Η «Μανία» γυρίστηκε όταν εγώ ήμουν σχεδόν στην ηλικία του παιδιού της πρωταγωνίστριας. Τότε που ήταν οκ να καπνίζεις στο σαλόνι δίπλα στα παιδιά και που μια γυναίκα με εντυπωσιακή καριέρα ήταν κάτι σπάνιο. Τότε που ένα στέλεχος φόραγε γυαλιά photo gray και βάτες για να πάει στην δουλειά και η δουλειά δεν ήταν στο Μαρούσι ή στον Γέρακα, αλλά στο κέντρο της πόλης. Την είδα όταν ήμουν στη Σχολή περίπου δεκαπέντε χρόνια μετά την κυκλοφορία της. Ηταν ακόμα μοντέρνα και σπουδαία. Και ακόμα είναι και πάντα θα είναι. Την ίδια μέρα έτρεξα και βρήκα και τους «Απέναντι» και την επόμενη όλες τις ταινίες του. Κάτι βαθύ με τράβαγε και με ένωνε με τον Πανουσόπουλο. Μετά από λίγα χρόνια άρχισα να δουλεύω στην διαφήμιση και τον έβλεπα συχνά στα γραφεία των εταιριών, αλλά είναι ο μόνος που δεν πήγα ποτέ να του μιλήσω, από έναν περίεργο σεβασμό, από μια μυστηριώδη ντροπή, επειδή κάπως τον είχα τόσο ψηλά που (εγώ που δεν είμαι έτσι) κώλωνα.
Ο Πανουσόπουλος κάνει το σινεμά που λειτουργεί πρώτα στο σώμα σου και μετά στο μυαλό. Και αυτό είναι το σινεμά που αγαπώ. Στη «Μανία» στήνει μέσα στον Εθνικό Κήπο μια ταινία βαθιά σωματική. Μια ταινία που μιλάει στα αρχέγονα ένστικτα και τα βάζει με τις λογικές αποφάσεις. Το στρες της καριέρας, τις υποχρεώσεις και τις ενήλικες δεσμεύσεις. Μια ταινία βαθιά ερωτική χωρίς ερωτική ιστορία. Γιατί ο Πανουσόπουλος δεν χρειάζεται ιστορία για να μιλήσει για το πάθος. Γιατί πάνω στους φακούς που ξέρει να χειρίζεται μοναδικά βάζει και ένα φίλτρο δικό του που αφαιρεί από τους ηθοποιούς την λογική, τον καθωσπρεπισμό, τις δεύτερες σκέψεις και τους αφήνει γυμνούς να επιβιώσουν μόνο με το ένστικτο.
Πληθωρικός και μινιμαλιστής ταυτόχρονα. Γιατί χρησιμοποιεί όλα τα πιθανά εργαλεία, αλλά ξέρει πολύ καλά τι να τα κάνει. Εκεί που πολλοί χάνονται μέσα στις δυνατότητες που δίνουν τα μέσα, αυτός ουσιαστικά τα δαμάζει και τα βάζει να παίξουν για αυτόν. Oπως την μαϊμού στην πρώτη σεκάνς. Βάζει φωτιά στους ζουμ φακούς, ταράζει τα μακενιστικά, μελετάει τις αντανακλάσεις, μουσικές έρχονται από παντού, δουλεύει πολύ για την εποχή το sound design, μας καίει με δυνατά ρεφλέ, slow motion, time laps, τα πάντα. Τα πάντα και πολύ μάλιστα. Και όμως νιώθεις ότι η ταινία είναι απλή. Γιατί είναι από τους λίγους στον κόσμο που ξέρει τι να κάνει με το κάθε εργαλείο. Στην πραγματικότητα είναι ένας γητευτής. Δαμάζει τα πάντα. Εκτός από το πάθος του, που μοιάζει να είναι και η μοναδική του πυξίδα.
«Είναι τέρας λογικής, μυαλό τετράγωνο», λέει ο διευθυντής της εταιρίας για την ηρωίδα. Αυτό ακριβώς θέλει να σκοτώσει ο Πανουσόπουλος. Την λογική και το τετράγωνο. Να κυριαρχήσουν το πάθος και τα ένστικτα, να απελευθερωθούν όλα τα ζώα και τα παιδιά με αφετηρία την καύλα.
Ο Βακαλόπουλος έγραψε κάποτε «χάρη στον Γιώργο Πανουσόπουλο και τη "Μανία" διαθέτουμε τον πρώτο κινηματογραφιστή, δηλαδή κάποιον που αντιλαμβάνεται την ταινία του σαν προέκταση του σώματος του, της φυσικής του υπόστασης, του βλέμματος του, της άμεσης σχέσης του με τα πράγματα». Ερχόμενος από μια άλλη γενιά συμφωνώ απόλυτα στο ότι μιλάμε για τον πρώτο ολοκληρωμένο κινηματογραφιστή αλλά και για έναν σοβαρό δάσκαλο. Ο Πανουσόπουλος είναι από τους λίγους καλλιτέχνες που ενώ πραγματικά κάνουν του κεφαλιού τους, παρακολουθώντας το έργο τους νιώθεις ότι μαθαίνεις. Είναι αυτό που νιώθεις όταν βλέπεις Χίτσκοκ ή Σκορσέζε. Δεν παρακολουθείς μόνο μια ωραία ταινία, αλλά ένα μάθημα στο πως γίνονται τα πράγματα. Πού μπαίνει τι, πώς λες μια ιστορία, πώς βγάζεις πάθος από ένα κοντινό, πώς παίζεις με τον ρυθμό. Μιλάμε δηλαδή για έναν μάστορα που μπορείς να του δώσεις οτιδήποτε και να σου το φέρει πίσω ώστε να δουλεύει σωστά. Δεν είναι τυχαίο πως είναι από τις λίγες περιπτώσεις ανθρώπων που κάνουν τρεις και τέσσερις ειδικότητες ταυτόχρονα και τις κάνουν όλες σωστά.
Ενας άλλος λόγος που αγαπώ την «Μανία» και όλες τις ταινίες του Πανουσόπουλου είναι ο τρόπος που χειρίζεται το γυμνό. Οπως σε όλες τις ερωτικές ταινίες που αγαπώ, το γυμνό δεν το καταλαβαίνεις. Ο τρόπος που κινηματογραφεί τα γυμνά κορμιά είναι απλός και φυσικός. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο φυσικό από ένα γυμνό σώμα και ο Πανουσόπουλος το ξέρει όσο κανένας. Το αγαπάει, το θαυμάζει και το γιορτάζει, χαρίζοντάς του την πεντακάθαρη ματιά του. Οταν ο Ρέτσος και η Βάντσι τρέχουν, αγκαλιάζονται, φιλιούνται και κάνουν παθιασμένο, μεθυσμένο, διονυσιακό σεξ, ο σκηνοθέτης είναι κοντά τους και δείχνει να το ευχαριστιέται όσο και αυτοί, χωρίς όμως να νιώθουν την ανάσα του, ούτε τον φακό του να τους απαθανατίζει. Ο Πανουσόπουλος είναι ο πιο ερωτικός, ο πιο σωματικός, ο πιο οργανικός και ο πιο αυθόρμητος σκηνοθέτης μιας σπουδαίας γενιάς δημιουργών και ενώ οι δουλειές του μοιάζουν τόσο αυθόρμητες και απλές, είναι φοβερά μελετημένες και προσεκτικά φτιαγμένες από έναν άνθρωπο που έχει απόλυτο έλεγχο των μέσων του. Αυτός ο συνδυασμός είναι αξιοθαύμαστος και για αυτό τον θεωρώ όπως είπα μάστορα και δάσκαλο. Εγώ δεν είχα την τύχη αλλά βλέπω στα μάτια πολλών ανθρώπων της γενιάς μου τον θαυμασμό και τον σεβασμό όταν μιλάνε για την εποχή που δούλεψαν δίπλα του και τους ζηλεύω.
Μανία του Γιώργου Πανουσόπουλου (1985) | Μια προγραμματίστρια ηλεκτρονικών υπολογιστών αντιμετωπίζει μια περίοδο άγχους και κρίσεων, τόσο στην απαιτητική δουλειά της, όσο και στη σχέση με τον σύζυγό της. Μια βόλτα στον Εθνικό Κήπο και η γνωριμία της με έναν κηπουρό, που έχει κάτι από τον μυθολογικό Πάνα, θα ανασύρει μέσα της ένα αρχέγονο πάθος.
Παραγωγή: Σπέντζος Φιλμ, Συνεργασία Ε.Π.Ε., Πανουσόπουλος Γ. Ε.Π.Ε., Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου | Σενάριο: Γιώργος Πανουσόπουλος | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Γιώργος Πανουσόπουλος | Μουσική: Νίκος Ξυδάκης | Παίζουν οι: Αλεξάνδρα Βάντσι, Αρης Ρέτσος, Αντώνης Θεοδωρακόπουλος, Σταύρος Ξενίδης, Γιώργος Καλατζής κ.α. | Βραβεία - Διακρίσεις: Β΄Ανδρικού Ρόλου στον Αρη Ρέτσο & Ηχοληψίας Κρατικά Βραβεία Ποιότητας ΥΠΠΟ Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1986, Φεστιβάλ Βερολίνου 1986
Διαβάστε ακόμη
- Ο Φοίβος Δεληβοριάς γράφει για την Αθήνα της «Χαμένης Λεωφόρου του Ελληνικού Σινεμά»
- «Το "Οh Babylon" του Κώστα Φέρρη είναι μια ακραία ταινία!»: Ο Γιάννης Βεσλεμές και ο Αλέξανδρος Βούλγαρης γράφουν για την ταινία του Κώστα Φέρρη
- Ο Σύλλας Τζουμέρκας γράφει για το «Φόβο» του Κώστα Μανουσάκη
- «Γεννήθηκα σε αυτή την πόλη και νικήθηκα…» Ο Αλέξης Αλεξίου γράφει για το «Η Πόλη Ποτέ Δεν Κοιμάται» του Ανδρέα Τσιλιφώνη
- «Μια επαναστατική πράξη..»: Ο Στέργιος Πάσχος γράφει για την «Πρωινή Περίπολο» του του Νίκου Νικολαΐδη