Θα μείνει στην Ιστορία ως ο σκηνοθέτης που χάρισε στο σινεμά την κινηματογραφική μυθολογία των ζόμπι και συνέχισε να την υπηρετεί πιστά και καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον σε ολόκληρη την καριέρα του. Ο Τζορτζ Ρομέρο, όμως, που έφυγε από τη ζωή την περασμένη Δευτέρα, σε ηλικία 77 ετών, ήταν πολλά περισσότερα από αυτό. Ηταν ένας αμετανόητος θιασώτης του ανεξάρτητου σινεμά κι ένας δημιουργός που χρησιμοποίησε το σινεμά φρίκης όχι μόνο για το λυτρωτικό συναίσθημα της αγωνίας και τους απολαυστικούς κουβάδες αίματος (που μας χάρισε και με το παραπάνω), αλλά για να εκφράσει –πότε συνειδητά και πότε ασυνείδητα– την προσωπική του φιλοσοφία και το πνεύμα της εποχής του, μέσα από σαρδόνια κριτική και σάτιρα.
Οι πέντε ταινίες που ακολουθούν αποτελούν τις καλύτερες στιγμές από το μικρό δείγμα του ταλέντου του που κατάφερε να φτάσει στη μεγάλη οθόνη, καθώς πολλά ακόμα σενάρια του (ειδικά αυτά που δεν ανήκαν στο είδος του τρόμου) δεν κατάφερε ποτέ να τα δει να γίνονται πραγματικότητα.
Διαβάστε ακόμη: Ακόμη και νεκρός, ο Τζορτζ Ρομέρο θα είναι πάντα ζωντανός
Η Μέρα των Ζωντανών Νεκρών (Day of the Dead, 1985)
«A-... a-... alloooooleeeeesha!»
Αν και δεν είχε τον ίδιο αντίκτυπο με τη «Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών» και το «Ξύπνημα των Νεκρών», τις πρώτες ταινίες στην αρχική απέθαντη τριλογία του Ρομέρο, η «Μέρα των Ζωντανών Νεκρών» αποτελεί μια αντάξια συνέχεια των εμβληματικών αυτών φιλμ που σημάδεψαν ανεξίτηλα το σινεμά τρόμου των δύο προηγούμενων δεκαετιών. Συνδυάζοντας τον άκρατο πεσιμισμό της πρώτης με το καυστικό χιούμορ και το πληθωρικό σπλάτερ της δεύτερης, ο Ρομέρο μεταφέρει τη δράση της ζόμπι αποκάλυψης σε ένα υπόγειο καταφύγιο όπου μια ομάδα επιζησάντων επιστημόνων και στρατιωτικών απομονώνονται σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να επιβιώσουν και να ανατρέψουν τη μάστιγα που απειλεί να εξαλείψει την ανθρωπότητα.
Το περιορισμένο σκηνικό δίνει την αφορμή για την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, με τον Ρομέρο να διαπιστώνει πικρά ότι ο μεγαλύτερος τρόμος δεν προέρχεται από τις ακατανίκητες ορέξεις των αναστημένων νεκρών αλλά από τους ζωντανούς και την έμφυτη τάση του ανθρώπινου είδους για αλληλοσπαραγμό. Και δεν θα μπορούσε να το θέσει πιο κατηγορηματικά, όταν μας συστήνει τον Μπαμπ, το πρώτο ζόμπι με… προσωπικότητα στην ιστορία του σινεμά, αποτέλεσμα του εξωφρενικού πειράματος ενός πειραγμένου δόκτορα. Κι όταν ένα ζόμπι φαντάζει συχνά πιο ανθρώπινο από τους περισσότερους συμπρωταγωνιστές του, τότε ξέρεις ότι το μέλλον της ανθρωπότητας διαγράφεται ζοφερό.
Οι Μονομάχοι της Ασφάλτου (Knightriders, 1981)
«My king. If you'll allow me, I will fight for you in defense of the crown»
Για μια ταινία με πρωταγωνιστές σύγχρονους, μηχανόβιους ιππότες που ζουν με μεσαιωνικούς κώδικες τιμής και συνθήκες περιπλανώμενου κοινοβίου, και βγάζουν τα προς το ζειν μονομαχώντας προς τέρψιν του κοινού, το «Knightriders» αποτελεί περιέργως την πιο τρυφερή (και ενίοτε συγκινητική) στιγμή στη φιλμογραφία του Ρομέρο και μια από τις ελάχιστες αποκλίσεις του από το είδος του τρόμου. Φτιαγμένη το 1981, μοιάζει ωστόσο πιο κοντά στο αμερικανικό σινεμά του ’60 και του ’70, και στο πνεύμα του «Ξένοιαστου Καβαλάρη», στον τρόπο που απεικονίζει έναν κόσμο γοητευτικών περιθωριακών που διχάζονται ανάμεσα στον εναλλακτικό τρόπο ζωής μιας κοινότητας που οι ίδιοι έχουν χτίσει και στους συμβιβασμούς που επιτάσσει η κοινωνία προκειμένου να επιτρέψει την επιβίωσή τους.
Ιδιόρρυθμα ρομαντικό, όσο και ανοικονόμητο από άποψη διάρκειας, και με τον Εντ Χάρις στον πρώτο του πρωταγωνιστικό ρόλο, το «Knightriders» πάει πολύ πιο βαθιά απ’ όσο θα περίμενε κανείς από την εκκεντρική, cult θεματολογία του και αποτελεί μια σπάνια ένδειξη για το τι μπορούσε να πετύχει ο Ρομέρο έξω από τα όρια του τρόμου, μένοντας ταυτόχρονα πιστός σε ένα ολότελα δικό του όραμα για ανεξάρτητο, χειροποίητο σινεμά με ψυχή. Δυστυχώς, όμως, η εμπορική αποτυχία της ταινίας τον έστρεψε και πάλι στον τρόμο, επιβεβαιώνοντας πόσο κοντά στον ίδιο (και στην πραγματικότητα) βρισκόταν η κεντρική ιδέα του φιλμ ότι η πραγματική ανεξαρτησία είναι καταδικασμένη να παραμένει πάντα μια χίμαιρα.
Το Ξύπνημα των Νεκρών (Dawn of the Dead, 1978)
«When there's no more room in hell, the dead will walk the Earth»
Δέκα χρόνια μετά την ασπρόμαυρη «Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών», ο Ρομέρο επιστρέφει στον κόσμο των ζόμπι με μια ταινία που δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο διαφορετική – κι όχι μονάχα επειδή είναι γυρισμένη σε απαστράπτον τεκνικολόρ! Θα αρκούσε και μόνο το εύρημα ότι οι νεκροί επιστρέφουν μηχανικά στο αχανές mall όπου εκτυλίσσεται η ταινία, λόγω μιας μακρινής ανάμνησης ότι αποτελούσε σημαντικό μέρος της ζωής τους, για να αξίζει να μνημονεύεται το «Ξύπνημα των Νεκρών» ως μια σαρδόνια σάτιρα της καταναλωτικής μανίας και της ανθρώπινης συμπεριφοράς εν γένει. Ο Ρομέρο δεν χρειάστηκε παρά μια επίσκεψη στο (πραγματικό) πολυκατάστημα του Μονρόεβιλ και μια ματιά στην αποχαυνωμένη κατάσταση των θαμώνων του, για να συλλάβει τη βασική ιδέα του φιλμ, που θέλει τους ήρωές του να οχυρώνονται στον ναό της κατανάλωσης, όπου δεν θα αργήσουν να ξεμυαλιστούν από την πληθώρα των αγαθών και την ψευδαίσθηση ασφάλειας που τους προσφέρουν.
Οταν η πολιορκία ξεκινήσει, ο Ρομέρο πέφτει με τα μούτρα στη δράση, τραβώντας στα άκρα τον (κυριολεκτικό και μεταφορικό) κανιβαλισμό και εκτοξεύοντας γενναίες ποσότητες εντοσθιών προς κάθε κατεύθυνση. Η υπερβολικά ακραία (σε σημείο που γίνεται κωμική) βία είναι ενδεικτική της νέας προσέγγισης του Ρομέρο, ο οποίος παντρεύει με πρωτοφανή τρόπο τον τρόμο με το χιούμορ, φτάνοντας στα όρια του σλάπστικ, με αποκορύφωμα έναν τουρτοπόλεμο με θύματα τα σχεδόν αξιοθρήνητα ζόμπι. Από τότε πολλοί θα επιχειρήσουν να επαναλάβουν αυτή τη ριψοκίνδυνη ισορροπία, ελάχιστοι όμως θα το καταφέρουν με τόσο θεαματική ευστοχία.
Martin (1978)
«In real life, in real life you can't get people to do what you want them to do»
«Θα μπορούσε να είναι το αγόρι της διπλανής πόρτας» έγραφε το tagline της μοναδικής όσο και απόλυτα ιδιοσυγκρασιακής συνεισφοράς του Ρομέρο στη βαμπιρική κινηματογραφική μυθολογία. Και όντως, η καλύτερη ταινία του σκηνοθέτη έξω από τον κύκλο των Ζωντανών Νεκρών δεν είναι τίποτα άλλο από το μελαγχολικό πορτρέτο ενός επώδυνα προβληματικού έφηβου – μόνο που ο Μάρτιν πιστεύει ακράδαντα ότι είναι 90χρονο βαμπίρ κι ότι χρειάζεται να τραφεί με αίμα για να επιβιώσει. Είναι όμως στ’ αλήθεια αιμοδιψής βρικόλακας ή μήπως όλο αυτό δεν είναι παρά παρανοϊκές ιδεοληψίες της διαταραγμένης ψυχοσύνθεσης ενός νεαρού άνδρα που αναζητά απεγνωσμένα ταυτότητα και προτιμά εκείνη ενός τέρατος από τη δική του ασήμαντη και δυστυχισμένη ύπαρξη;
Η απάντηση μένει μετέωρη, και ο Ρομέρο αξιοποιεί πλήρως την ευκαιρία που του δίνεται για να αποστασιοποιηθεί εξολοκλήρου από τη συνηθισμένη απεικόνιση των βαμπίρ στο σινεμά ως σαγηνευτικά πλάσματα: ο Μάρτιν είναι ένα ατσούμπαλος νεαρός, χωρίς αιχμηρούς κυνόδοντες και ακαταμάχητη γοητεία, και οι επιθέσεις του με ξυράφια και λεπίδες μοιάζουν εξίσου θλιβερές με τη μοίρα των θυμάτων του. Με χαμηλό προϋπολογισμό αλλά αστείρευτη ευρηματικότητα, ο Ρομέρο μπολιάζει την ταινία του με ντοκιμαντερίστικο σχεδόν ρεαλισμό, καταφέρνοντας ταυτόχρονα να εμπνεύσει συμπάθεια για τον καταραμένο (αντι)ήρωά του, παρά τις αποτρόπαιες πράξεις του.
Η Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών (Night of the Living Dead, 1968)
«They’re coming to get you Barbara!»
Μητέρα όλων των ταινιών με ζόμπι, η «Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών» δεν είναι μονάχα ένα φιλμ που ανέτρεψε τα δεδομένα του σινεμά τρόμου κι ένα ορόσημο του ανεξάρτητου κινηματογράφου που μας σύστησε το ταλέντο ενός σπουδαίου σκηνοθέτη. Είναι ταυτόχρονα υπόδειγμα του πώς το σινεμά του είδους μπορεί να αποτελέσει ιδανικό μέσο για πανίσχυρες κοινωνικές αλληγορίες ή να αντανακλά με τον πιο δυσοίωνο αλλά αποτελεσματικό τρόπο το πνεύμα της εποχής του – έστω κι αν ο ίδιος ο δημιουργός της ισχυρίζεται ότι το υποτιθέμενο αντιρατσιστικό σχόλιο στο αφάνταστα μηδενιστικό φινάλε της ταινίας του, όπως και η πρωτοποριακή για την εποχή επιλογή ενός Αφροαμερικανού πρωταγωνιστή, ήταν σχεδόν τυχαία!
Ακόμα κι έτσι, μπορεί κανείς εύκολα να καταλάβει γιατί η ταινία που γέννησε μια ολόκληρη νέα κινηματογραφική μυθολογία διαβάστηκε από πολλούς ως μια μακάβρια μεταφορά πάνω στην αβεβαιότητα που προκάλεσε στην Αμερική ο πόλεμος του Βιετνάμ. Πάνω απ’ όλα, όμως, το επιδραστικό ντεμπούτο του Ρομέρο, που παγιδεύει μια ομάδα αγνώστων σε μια φάρμα φέρνοντάς τους αντιμέτωπους με ορδές πεινασμένων νεκροζώντανων ανεξήγητης προέλευσης, είναι παρά την απλή ιδέα του και τα ελάχιστα μέσα (ή ίσως ακριβώς εξαιτίας αυτών) μια αγωνιώδης κινηματογραφική εμπειρία από την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή, 96 λεπτά ακατέργαστης απόγνωσης που παραμένουν αναλλοίωτα μέχρι σήμερα.
Διαβάστε ακόμη
- Oh my Alien! Από το «Nostromo» στο «Covenant» και ακόμη παραπέρα!
- Και ο Ανθρωπος… έπλασε το Cyborg
- «Η Πεντάμορφη και το Τέρας» αλλιώς: Επτά διαφορετικά κινηματογραφικά παραμύθια
- Φονικές Τηλεοράσεις: Eνας κινηματογραφικός οδηγός (χωρίς τηλεκοντρόλ)
- Εκπέμποντας «Σήμα Κινδύνου»: Oλη η ιστορία της μυθολογίας του «Ringu»
Tags: Τζορτζ Ρομέρο