Χρόνια πριν, μια ομάδα νέων κριτικών κινηματογράφου αποφάσισαν να γίνουν μέλη της Πανελλήνιας Ενωσης Κριτικών Κινηματογράφου. Συμμετείχαν με πίστη και αφοσίωση στις πρώτες συνελεύσεις, θέλοντας να αποκωδικοποιήσουν ένα άγνωστο σε αυτούς κομμάτι, αυτό μιας οργανωμένης εκπροσώπησης ενός κλάδου - αν και όχι σωματειακά στην περίπτωση της ΠΕΚΚ - και ταυτόχρονα της ομαδικής ζύμωσης σημαντικών ζητημάτων γύρω από τη λειτουργία ενός κριτικού που εργάζεται και συμμετέχει ενεργά στην κινηματογραφική πραγματικότητα της χώρας.
Αυτή η ομάδα των νέων κριτικών, άλλοι λιγότερο άλλοι περισσότερο, απογοητεύτηκαν γρήγορα, όχι απαραίτητα από την υπερρεαλιστική α-δράση της εν λόγω Ενωσης (η ανύπαρκτη εκπροσώπηση των κριτικών από κάποιο όργανο είναι ένα άλλο θέμα που ίσως κάποτε αξίζει κάποιος να το βάλει στο κέντρο μιας άλλης συζήτησης), αλλά κυρίως από την πρακτική που ήθελε μέλη, παλαιότερα, φυσικά, στην πλειοψηφία τους, να διακόπτουν μαθηματικά κάθε γενική συνέλευση πριν αυτή καλά καλά΄ξεκινήσει με αντιρρήσεις «επί της διαδικασίας».
Στομφώδεις αναφορές σε ένα καταστατικό που κανείς ποτέ δεν είδε ιδίοις όμμασι, ενστάσεις για τον τρόπο ψηφοφορίας υπέρ ή κατά κάποιου θέματος, απαρτίες, «απόλυτες» και λοιπά χαρακτηριζόμενες πλειοψηφίες, μια σειρά από γράμματα ενός «νόμου» που δεν επέτρεψαν ποτέ σε καμία νέα ιδέα να ακουστεί, σε καμία σοβαρή πρόταση να προχωρήσει πέρα από τη διατύπωσή της, σε τίποτα πιο ρηξικέλευθο και άμεσο να συζητηθεί. Μια σειρά από αυτοαναφορικές αλαζονικές διατυπώσεις που, όπως καταλάβαμε πιο μετά, είχαν για μοναδικό σκοπό να εμποδίσουν τα πράγματα να αλλάξουν, να έρθουν σε επαφή με το σήμερα, να αφορούν το «εκεί έξω» θερμόμετρο της κυρίαρχης πραγματικότητας, κρύβοντας κάτω από την πρόφαση της «τυπικότητας» την επιθυμία να μείνουν όλα όπως ήταν πριν και τελικά και τον ίδιο τον κλάδο των κριτικών χωρίς προστασία, εκπροσώπηση ή «φωνή».
Τα μέλη της παραπάνω ομάδας άρχισαν να απέχουν από την ενεργή συμμετοχή τους στην Ενωση και σιγά - σιγά άλλα άρχισαν αποχωρούν επίσημα, άλλα να αφήνουν την ιδιότητα του μέλους να μένει αδρανής σύμφωνα με το κασταστατικό (επειδή επιπλέον, η μάλλον κυρίως επειδή δεν είχαν πληρώσει τη συμμετοχή τους επί συναπτά έτη), άλλα να παραμένουν μέλη χωρίς να είναι στην παραμικρή θέση να εξηγήσουν που ακριβώς βρίσκεται η Πανελλήνια Ενωση Κριτικών Κινηματογράφου στην καθημερινότητα ενός κριτικού κινηματογράφου σήμερα.
Η παραπάνω ιστορία - παρά την πραγματικά σοβαρή της βάση - χρησιμεύει εδώ περισσότερο ως μια χαριτωμένη (;) παραβολή που έρχεται να συναντήσει όσα συμβαίνουν τις τελευταίες ημέρες με πρωταγωνιστές το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και ομάδα κινηματογραφιστών (ή και άλλων...) που καταγγέλει πως το Κέντρο ανέθεσε την προαξιολόγηση καλλιτεχνικών φακέλων - σεναρίων που εκκρεμούσαν τα τελευταία τρία χρόνια σε αναγνώστες-αξιολογητές οι οποίοι είχαν και οι ίδιοι δικές τους προτάσεις μέσα στις υπό έγκριση και μάλιστα εγκρίθηκαν.
Ας μιλήσουμε με ονόματα, αφού όσοι καταγγέλουν το ΕΚΚ για παρανομία, φρόντισαν να αποκαλύψουν και να στοχοποιήσουν χωρίς ντροπή ακόμη από νωρίς ως πρωταγωνιστές του σκανδάλου τον Στέργιο Πάσχο, τον Ζαχαρία Μαυροειδή, τον Βασίλη Κεκάτο και τον Γιώργο Γεωργόπουλο, που επιλέχθηκαν από το Κέντρο Κινηματογράφου ως readers, αλλά ταυτόχρονα είχαν και δικά τους σχέδια ταινιών υπό έγκριση, τα οποία και εγκρίθηκαν.
Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου απάντησε άμεσα στις καταγγελίες, αναφέροντας πως οι readers εκτός του ότι έχουν μόνο συμβουλευτικό ρόλο, αφού μόνο το ΔΣ του ΕΚΚ εξετάζει τον οικονομικό φάκελο της κάθε πρότασης και μόνο αυτό αποφασίζει για την τελική έγκριση, είναι ανώνυμοι, κανένας reader δεν διαβάζει δική του πρόταση και γενικά η διαδικασία είναι αυτή που ακολουθείται και σε ευρωπαϊκό επίπεδο από διαφορετικούς θεσμούς εγκρίσεων κύρους. Σωματεία και Ενώσεις δικαίωσαν το Κέντρο, άλλα Σωματεία και άλλες Ενώσεις συνηγόρησαν ότι υπάρχει ζήτημα νομιμότητας και το τελευταίο «νέο» σε μια σωρεία εξελίξεων είναι ότι κατατέθηκε και επίσημα μια καταγγελία στην επιτροπή διαφάνειας.
Διαβάστε τις ανακοινώσεις του ΕΚΚ, του ΣΑΠΟΕ, της ΕΣΠΕΚ, της ΕΕΝ, της Ε.Τ.Ε.Κ.Τ.-O.T., της ΕΕΣ.
Είναι προφανές πως αν το Κέντρο δεν έπραξε σωστά ή νομότυπα αυτό πρέπει να ελεγχθεί. Κοινώς πρέπει να ελεγχθεί αν όλα αυτά που αναφέρει στην ανακοίνωσή του ευσταθούν και δεν εμπίπτουν σε μια κατάχρηση του νομικού πλαισίου από το οποίο διέπεται. Και η αρχική καταγγελία που έγινε από τη σκηνοθέτη Στρατούλα Θεοδωράτου, της οποία το σχέδιο απορρίφθηκε, οφείλει να ερευνηθεί, όπως και να της δοθεί μια προσωπική και επίσημη απάντηση που να μην αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας για τη νομιμότητα των εγκρίσεων.
Η απόσταση ωστόσο, ανάμεσα, σε μια καταγγελία και στα δημοσιεύματα που τσίμπησαν «αντιπολιτευτικό» λαυράκι επιπέδου «Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει» (Αυγή, Σάββατο 8 Μαΐου), στις κατηγορίες (που φυσικά είναι πάντα σοβαρές όταν αφορούν κατηγορίες για «κλοπή» ή «υπεξαίρεση») στα social media ότι οι σκηνοθέτες που «διασπαθίζουν» το δημόσιο χρήμα παίρνουν διαμερίσματα από τα χρήματα που παίρνουν από τις εγκρίσεις (τι ντροπή!), οτι ο ΣΑΠΟΕ «μάζεψε το χαρτί» και γι' αυτό βγήκε να υποστηρίξει το ΕΚΚ, κλισέ ατάκες «τι περιμένατε από τη Δεξιά», η πιπίλα με την Μενδώνη που φυσικά είναι μπλεγμένη σε όλα τα σκάνδαλα που θα προκύψουν επί ελληνικού εδάφους ακόμη και πριν τη γέννησή της και ντροπιαστικές αναρτήσεις που ζητούν από τους τέσσερις readers να παραιτηθούν από τις εγκρίσεις τους «αν δεν θέλουν να τους βλέπουμε στο δρόμο και να τους αποδοκιμάζουμε», φέρνουν όλους μας ενώπιων των ευθυνών μας.
Δεν είναι φυσικά η πρώτη φορά στην πολύπαθη ιστορία του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου που με καταγγελίες «επί της διαδικασίας» έχει παγώσει η λειτουργία του. Περισσότερες φορές δεν λειτουργεί παρά λειτουργεί, επειδή κάποιος ανακάλυψε μια παρατυπία. Μέσα στα χρόνια είναι αναρίθμητες οι καταγγελίες, τα εξώδικα ακόμη και οι αγωγές που αφορούν εργαζόμενους του Κέντρου, δεκάδες οικονομικοί έλεγχοι που έχουν παραγγελθεί από μέλη του ΔΣ και κρέμονται πάνω από το Κέντρο σαν δαμόκλειος σπάθη και διαρκή απειλή, ακόμη και ολόκληρα Διοικητικά Συμβούλια στο παρελθόν προέκριναν την «εκκαθάριση» του Κέντρου ως σημαντικότερη από τις ταινίες και τις εγκρίσεις που ως άλλες επετηρίδες στοιβάζονται σε διαρκή αναμονή διαιωνίζοντας μαζί με την παθογένεια του Κέντρου και την παθογένεια του ίδιου του ελληνικού σινεμά.
Τι σημασία έχει αν αυτές τελικά οι καταγγελίες δεν οδηγούν ποτέ πουθενά, οι οικονομικοί έλεγχοι δεν δημοσιοποιούνται από τους ίδιους που τους έχουν παραγγείλει, αθωωτικές ή καταδικαστικές αποφάσεις δεν γίνονται ποτέ γνωστές;
Είναι πάντα μια καλή πρακτική - όπως έμαθε και η ομάδα των νέων κριτικών παραπάνω στην εμπειρία της με την ΠΕΚΚ - αφού μέχρι να ελεγχθεί η νομιμότητα σταματούν τα πάντα, τίποτα δεν προχωράει, οι άνθρωποι κουράζονται, ενεργοποιούνται άλλες δυνάμεις που περιμένουν στη γωνία για να χιμήξουν, με αποτέλεσμα και να χαθεί το νόημα της ορθής καταγγελίας αλλά και να τσουβαλιαστεί μια ολόκληρη κοινότητα - ειδικά στα μάτια του κοινού που άλλο που δεν ήθελε για να μπορεί να εκτοξεύει προς ακόμη μια κατεύθυνση την οργή του - ως ακόμη μια διεφθαρμένη ομάδα που τρώει το δημόσιο χρήμα με παράνομο τρόπο.
Ιδιον μιας αφοριστικής λογικής που ταιριάζει με την μοδάτη «αγάνακτηση» των ημερών μας, το «ολοι ίδιοι είναι» υπήρξε παραδοσιακά και δυστυχώς διαχρονικά ο χειρότερος σύμβουλος οποιασδήποτε πολιτικής συζήτησης σε αυτή τη εδώ τη χώρα. Χρειάστηκε μια και μόνη καταγγελία για βγει κι αυτό το ΔΣ σκάρτο, να θυμηθούν οι πρώην πως τα είχαν κάνει όλα τέλεια αλλά οι επόμενοι δεν τα τήρησαν, να γίνει η απαραίτητη δήλωση ότι έχουμε μια ανύπαρκτη Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, να εφευρεθούν κλίκες που τρώνε τα λεφτά, να στοχοποιηθούν νέοι σκηνοθέτες που τους ζητήθηκε να κάνουν μια δουλειά για να βοηθήσουν τη γρηγορότερη έγκριση των σχεδίων που βρίσκονταν σε αναμονή και - ναι - και των δικών τους που βρίσκονταν κι αυτά στη στοίβα - κοινώς να κυκλοφορήσει ελεύθερα εκεί έξω ένας οχετός που αναρωτιέσαι που ήταν κρυμμένος τόσο καιρό κι αν τελικά έχει σχέση με την εν λόγω καταγγελία ή είναι και κατευθυνόμενος, αλλά σε κάθε περίπτωση ντροπιαστικός.
Χρειάστηκε μία και μόνη καταγγελία για να θυμηθούμε πως η ελληνική κινηματογραφική κοινότητα δεν υπήρξε ποτέ κοινότητα, αλλά ένα σύνολο παθογενειών που χρειάζονται μια μικρή ή μεγάλη αφορμή για να βγουν στην επιφάνεια.
Είναι ειρωνικό (και θλιβερό εξίσου και βαθιά απογοητευτικό και πολλά άλλα μαζί) ότι η εν λόγω ιστορία ξεκινούσε όταν στο Flix δημοσιευόταν η μεγάλη συνέντευξη του Γιώργου Τσεμπερόπουλου που από τη θέση του Προέδρου της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου μίλησε επανειλλημμένα και με πάθος για την ενότητα της κινηματογραφικής κοινότητας, ως το μοναδικό τρόπο με τον οποίο θα μπορέσει να πεισθεί η Πολιτεία να προχωρήσει σε μια συντονισμένη κινηματογραφική πολιτική που θα βοηθήσει και ενισχύσει το ελληνικό σινεμά, από την παραγωγή μέχρι τη διανομή του.
Δυστυχώς απέχουμε πολύ από οποιαδήποτε ενότητα, ειδικά αν παρατηρήσει κανείς προσεκτικά με πόση ευκολία δυσφημείται το ίδιο το ελληνικό σινεμά από αυτούς που την ίδια ώρα υποστηρίζουν ότι νοιάζονται για το καλό του, πόσο εύκολα (και πόσο χυδαία ταυτόχρονα) στοχοποιούνται δημιουργοί και άνθρωποι του σινεμά σε έναν κανιβαλισμό που θυμίζει τα κυβερνητικά και αντιπολιτευτικά τρολς σε μια εξίσου απεχθή διπλανή γωνιά του timeline.
Απέχουμε ταυτόχρονα και από την πραγματικότητα των τόσο λίγων χρημάτων που παίρνουν τόσο λίγες ταινίες από ένα Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου που δεν θα ζήσουμε για να το δούμε κάποια στιγμή υγιές και πλήρες απαλλαγμένο από όλα τα βαρίδια του παρελθόντος.
Απέχουμε και από αυτό που συμβαίνει εκεί έξω: ελληνικές ταινίες που γυρίζονται με προσωπικές θυσίες δημιουργών, παραγωγών και όλων των συντελεστών της, ταινίες που γυρίζονται με guerilla τρόπο παρά τα χρήματα που η κάθε μία έχει συγκεντρώσει αφού ποτέ δεν είναι αρκετά, ταινίες που προσπαθούν να πείσουν χώρες και ευρωπαϊκούς οργανισμούς πως η κινηματογραφία στην Ελλάδα στηρίζεται σε στέρεες βάσεις, ταινίες που είναι το μοναδικό ανάχωμα σε μια Ελλάδα που γίνεται ολοένα και περισσότερο «ο πιο καλός σερβιτόρος» ξένων παραγωγών.
Αυτά θα έπρεπε να είναι τα μεγάλα σοβαρά θέματα που θα έπρεπε να απασχολούν την κοινότητα σήμερα και πάντα. Και επί της ουσίας. Και κυρίως επί της διαδικασίας.