γυρίσματα. Θέλαμε να παρουσιάσουμε έναν πατέρα λίγο ανεύθυνο, λίγο ακατάλληλο, κάπως αφελή και αστείο, εν ολίγοις έναν χαρακτήρα που να προκαλεί τη συμπάθεια. Έπρεπε αυτή απεικόνιση να ταιριάζει με το πρώτο και πιο ανάλαφρο μέρος της ταινίας, πριν τα τραγικά γεγονότα που οδηγούν στο δεύτερο, πιο σκοτεινό και σοβαρό μέρος της. Η ερμηνεία έπρεπε να συμβαδίζει με αυτή την επιλογή προκειμένου να νιώσει ο θεατής τον πόνο του δεύτερου μέρους. Είναι ο ήρωάς μου, ο πατέρας του Φαμπιέτο ακόμα ένα ερέθισμα, όχι μόνο για τη σύγχυση του καλλιτέχνη που περιμένει το ερέθισμα για να γεννηθεί, αλλά και για την αυτόνομη και αντισυμβατική επιλογή του να ακολουθήσει το δρόμο της φαντασίας και της δημιουργικότητας.
Ο Πάολο ήθελε να μιλήσει για την απώλεια της αθωότητας, της χαράς και της ανεμελιάς. Για την αναπόφευκτη δύναμη της ζωής να σε οδηγεί στην ωριμότητα, σε εκείνες τις αποφάσεις που θα σε καθορίσουν.»
Ένας ηθοποιός οφείλει να τελειοποιεί όλα τα εργαλεία του, κωμικά και δραματικά. Μην ξεχνάτε ότι έχω και δεύτερη ταινία στο Διαγωνιστικό εδώ, το «Qui Rido Io», όπου υποδύομαι τον πιο διάσημο κωμικό των αρχών του προηγούμενου αιώνα στην Ιταλία. Με τον Πάολο ένας ρόλος δεν είναι ποτέ αμιγώς κωμικός ή δραματικός. Ακόμα και ο Τζεπ Γκαμπαρντέλα στην «Τέλεια Ομορφιά» είχε πολλές αστείες σκηνές. Και στο θέατρο έχω παίξει πολλούς κωμικούς ρόλους, Μολιέρο, Γκολντόνι, δεν είμαι μόνο ένας σοβαρός ηθοποιός, οπότε χαίρομαι όταν ένας ρόλος που δίνει τη δυνατότητα να εξερευνήσω την πιο αστεία μου πλευρά, όπως συμβαίνει εδώ.
Ως Ιταλός δεν μπορώ να κρίνω αν η ταινία έχει την ατμόσφαιρα της χώρας μου ή αυτό που θεωρούν στο εξωτερικό πως είναι η ζωή στην Ιταλία. Νομίζω πως υπάρχει μια κοινή νοοτροπία, ένας κοινός τρόπος ζωής στις χώρες της Μεσογείου και της νότιας Ευρώπης, δηλαδή οι Ισπανοί, οι Πορτογάλοι, οι Έλληνες θα βρουν πολλά κοινά στοιχεία των δικών τους οικογενειών με τις δικές τους οικογένειες, θα δουν τις πόλεις τους στη Νάπολι, θα νιώσουν σίγουρα κάτι παραπάνω από το κλίμα της ταινίας. Αλλά το θέμα της μετάβασης στην ωριμότητα είναι παγκόσμιο και αγγίζει όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη.
Στα γυρίσματα της ταινίας
Η Νάπολι παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία. Υπάρχει κάτι ναπολιτάνικο σε όλα, στα ήθη, στις συμπεριφορές, στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών, στο αίσθημα ανευθυνότητας. (γελάει) Τα πάντα συνθέτουν έναν γοητευτικό μικρόκοσμο, το ποδόσφαιρο, η πολιτική, ο Μαραντόνα. Και φυσικά το υγρό στοιχείο που κυριαρχεί. Η ταινία ξεκινά και καταλήγει στη θάλασσα και όλες οι εμπειρίες του Φαμπιέτο σχετίζονται με αυτή, ερωτικές, σεξουαλικές και προσωπικές. Ακόμα και η πρώτη εμφάνιση του Μαραντόνα γίνεται στη θάλασσα. Το ναπολιτάνικο χιούμορ είναι ένα είδος ειρωνείας που έχει διαποτιστεί με πάθος, αλλά αποστασιοποιείται από τα πάντα. Δεν ξέρω αν βγάζει νόημα, αλλά δεν μπορώ να το περιγράψω αλλιώς.
Τα δικά μου νεανικά χρόνια ήταν τελείως διαφορετικά από εκείνα του Φαμπιέτο. Εγώ ήμουν πάντα ο άνθρωπος που μελετούσε το στόχο πριν δράσει. Γοητεύτηκα από το πόσο ανοιχτός είναι ο χαρακτήρας του Φαμπιέτο, πόσο έτοιμος είναι να κάνει μια νέα αρχή ακόμα κι αν δεν ξέρει πού οδηγεί ο δρόμος. Ίσως αυτό οφείλεται στο μέγεθος της απώλειας που ένιωσε σε τόσο νεαρή ηλικία εκείνος. Εγώ δεν είχα ανάλογη εμπειρία.
Το «The Hand of God» προβάλλεται από τις 15 Δεκεμβρίου στο Netflix. Διαβάστε εδώ τη γνώμη του Flix.