Το «Ενθύμιον» του Νίκου Ζιώγα κλείνει μέσα στο αφοπλιστικό ασπρόμαυρο σινεμασκόπ του έναν ολόκληρο κόσμο, φτιαγμένο από μνήμες, μοιρολόγια και ανθρώπινες ιστορίες. Ενα μύθο, δηλαδή, από την αρχή, που ενώ προσπαθεί να κρατήσει ζωντανό το παρελθόν, ανακαλύπτει πως το παρόν επιβάλλεται στο χώρο και το χρόνο με δική του αυτόφωτη, σαρωτική δύναμη.
Οι μέρες του Πάσχα στο Γιρομέρι Θεσπρωτίας ξεκινούν σαν ένα εθνογραφικό ντοκιμαντέρ για παραδόσεις, έθιμα και ανθρώπους που χάνονται στα χρόνια πριν καταλήξει γρήγορα σε ένα δοκίμιο πάνω στην έννοια του θανάτου, του αποχωρισμού, της ζωής που δεν σταματάει όταν πεθαίνεις.
Στο Flix, ο Νίκος Ζιώγας, λίγο πριν την πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ στο 23ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, μιλάει για τις διαδρομές που τον έφεραν στην Ηπειρο, το έθιμο της Δευτέρας του Πάσχα όταν οι κάτοικοι του χωριού μοιρολογούν πάνω στους τάφους των αγαπημένων τους προσώπων, τους δικούς του αποχαιρετισμούς και την αγάπη που ίσως είναι το μόνο πράγμα που αξίζει να αφήσουμε ως «ενθύμιο» πίσω μας.
Τι είναι το «Ενθύμιον»;
Οπως αναφέρεται και στη σύνοψη, είναι μια ελεγεία στη Ηπειρο που χάνεται και ένας ύμνος στην Ηπειρο που επιβιώνει. Είναι μια ταινία που προσπάθησα να αποτυπώσω την ιερότητα και την αγριάδα αυτού του τόπου που παραμένει αυθεντικός παρά την συνεχή ψηφιοποίηση. Μια προσπάθεια να κερδίσει η μνήμη λίγο χρόνο, και να φέρει στο μέλλον μας λίγα περισσότερα όσα κρατάει μέσα της. Ενα ενθύμιο.
Ποια ήταν η κεντρική ιδέα του ντοκιμαντέρ;
Η κεντρική ιδέα ήταν να κινηματογραφήσουμε απόλυτα το έθιμο του χωριού που παραμένει ζωντανό εδώ και χρόνια. Να γίνει μια καταγραφή με τη μέθοδο της παρατήρησης. Στη συνέχεια όμως αποφασίσαμε να προχωρήσουμε με τον αυθορμητισμό.
Ποια είναι η προσωπική σας σχέση με το Γιρομέρι;
Η μόνη σχέση που είχα με το Γιρομέρι ήταν ένα βίντεο του εθίμου της Δευτέρας του Πάσχα που είχα δεί καποια στιγμή. Δυστυχώς δεν το είχα επισκεφτεί ποτέ.
Ο «αγαπημένος παππούς» της αφιέρωσης ήταν η έμπνευση της ταινίας; Ποια είναι η ιστορία του; Τι θυμάστε από αυτόν;
Η οικογένεια μου κατάγεται από την Ηπειρο. Μετανάστευσαν εσωτερικά στις Πρέσπες και έστησαν εκ νέου τη ζωή τους εκεί. Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες που κουβαλούσαν μαζί τους, τα έθιμα και ο τρόπος ζωής έγιναν αφορμή για αφηγήσεις και ιστορίες που άκουγα από τον παππού μου όσο μεγάλωνα. Ο σεβασμός στους νεκρούς, ο σεβασμός στη μνήμη, στη μητέρα και σε όσα «ανεξήγητα» έβαζαν γεύση στη δύσκολη καθημερινότητα. Με το φευγιό του παππού μου ήρθε ταυτόχρονα και η απόφαση να κινηματογραφήσω αυτό το ντοκιμαντέρ. Η αγάπη μου προς το πρόσωπο του μετέτρεψε ίσως το πένθος μου σε δημιουργία και αυτός είναι ο λόγος που του αφιερώνω τη ταινία.
Περισσότερο από τις λέξεις «θυμάμαι» ή «μνήμη», στο ντοκιμαντέρ ακούγονται οι λέξεις «θάνατος» και «ζωή». Πόσο γρήγορα αντιληφθήκατε πως η αφήγηση σας θα έπαιρνε αυτή τη διάσταση;
Δεν ήμουν καθόλου σίγουρος για την αφήγηση της ταινίας και τι θα γινόταν παρά μόνο όταν είδα όλο το υλικό που είχαμε κινηματογραφήσει. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων αντιλαμβανόμουν τη σύνδεση των ανθρώπων του χωριού με τον θάνατο και πόσο συμφιλιωμένοι είναι. Μέσα σε αυτό ένιωσα και κατάλαβα πως και ο θάνατος είναι ζωή.
Είναι μια ταινία που προσπάθησα να αποτυπώσω την ιερότητα και την αγριάδα αυτού του τόπου που παραμένει αυθεντικός παρά την συνεχή ψηφιοποίηση. Μια προσπάθεια να κερδίσει η μνήμη λίγο χρόνο, και να φέρει στο μέλλον μας λίγα περισσότερα όσα κρατάει μέσα της. Ενα ενθύμιο.»
Το υλικό που παρεμβάλλεται στην αφήγηση σε ποιον ανήκει; Ήταν συνειδητή η επιλογή να είναι το παρελθόν έγχρωμο και ζωντανό και το παρόν ασπρόμαυρο και ακίνητο; Ποια ήταν η καλλιτεχνική προσέγγιση του όλου εγχειρήματος;
Ηταν συνειδητή επιλογή το ασπρόμαυρο μιας και όλες οι εικόνες μου για την Ηπειρο έρχονται μέσα από τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες που ανέφερα. Ηθελα να κάνω μια ασπρόμαυρη ταινία, μια ασπρόμαυρη φωτογραφία και για αυτό προτίμησα τα σταθερα πλάνα και στο μεγαλύτερο ποσοστό με έναν 35mm φακό.
Τα αρχειακά υλικά που βρήκαμε είναι ένα έγχρωμο φιλμ του Κώστα Μπαλάφα το οποίο μας παραχώρησε το Μουσείο Μπενάκη, η ταινία «Γιρομέρι» του Μενέλαου Μελετζή και οι έγχρωμες βιντεοκασέτες που μας έδωσε ο Χρήστος Καρράς, ένας κάτοικος του χωριού. Η πραγματικότητα ωστόσο ενώθηκε με τη ποίηση και σε όλα τα αρχειακά βλέπουμε το μέρος να είναι γεμάτο ζωντάνια. Οπότε η αίσθηση ότι το παρελθόν έχει χρώμα και το παρόν είναι ασπρόμαυρο προκύπτει μέσα από την εναλλαγή των εποχών μέσα από την εναλλαγή των υλικών.
Αναλαμβάνοντας και τη διεύθυνση φωτογραφίας της ταινίας, καταγράφετε το χωριό σαν να θέλετε να το κρατήστε ζωντανό μέσα στο χρόνο; Ποιες ήταν οι αναφορές σας, πώς δουλέψατε στο στήσιμο των σκηνών; Πόσο καταγραφή και πόσο σκηνοθεσία είναι όσα βλέπουμε;
Το «Roma» του Αλφόνσο Κουαρόν είναι μια πρόσφατη αναφορά μου.
Προτιμώ να δουλεύω απόλυτα με τον ρεαλισμό, το φυσικό φώς χωρίς να επεμβαίνω στις συνθήκες. Ωστόσο στη ταινία υπάρχουν τρεις σκηνές που έχουμε χρησιμοποιήσει φώτα. Θεωρώ πως το μεγαλύτερο ποσοστό της ταινίας είναι καταγραφή, εκτός των συζητήσεων με τους ανθρώπους on camera.
Δεν ξέραμε τι θα συναντήσουμε και αποφασίσα πως η ταινία δεν θα γίνει με έναν συγκεκριμένο τρόπο κινηματογράφησης. Ολα έγιναν ανάλογα με τη συνθήκη στην οποία βρισκόμασταν καθώς και η εξέλιξη της επεξεργασίας όλων αυτών στο μοντάζ, μέσα από το οποίο με τον Παναγιώτη Παπαφράγκο, τον μοντέρ, αντιληφθήκαμε περισσότερο τις πιθανότητες και τους συνδυασμούς. Προσωπικά νιώθω πως εξίσου σημαντικός για τη ταινία ήταν και ο ήχος, καθώς υπάρχουν μουσικοί με παραδοσιακά όργανα, η έντονη ηχητική ατμόσφαιρα της φύσης, και ο Κώστας Κουτελιδάκης ο ηχολήπτης τα αποτύπωσε εξαιρετικά.
«Χωριό χωρίς καφενείο, παπά και δάσκαλο δεν είναι χωριό». Τι άλλο ορίζει ένα χωριό κατά τη γνώμη σας;
Οι άνθρωποι και όσα φέρουν. Οι παραδόσεις που δημιουργούνται υποθέτω μέσα από την ανάγκη για έκφραση. Οσα δημιουργούνται σε μια μικρή κοινωνία. Σε πιο πρακτικό επίπεδο όμως ένα χωριό ορίζεται από τις παροχές μέσα από τις οποίες μπορεί να σταθεί και να επιβιώσει. Ακούγεται πια κοινότυπο πως τα χωριά ερημώνουν. Ο λόγος που ερημώνουν αφορά αυτές τις παροχές. Κινηματογραφικά, η ερήμωση έχει μια ποιητικότητα, μια νοσταλγία, όμως η ουσία της μας θλίβει και δημιουργεί ερωτήματα που πρέπει να είμαστε σίγουροι πως έχουμε τις αντοχές να απαντήσουμε, συλλογικά.
Πόσο πρόθυμοι ήταν οι κάτοικοι του χωριού να μιλήσουν για το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον τους; Τι ανακαλύψατε στις αφηγήσεις τους που δεν είχατε φανταστεί;
Στο ρεπεράζ ήταν η πρώτη μας επαφή με τους κατοίκους. Κάθε κομμάτι της επαρχίας έχει την αναγκη να μιλήσει. Ο Ηγούμενος της μονής Γιρομερίου, Μεθόδιος, αναφέρει πως «οι άνθρωποι εδώ του χωριού το παλεύουν, κάνουν το πανηγύρι, φωνάζουν είμαστε ζωντανοί.»
Οταν τους αναφέραμε πως θέλουμε να κάνουμε μια ταινία για το χωριό, για το έθιμο και για τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τη ζωή ήταν απόλυτα δεκτικοί: «Ο,τι χρειαστείτε είμαστε εδώ». Νιώθω πως τη ταινία τη κάναμε όλοι μαζί, με σκοπό να μεταφέρουμε ένα μήνυμα το οποίο μπορεί να αποτυπωθεί - όχι τόσο με λόγια και εικόνες - αλλά με συναισθήματα.
Ενας γέροντας του χωριού, μας μίλησε για 3 δέντρα που φύτεψε. Σε μια σκηνη, που δεν εχει μπεί στη ταινία, κάτω από τον ίσκιο των δέντρων μας είπε τα λόγια ενός παραδοσιακού τραγουδιού: «Αϊντε σε τούτο το χωριό εχω φυτέψει γιέ μου δέντρα, για να ‘ρχονται οι χωριανοί να πιάνουνε κουβέντα».
Αυτή την αγάπη ανακαλύπταμε κάθε μέρα, που όσο και να τη φαντάζεσαι, δεν είσαι ποτέ σίγουρος πως υπάρχει.
Ακούγεται πια κοινότυπο πως τα χωριά ερημώνουν. Ο λόγος που ερημώνουν αφορά αυτές τις παροχές. Κινηματογραφικά, η ερήμωση έχει μια ποιητικότητα, μια νοσταλγία, όμως η ουσία της μας θλίβει και δημιουργεί ερωτήματα που πρέπει να είμαστε σίγουροι πως έχουμε τις αντοχές να απαντήσουμε, συλλογικά.»
Μια εικόνα της Ελλάδας που γερνά και πεθαίνει γυρισμένη από έναν νέο δημιουργό που την κοιτάζει μέσα από το βλέμμα του. Πόσο σημαντικό είναι να καταγραφούν πράγματα που αρχίζουν να χάνονται από μια νέα γενιά;
Η εξέλιξη και οι αλλαγή όπως όλοι ξέρουμε είναι, αναπόφευκτα, κομμάτι της ανθρώπινης φύσης. Δεν θέλω να αγιοποιήσω τη ζωή στο χωριό, ούτε να δαιμονοποιήσω τη ζωή στη πόλη. Νιώθω όμως την ανάγκη να πω πως μέσα από το παρελθόν και την Ελλάδα που γερνά, πρέπει να κρατήσουμε τις ποιότητες και και τις αξίες όλων όσων οι συνθήκες σμίλεψαν. Να κρατήσουμε τα καλά και να τα περάσουμε το παρόν και το μέλλον. Τα τελευταία χρόνια για παράδειγμα, η ενασχόληση της γενιάς μου με τη παραδοσιακή μουσική και η συγχώνευση του σύγχρονου με το παλιό, μας δείχνει πως είναι εφικτό. Μόλις μου ήρθε στο μυαλό η σκηνή του Θανάση Βέγγου με το μπισκότο στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου.
Η μουσική, οι λαϊκοί μύθοι, τα ποιήματα: η ταινία λειτουργεί και ως θησαυροφυλάκιο μιας παράδοσης. Πώς τα αναζητήσατε, ποιος σας βοήθησε να τα συλλέξετε;
Ξεκινήσαμε τη ταινία με τον φίλο μου, Μίμη Χρυσομάλλη. Οι κοινές μας αναφορές, η καταγωγή μας και η θέληση να δούμε λίγο πιο βαθιά την Ηπειρο. Ξεκινήσαμε την έρευνα και ήρθαμε σε επαφή με ανθρώπους που έκαναν ακριβώς αυτό, εμπλουτίζουν το θησαυροφυλάκιο της παράδοσης. Ο Μιχάλης Πασσιάκος, ο οποίος μας ταξιδεύει ως αφηγητής στη ταινία μας έδωσε σημαντικές εικόνες και πληροφορίες. Επίσης οι Γιρομερίτες, μας άνοιξαν τις πόρτες για τη ψυχή του τόπου.
Το μοιρολόι είναι σαν κλαυσίγελως, όπως αναφέρεται μέσα στην ταινία. Εκεί που κλαις, γελάς και χορεύεις. Τι κατοικεί ανάμεσα σε αυτά τα δύο αντιφατικά συναισθήματα;
Iσως το μοιρολόι είναι ένα καθρέφτισμα της ανθρώπινης ψυχής. Ο πόνος και η χαρά. Ανάμεσα σε αυτά τα δύο συναισθήματα υπάρχει η ζωή, ο χορός.
Με ποια αίσθηση θα θέλατε να φύγει ένας θεατής αφού έχει δει την ταινία;
Με την αίσθηση που είχαμε όταν φύγαμε από το χωριό μετά το τέλος των γυρισμάτων. Οτι αυτός ο τόπος σε δέχεται και σου προσφέρει ό,τι έχει και δεν έχει. Σε γεμίζει, σου δίνει, χωρίς να σου πάρει τίποτα. Και πως σε περιμένει, να ξανάρθεις να πιείτε έναν καφέ ή ένα τσίπουρο στο καφενείο του χωριού.
Τι μάθατε για τη ζωή και το θάνατο μέσα από τη δημιουργία της ταινίας;
Δύσκολη ερώτηση και μάλλον γι' αυτό πάντα απαντάμε φευγαλέα σοφίσματα.
Νομίζω πως το έθιμο στο Γιρομέρι μπορεί να έχει μια αναφορά στα Ελευσίνια Μυστήρια. Μέσα από αυτή τη «μύηση» ίσως γίνεσαι λίγο πιο δεκτικός απέναντι στον θάνατο και την έλλειψη που δημιουργείται. Ριζώνει μέσα σου η ελπίδα πως ίσως, και να ξαναδούμε όσους έφυγαν.
Μια ποιητική αντίσταση στην εξουσία του θανάτου.
Είμαστε περαστικοί, ναι. Πώς μπορούμε να αφήσουμε ένα «ενθύμιο» πίσω μας;
Θαρρώ πως το πιο σημαντικό που μπορούμε να αφήσουμε πίσω μας είναι η αγάπη. Χιλιοακουσμένο, μα όσο μεγαλώνω νιώθω να καταλαβαίνω καλύτερα την απλότητα και τη δυναμική της. Iσως ο καλύτερος τρόπος για να νιώσουμε κάπως το «για πάντα»
Oλη η ταινία είναι σαν ένας (προσωπικός) αποχαιρετισμός; Τι ακριβώς αποχαιρετάτε;
Δεν ξέρω αν είναι ένας αποχαιρετισμός, αλλά είναι σίγουρα μια υπόσχεση στην μνήμη. Και μια ελπίδα πως αν «κάτι υπάρχει», θα ήθελα πολύ να ξαναδώ αγαπημένα πρόσωπα.
Δείτε εδώ το τρέιλερ του «Ενθύμιον»:
Ακούσε εδώ το τραγούδι των τίτλων της ταινίας από τον Κωνσταντή Παπακωνσταντίνου
Ενθύμιον | Σκηνοθεσία: Νίκος Ζιώγας | Σενάριο: Νίκος Ζιώγας, Μίμης Χρυσομάλλης | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Νίκος Ζιώγας | Ηχος: Κώστας Κουτελιδάκης | Σχεδιασμός Ηχου: Βάλια Τσέρου | Μίξη Ηχου: Κώστας Βαρυπομπιώτης | Διεύθυνσης Παραγωγής: Μίμης Χρυσομάλλης | Συνεργάτες Παραγωγοί: Ηρακλής Μαυροειδής, Νίκος Σμπιλίρης, Αντιγόνη Γαβριατοπούλου, Αρης Ντάγιος | Μουσική: Κωσταντής Παπακωνσταντίνου | Μοντάς: Παναγιώγης Παπαφράγκος | Παραγωγός: Αγγελος Βενέτης | μια παραγωγή της BOO PRODUCTIONS