Λίγους μήνες μετά την προβολή του «Καπότε» στις αμερικάνικες αίθουσες, ο σκηνοθέτης του φιλμ Μπένετ Μίλερ, πήρε ένα γράμμα από την συγγραφέα Χάρπερ Λι, -έναν από τους βασικούς χαρακτήρες στην ιστορία του Τρούμαν Καπότε και στην ταινία-, στο οποίο τον επαινούσε. Η Λι βρήκε στην δουλειά του μια εξαιρετική επίδειξη της χρήσης της μυθοπλασίας ως μέσο για την ανακάλυψη μιας βαθύτερης αλήθειας. Σύμφωνα με τα δικά της λόγια «υπήρχαν πολλά πράγματα στην ταινία που ήταν επινοημένα, αλλά τελικά η ταινία έλεγε την αλήθεια για τον Τρούμαν».
Κάτι ανάλογο δοκιμάζει να κάνει και με ένα ακόμη υπαρκτό χαρακτήρα στο «Foxcatcher» ο Μίλερ, παίρνοντας αυτή την φορά την πιο παράξενη κι από μυθιστόρημα ιστορία του πολυεκατομμυριούχου κληρονόμου Τζον Ντι Πον, ο οποίος τον Ιανουάριο του 1996, πυροβόλησε και σκότωσε τον ολυμπιονίκη παλαιστή Ντέιβιντ Σουλτς, τον οποίο φιλοξενούσε και προπονούσε στην έπαυλή του. Οι τελευταίες λέξεις του προς το θύμα πριν πατήσει την σκανδάλη ήταν: «έχεις κάποιο πρόβλημα μαζί μου;» Μια ερώτηση που μάλλον έμοιαζε να απευθύνει στον ίδιο του τον εαυτό.
Η ιστορία του Τζον Ντι Πον είχε αναμφίβολα τόσο υλικό για μια «ταινία σκάνδαλο», ώστε μοιάζει παράξενο ότι κανείς πριν τον Μπένετ Μίλερ δεν δοκίμασε να την μεταφέρει στο σινεμά. Κληρονόμος μιας τεράστιας περιουσίας χτισμένης στην βιομηχανία χημικών, ο Ντι Πον ήταν ένας βαθιά προβληματικός χαρακτήρας. Αποκαλούσε τον εαυτό του με ονόματα όπως «ο Δαλάι Λάμα των Ηνωμένων Πολιτειών», ή «το Παιδί Ιησούς». Πίστευε ότι στο κτήμα του υπήρχαν τεράστια μηχανικά δέντρα που κινούνταν με την δική τους θέληση, ή πως οι δαγκωματιές των αλόγων στα ξύλα του στάβλου του, έκρυβαν μηνύματα από αρειανούς. Ηταν πεπεισμένος πως υπήρχαν έντομα κάτω από το δέρμα του, φαντάσματα κρυμμένα στους τοίχους του σπιτιού του. Είχε απειλήσει ένας από τους παλαιστές που φιλοξενούσε στο κτήμα του θέλοντας να χτίσει την καλύτερη ομάδα ελληνορωμαϊκής πάλης που γνώρισε ποτέ η Αμερική με ένα όπλο, είχε κατηγορηθεί από έναν άλλον για σεξουαλική παρενόχληση, είχε ανατινάξει μια νεογέννητη αλεπού με εκρηκτικά.
Ομως δεν ήταν οι πιο εκκεντρικές πλευρές της ιστορίας που ενδιέφεραν τον Μίλερ. «Η ιστορία του ήταν αλλόκοτη, σχεδόν σουρεαλιστική, αλλά το αποτέλεσμα των πράξεών του, ήταν φρικτό κι απόλυτα αληθινό. Τα παράξενα πράγματα που συνέβαιναν εκεί, ήταν εντελώς διαφορετικά απ όσα είχα ποτέ βιώσει στην ζωή μου κι όμως, με κάποιο τρόπο έμοιαζαν οικεία και γνώριμα. Υπήρχε κάτι στην ιστορία, ή καλύτερα κάτω από την ιστορία του, που ένοιωθα ότι δεν ήταν καθόλου παράξενο. Στην πραγματικότητα ένοιωθα ότι ήταν το αντίθετο του παράξενου» λέει ο Μιλερ.
Δείτε ένα κλιπ από το φιλμ και τον Μπένετ Μίλερ να περιγράφει την ίδια σκηνή στα βίντεο που ακολουθούν
Και κάπως έτσι αποφάσισε να την εξερευνήσει περισσότερο, ξεκινώντας μια προσωπική έρευνα, ταξιδεύοντας στην Αμερική, συναντώντας όσους περισσότερους μπορούσε από τους ανθρώπους που την είχαν βιώσει προσωπικά και βγάζοντας τα δικά του συμπεράσματα. «Είναι μια ιστορία με κάμποσες άβολες αλήθειες και όλοι όσοι με τους οποίους μίλησα, ένοιωθα ότι κρατούσαν κρυμμένε μερικές από τις πτυχές του τι συνέβη» λέει.
Αυτά τα κενά αυτές τις κρυμμένες πτυχές της ιστορίας ήρθε στην ταινία να καλύψει η μυθοπλασία, ακόμη κι αν ο Νταν Φούτερμαν, ένας από τους σεναριογράφους λέει ότι δεν μπορούσε στ΄αλήθεια να δει την ταινία πίσω από την πληθώρα των γεγονότων και το υλικό της έρευνας που του παρουσίασε ο Μίλερ όταν τον συνάντησε για να μιλήσουν για πρώτη φορά για την προοπτική να δουλέψουν μαζί. «Ο Μπένετ μου αφηγήθηκε την ιστορία, μου έδωσε όλο το υλικό του, δεκάδες ώρες με συνεντεύξεις, τα αρχεία από την δίκη του Ντι Πον, αλλά δυσκολευόμουν να δω κάτι πέρα από τα γεγονότα. Χρειάστηκε να περάσει αρκετός καιρός και να πάρω στα χέρια μου το σενάριο που στο μεταξύ είχε γράψει ο Μαξ Φράι και στο οποίο βρήκα την ουσία της ιστορίας που έπρεπε να πούμε και η οποία δεν ήταν η ιστορία του Ντι Πον ούτε του Μαρκ Σουλτς, αλλά της σχέσης του Τζον του Μαρκ και του αδελφού του Ντέιβ. Αυτός ήταν κατά τη γνώμη μου ο καθοριστικός παράγοντας στα πάντα. Ο Μαρκ κι ο Ντι Πον θέλουν τον βλέπουν σαν πρότυπο, θέλουν να γίνουν τόσο καλοί όσο εκείνος, ο ένας ως παλαιστής κι ο άλλος ως ηγέτης και μέντορας και πολύ απλά δεν μπορούν. Κι αυτό τους στοιχειώνει».
Περιμένοντας το φιλμ να πάρει το πράσινο φως, ο Μίλερ είχε ήδη βρει τους ιδανικούς πρωταγωνιστές για την ταινία του, που εκ πρώτης όψεως δεν έμοιαζαν οι πιο ταιριαστοί. Με την εξαίρεση του Μάρκ Ράφαλο του οποίου τις ερμηνευτικές ικανότητες κανείς δεν αμφισβητεί (αν κι αυτός θα έπρεπε να υποδυθεί έναν από τους καλύτερους παλαιστές της Αμερικής και δέκα χρόνια νεότερο του), τόσο ο Τσέινινγκ Τέιτουμ όσο κι ο Στιβ Καρέλ, ήταν δυο μάλλον απρόβλεπτες επιλογές για δυο τόσο σοβαρούς ρόλους. Ομως ο Μίλερ ήταν απόλυτα πεπεισμένος για τις βασικές επιλογές του ειδικά για τον Στιβ Καρέλ. «Ηξερα ότι ο Στιβ μπορεί να υποδυθεί παράξενους κι εκκεντρικούς χαρακτήρες, αλλά όταν τον συνάντησα αντιλήφθηκα πόσα πολλά επίπεδα υπήρχαν σε αυτόν, το πως είναι ένας από τους ηθοποιούς των οποίων ο δημόσιος εαυτός κι ο ιδιωτικός είναι τόσο διαφορετικοί. Σκέφτηκα πως ένας άνθρωπος που κρατά τόσο κλειστές και προσωπικές πλευρές του εαυτού του, θα μπορούσε να κατανοήσει κάποιον σαν στον Ντι Πον. Σε κάθε περίπτωση δεν ήθελα να έχω κάποιον ηθοποιό που θα περίμενες να δεις σε αυτόν τον ρόλο, γιατί η φύση του ήρωα είναι απρόβλεπτη. Κανείς δεν πίστευε ότι ο Ντι Πον ήταν ικανός να κάνει ότι έκανε»,
Φυσικά είχε απόλυτο δίκιο. Αν ο Τέιτουμ κι ο Ράφαλο χρειάστηκε να προπονηθούν δίπλα σε αληθινούς ολυμπιονίκες και να μάθουν να παλεύουν πειστικά, ο Καρέλ είχε να αντιμετωπίσει ένα διαφορετικό είδος «πάλης», την αναμέτρηση όχι μόνο με την εικόνα ενός ανθρώπου -την οποία όλοι όσοι έχουν γνωρίσει τον αληθινό Ντι Πον περιγράφουν ως ανατριχιαστικά αληθοφανή- μα και με την πιο σκοτεινή πλευρά της φύσης του, την οποία εξερευνά κυρίως ο ηθοποιός. «Δεν βλέπω τον Ντι Πον σαν τέρας» λέει «Τον βλέπω σαν κάποιον που έκανε κάτι φρικτό, σαν κάποιον που ήταν ψυχολογικά ασθενής. Ηταν ένας πολύ θλιμμένος πολύ βαθιά προβληματικός άνθρωπος».
Δείτε ένα κλιπ από την ταινία κι ένα βίντεο με τον αληθινό Τζον Ντι Πον γυρισμένο το 1988
Ομως πέρα από την ιστορία του Ντι Πον και του Σουλτς, πέρα από τα γεγονότα, όπως κάθε ταινία του Μπένετ Μίλερ, έτσι και το «Foxcatcher» χρησιμοποιεί μια αληθινή ιστορία και την κινηματογραφική της μετενσάρκωση με όλη την μυθοπλασία που αυτή συνεπάγεται, για να κάνει κάτι παραπάνω από μια απλή εξιστόρηση. Κάπως έτσι, αν το «Καπότε» έλεγε την αλήθεια για τον ήρωα του, το «Foxcatcher» μοιάζει να λέει την αλήθεια για την ίδια την Αμερική, ή αν προτιμάτε για τον τρόπο που το αμερικάνικο όνειρο γίνεται συχνά εφιάλτης.
Κι αν θέλετε μια αληθινά ακριβή περιγραφή του τι ακριβώς κατορθώνει ο Μίλερ στο «Foxcatcher», ο Μαρκ Ράφαλο την έχει για εσάς: «Σκεφτείτε έναν βράχο καρφωμένο στο χώμα. Βλέπετε ένα κομμάτι του, αλλά είναι μόνο ένα μικρό μέρος αυτού που είναι θαμμένο στο χώμα. Η στοχαστική ματιά στην ιστορία που παίρνεις βλέποντας την ταινία είναι πολύ βαθιά, αλλά την ίδια στιγμή έχεις την αίσθηση ότι κάτι πολύ μεγάλο, κάτι πολύ πιο πυκνό κρύβεται στο βάθος. Το φιλμ δεν δίνει τις απαντήσεις, δεν τακτοποιεί τα πάντα για τους θεατές του. Μας αφήνει περίπου στην ίδια κατάσταση με τους ανθρώπους που βίωσαν αυτή την τραγωδία. Η οποία είναι να αναρωτιόμαστε πως ακριβώς έγινε κάτι τέτοιο, πως μπόρεσε να συμβεί...»
Διαβάστε εδώ την γνώμη του Flix για την ταινία
Διαβάστε ακόμη
Tags: Foxcatcher