Συνέντευξη

O καλλιτεχνικός διευθυντής του Κάρλοβι Βάρι και το ελληνικό «νέο κύμα»

στα 10

Υπεύθυνος για το πρώτο διεθνές αφιέρωμα στο «νέο κύμα» των Ελλήνων δημιουργών, ο καλλιτεχνικος διευθυντής του φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι, Κάρελ Οχ, εξηγεί στο Flix γιατί το ελληνικό σινεμά είναι η πιο ενδιαφέρουσα εθνική κινηματογραφία αυτή τη στιγμή στον πλανήτη.

O καλλιτεχνικός διευθυντής του Κάρλοβι Βάρι και το ελληνικό «νέο κύμα»
Κάρελ Οχ: ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Κάρλοβι Βάρι

Ηταν το Φεβρουάριο του 2011, όταν, εν μέσω του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, ανακοινώθηκαν τα αφιέρωματα του 46ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Κάρλοβι Βάρι στον Ντενί Βιλνέβ, τον Σάμιουελ Φούλερ και τους «Νέους Ελληνες Σκηνοθέτες» σε ένα δελτίο τύπου με την ακόλουθη δήλωση: «Ο Ντενί Βιλνέβ, ο Σαμ Φούλερ και οι νέοι Ελληνες σκηνοθέτες έχουν όλοι κάτι κοινό: στο μοναδικό έργο τους, μια υψηλού επιπέδου προσωπική προσέγγιση διαμορφώνει ισχυρές δηλώσεις για την κοινωνία του παρελθόντος και του παρόντος. Είναι όλοι δημιουργοί που ξεπερνούν τις προσδοκίες και δείχνουν ατρόμητοι στο να ταρακουνούν τις συμβάσεις».

Κάπως έτσι, και με έναν τίτλο (Νέοι Ελληνες Σκηνοθέτες) που ξαφνικά έμοιαζε ίσως ο πιο ιδανικός από όσους έχουν δοθεί μέχρι σήμερα, επικυρώθηκε και φεστιβαλικά η ύπαρξη ενός «νέου κύματος» στον ελληνικό κινηματογράφο και μιας σειράς ταινιών που τα τελευταία χρόνια απέδειξαν πως το ελληνικό σινεμά μπορεί όχι μόνο να έχει μια διεθνή φωνή αλλά και να ακουστεί δυνατά. Και η περιγραφή των διοργανωτών του φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι για τις ταινίες που τελικά αποτελούν το πρώτο αυτό αφιέρωμα στο νέο ελληνικό σινεμά επικυρώνουν ίσως με τον καλύτερο τρόπο το γεγονός πως μπορούμε να μιλάμε ούτε για μια συγκεκριμένη γενιά, ούτε για κοινού προσανατολισμού δημιουργούς, αλλά σίγουρα για ένα ισχυρό δείγμα μιας κινηματογραφίας που, από το πουθενά, κατάφερε να αποτελεί σήμερα την πιο ελπιδοφόρα πτυχή του ελληνικού πολιτισμού.

Η «προκλητική παραβολή» Κυνόδοντας του Γιώργου Λάνθιμου «που βραβεύθηκε στις Κάννες και διαγωνίζεται για το Οσκαρ απέναντι στην ταινία του Ντενί Βιλνέβ», το «πρωτότυπο παραμύθι ενηλικίωσης» Attenberg της Αθηνάς Τσαγγάρη «βραβείο γυναικείας ερμηνείας για την Αριάν Λαμπέντ στο φεστιβάλ Βενετίας 2010», το «δυνατό δράμα» Στρέλλα του Πάνου Χ. Κούτρα «που διακρίθηκε από την κριτική στο Βερολίνο το 2009», το «αναγνωρισμένο ψυχολογικό θρίλερ» Ιστορία 52 του Αλέξη Αλεξίου και το υποψήφιο για το βραβείο Lux 2010 Ακαδημία Πλάτωνος του Φίλιππου Τσίτου ήταν οι ταινίες που ανακοινώθηκαν τον Φεβρουάριο. Και μέχρι και τον Απρίλιο, όταν δόθηκε η συνέντευξη Τύπου του φεστιβάλ, την παραπάνω λίστα θα συμπλήρωναν η Χώρα Προέλευσης του Σύλλα Τζουμέρκα (Φεστιβάλ Βενετίας) και το Wasted Youth των Αργύρη Παπαδημητρόπουλου και Γιαν Φόγκελ (επίσημη έναρξη Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Ρότερνταμ).

Τι ήταν, όμως, αυτό που οδήγησε ένα από τα πιο ισχυρά φεστιβάλ της Ευρώπης να χρεωθεί με το πρώτο αφιέρωμα στο νέο ελληνικό σινεμά; Και πόσο μια τέτοια ρετροσπεκτίβα μπορεί να βοηθήσει στην ορατότητα της Ελλάδας ως μια από τις πραγματικά πιο ανερχόμενες δυνάμεις στην παγκόσμια παραγωγή; Λίγο πριν ανακοινωθεί το πλήρες πρόγραμμα του 46ου Διεθνούς Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι και ενώ δεν αποκλείεται η συμμετοχή καινούργιων ελληνικών ταινιών σε κάποιο από τα προγράμματά του, το Flix συνάντησε τον ιδανικό άνθρωπο, τον καλλιτεχνικό διευθυντή του φεστιβάλ, Κάρελ Οχ και μίλησε μαζί του. Οχι μόνο για τη σημασία μιας ανερχόμενης κινηματογραφίας εν μέσω κοσμογονικών κοινωνικών, πολιτικών και κυρίως οικονομικών συνθηκών αλλά και για τη θέση ενός φεστιβάλ που χρόνο με το χρόνο κερδίζει έδαφος ως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και επιδραστικά φεστιβάλ της Ευρώπης.

Τι σας οδήγησε στην απόφαση να διοργανώσετε το πρώτο στην ιστορία αφιέρωμα στους «νέους Ελληνες σκηνοθέτες», όπως είναι και ο επίσημος τίτλος του τμήματος στο φεστιβάλ; Νομίζω ήταν η υψηλή ποιότητα των ελληνικών ταινιών που εμφανίστηκαν τα τελευταία τρία χρόνια. Πέντε ή έξι χρόνια πριν είχα επισκεφθεί το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και παρακολούθησα όλη την ελληνική παραγωγή. Μπορώ να ομολογήσω πως δεν ήταν καθόλου ικανοποιητική. Το να βρεις μια καλή ελληνική ταινία αποτελούσε τότε την εξαίρεση. Από κάποιο σημείο και μετά, κυρίως με την «Ιστορία 52», τη «Στρέλλα» και τον «Κυνόδοντα» νιώσαμε πως κάτι άρχιζε να αλλάζει στο ελληνικό σινεμά. Ταυτόχρονα, συνειδητοποιήσαμε πως δεν είχαμε προβάλλει καμία από αυτές τις ταινίες στο φεστιβάλ και σκεφτήκαμε πως είχε φτάσει πλέον η στιγμή να τις συγκεντρώσουμε όλες μαζί στο πλαίσιο ενός αφιερώματος. Ηταν φανερό πως, αν και τελείως διαφορετικές μεταξύ τους, οι ταινίες αυτές είναι αυθεντικές, όχι μόνο στη θεματική τους αλλά και στην κινηματογραφική τους γλώσσα. Κάτι πολύ ασυνήθιστο για το ελληνικό σινεμά, όπως το γνωρίζαμε μέχρι σήμερα.

Πιστεύετε πως η άνοδος του ελληνικού σινεμά τα τελευταία χρόνια έχει άμεση σχέση με την οικονομική και κοινωνική κατάσταση της Ελλάδας ή πως απλώς έτυχε να εμφανιστούν μερικές καλές ταινίες με κοινή εθνικότητα; Είμαι σίγουρος πως η οικονομική κρίση υπήρξε καθοριστική. Οταν δεν έχεις χρήματα για να κάνεις μια ταινία – και ξέρω πως οι μισές από τις ταινίες που θα προβάλλουμε υπήρξαν ανεξάρτητες παραγωγές – αναγκάζεται να βοηθήσει ο ένας τον άλλον. Οι έλληνες σκηνοθέτες συνεργάζονται, συναντιούνται και μιλούν συχνά για όσα απασχολούν το έργο τους και τις συνθήκες παραγωγής των ταινιών τους. Αυτή η επικοινωνία νομίζω πως διαμόρφωσε αυτή τη νέα γενιά.

Ποιες είναι οι διαφορές και ποιες οι ομοιότητες που διακρίνετε στις ταινίες αυτής της νέας γενιάς;Νομίζω πως το θέμα της οικογένειας είναι ένας κοινός ιστός στις περισσότερες από αυτές τις ταίνιες, αλλά πέρα από τις όποιες διαφορές τους αυτό που τις ενώνει είναι το γεγονός πως μπορείς να αντιληφθείς πως πίσω από την κάθε μία κρύβεται η ισχυρή προσωπικότητα του κάθε δημιουργού και η δική του καινοτόμα άποψη για το πώς θέλει να αφηγηθεί την ιστορία του.

Πιστεύετε πως το ελληνικό στοιχείο είναι ευδιάκριτο μέσα σε αυτές τις ταινίες; Κάθε καλή ταινία είναι αλήθεια πως θα μπορούσε να είχε γυριστεί οπουδήποτε στον κόσμο, αλλά μπορείς να διακρίνεις μέσα στις ταινίες των νέων Ελλήνων δημιουργών μια εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας. Τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι αυτά της «Χώρας Προέλευσης» και του «Wasted Youth». Ναι, όλες τους είναι ταινίες που θα μπορούσαν να είχαν γυριστεί οπουδήποτε στο εξωτερικό. Απλά χαίρομαι πολύ που τυχαίνει να είναι ελληνικές.

Πως θα καταφέρουν οι Ελληνες δημιουργοί να συνεχίσουν ό,τι ξεκίνησαν αυτές οι ταινίες, δημιουργώντας ένα ακόμη πιο ισχυρό σύγχρονο ελληνικό σινεμά;Αυτό που εύχομαι είναι να συνεχίσουν να στηρίζουν ο ένας τον άλλον. Κάτι που δεν γίνεται, για παράδειγμα, στο σύγχρονο τσέχικο σινεμά όπου ο ανταγωνισμός είναι πιο σκληρός ανάμεσα στους κινηματογραφιστές.

Τι είναι αυτό που πρέπει να έχει μία ταινία ώστε να κριθεί ικανή για να την συμπεριλάβετε στο πρόγραμμα του φεστιβάλ; Δεν υπάρχει συγκεκριμένη γραμμή για το πως πρέπει να μοιάζει μια ταινία ώστε να θεωρηθεί ικανή να συμπεριληφθεί στα προγράμματα του φεστιβάλ. Σίγουρα θα πρέπει να υπάρχει μια δυνατή ιστορία και ένα κινηματογραφικό βλέμμα που αναζητά νέους τρόπους για να την αφηγηθεί. Αυτό, όμως, ισχύει για κάθε φεστιβάλ. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να προτείνουμε νέους δημιουργούς και ταυτόχρονα να προτείνουμε κλασικούς άγνωστους δημιουργούς σε ένα κοινό που επιθυμεί να τους ανακαλύψει. Η εκπαιδευτική πλευρά του φεστιβάλ παραμένει για εμάς ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά του.

Μέσα στα χρόνια, το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Κάρλοβι Βάρι έχει καταφέρει να αναδειχθεί σε ένα από τα πιο σημαντικά και επιδραστικά φεστιβάλ της Ευρώπης. Τι πιστεύετε ότι συντέλεσε σε αυτήν την ανοδική πορεία; To φεστιβάλ υπήρξε χρονολογικά το δεύτερο φεστιβάλ της Ευρώπης, μετά τη Βενετία. Η πρώτη του χρονιά ήταν το 1946, τρεις μήνες πριν το πρώτο φεστιβάλ των Καννών. Από το 1959 μέχρι και το 1991 αναγκάστηκε από το καθεστώς να λαμβάνει χώρα κάθε δύο χρόνια για να μη συμπίπτει με το φεστιβάλ της Μόσχας. Γι'αυτο βρισκόμαστε μόλις στην 46η διοργάνωση και όχι στην 64η ή 65η που θα ήταν κανονικά η φετινή. Στις αρχές της δεκαετίας του 90, λοιπόν, το φεστιβάλ έκανε μια καινούργια αρχή και την οφείλει σε δύο ανθρώπους, τον χαρισματικό και δημοφιλή ηθοποιό Γίρι Μπαρτόσκα και την κριτικό κινηματογράφου Εύα Ζαοράλοβα οι οποίοι κατάφεραν να το μετατρέψουν στο πιο ισχυρό κινηματογραφικό φεστιβάλ της κεντρικής Ευρώπης. Στη συνέχεια το μόνο που χρειάστηκε για να το διατηρήσει στο υψηλό επίπεδο που βρίσκεται σήμερα, ήταν η επιμονή των διοργανωτών του, όλα αυτά τα χρόνια, στο καλό σινεμά, χωρίς συμβιβασμούς.

Ποια είναι η πιο ευχάριστη και ποια η πιο δύσκολη στιγμή στο έργο ενός καλλιτεχνικού διευθυντή ενός φεστιβάλ σαν αυτό του Κάρλοβι Βάρι; Η πιο ευχάριστη στιγμή είναι πάντοτε, όταν ανακαλύπτεις μια συναρπαστική ταινία που σε συγκινεί και σε κάνει να σκέφτεσαι πώς ακριβώς θα την παρουσιάσεις, ώστε να μεταφέρεις όλα αυτά που εσύ ένιωσες και στο κοινό που θα την παρακολουθήσει. Οταν είμαι κουρασμένος, κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ, πηγαίνω πάντοτε στο τέλος της προβολής των ταινιών που με έχουν ενθουσιάσει και η ανταπόκριση του κοινού, το χειροκρότημα και ο ενθουσιασμός τους είναι αυτό που με κάνει να συνεχίζω. Η πιο δύσκολη στιγμή είναι όταν αναγκάζομαι να απορρίψω κάποια ταινία.

Βλέπετε τις ταινίες διαφορετικά ως καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ από ότι θα τις βλέπατε ως ένας απλός θεατής; Αυτή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση γιατί στην πραγματικότητα δεν έχω αναρωτηθεί ποτέ. Νομίζω, όμως, πως όχι. Αυτό που διαφέρει είναι πως πολλές φορές αναγκάζεσαι να δεις έξι ταινίες μέσα σε μια ημέρα, χωρίς την καθαρότητα με την οποία θα έβλεπες την κάθε μια από αυτές σε κανονικές συνθήκες. Συνήθως, όταν μου αρέσει κάτι αυτό που κάνω είναι προσπαθώ να βρω τον τρόπο να πείσω τους συνεργάτες μου να την συμπεριλάβουμε στο φεστιβάλ. Μάλλον το αντίθετο είναι αυτό συμβαίνει πιο συχνά: να μην σου αρέσει μια ταινία, αλλά παράξενες δυνάμεις όπως πιέσεις από τις εταιρίες ή την ίδια την βιομηχανία να σου επιβάλλουν την προβολή τους.

Το 46ο Διεθνές Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι θα διαρκέσει από την 1η έως τις 9 Ιουλίου. Περισσότερες πληροφορίες στο επίσημο site του φεστιβάλ.