Πολλοί σκηνοθέτες είχαν πλησιάσει την οικογένεια Χάρισον ζητώντας τα δικαιώματα για να αφηγηθούν την ιστορία του. Τόσο η Ολίβια Χάρισον, όσο και ο γιος τους Ντάνι, αρνιόντουσαν καταγορηματικά. Οταν οι ίδιοι ένιωσαν έτοιμοι να ανοίξουν το σπίτι, την καρδιά τους και το αρχειακό υλικό του πρώην σκαθαριού, γνώριζαν ήδη σε ποιον σκηνοθέτη ήθελαν να απευθυνθούν. Σε κάποιον που θα έλεγε την ιστορία του Χάρισον. Ολόκληρη. Οχι μόνο τα highlights της καριέρας του.
«Η δημόσια ζωή του ήταν γνωστή, δε θα δυσκόλευε κανέναν να την διηγηθεί» εξήγησε η Ολίβια Χάρισον στους συγκεντρωμένους δημοσιογράφους. «Φάνταζε αδύνατον όμως ότι κάποιος κινηματογραφιστής θα μπορούσε να αποτυπώσει αυτό που έκρυβε ο Τζορτζ μέσα του. Γνωρίζοντας όμως τόσο καλά τον άντρα μου, ήξερα ότι αν δεν λέγαμε αυτό το κομμάτι της ιστορίας δε θα αποτυγχάναμε απλώς. Θα τον προδίδαμε. Από πολύ μικρός ο Τζορτζ είχε τη δική του αντίληψη για τη ζωή. Ζητούσε πολλά, αλλά όχι αυτά που απέκτησε ξαφνικά με τους Beatles. Αλλα πράγματα έψαχνε. Πράγματα που ευχόμουν ότι θα καταλάβει και θα φωτίσει ο Μάρτιν Σκορσέζε...»
Στο πρώτο μίτινγκ με την ομάδα του Σκορσέζε η Ολίβια Χάρισον αποφάσισε να του αποκαλύψει μία σειρά από γράμματα που έγραφε ο Τζορτζ στην μητέρα του κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της Beatlemania κι όσο η μπάντα βρισκόταν σε περιοδείες. Αυτή τη συνήθεια την κράτησε μέχρι αρκετά μεγάλος και τα γράμματα αυτά άνοιγαν ένα παράθυρο στο μυαλό του μοναχικού σκαθαριού. «Η Ολίβια μας πρότεινε την ιδέα της φέρνοντας μερικά γράμματα, καρτ ποστάλ και φωτογραφίες...» θυμάται η παραγωγός Μάργκαρετ Μπόντι («No Direction Home»). «Ο Μάρτι έκανε μερικές ερωτήσεις, η Ολίβια του εξήγησε τι τη φόβιζε για ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή του Τζορτζ και μετά του διάβασε το γράμμα του. Ηταν ένα απίστευτα συγκινητικό γράμμα που ο Τζορτζ είχει γράψει στην μητέρα του όταν ήταν 22 χρονών και της εξηγούσε το πως εκείνος βλέπει τη ζωή. Επιασα τον εαυτό μου να συγκινείται τόσο πολύ που φοβήθηκα ότι θα εκτεθώ, θα με πιάσουν τα κλάματα. Κοίταξα πάνω για αν εμποδίσω τα δάκρυά μου και είδα τον Μάρτι να κλαίει...»
Αν και πέθανε τόσο νέος (τον Νοέμβριο του 2001, μόλις 58 ετών) ο Χάρισον είχε ζήσει πάρα πολλές ζωές. Και είχε αφήσει τόσο υλικό πίσω του για να καλύψει πολλές ακόμα. Εκτός από το ότι ήταν μέλος της πιο διάσημης μπάντας στην ιστορία της μουσικής, ήταν ο πρώτος από την τετράδα που ξεκίνησε σόλο καρέρα, ο πρώτος μουσικός στην ιστορία που διοργάνωσε φιλανθρωπικό κονσέρτο (τη συναυλία για το Μπαγκλαντές το 1971), ένας «ερασιτέχνης» παραγωγός που στήριξε το σινεμά που αγαπούσε («The Life of Brian», « Withnail & I»), μία ανήσυχη προσωπικότητα που μισοαστεία μισοσοβαρά συγκέντρωσε μερικούς από τους πιο θρυλικούς μουσικούς (Ρόι Ορμπισον, Μπομπ Ντίλαν, Τομ Πέτι, Τζεφ Λιν) και έφτιαξαν τους «Traveling Wilburys». Και μετά ήταν όλο το κομμάτι με τον Ραβί Σανκάρ, τον ινδουισμό, τη «Hare Krishna Mantra» πλευρά της ζωής του.
Κι όμως, η βαριά σκιά των Beatles είχε ακόμα τη δύναμη να καπελώσει οτιδήποτε άλλο. Ταυτόχρονα όμως, ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας και έπρεπε να ειπωθεί. Αλλά μ' έναν ιδιαίτερο χειρισμό.
«Αποφάσισα να βουτήξω κατευθείαν με το κεφάλι» πήρε το λόγο ο Σκορσέζε. «Οι Beatles υπήρξαν μία καθοριστική περιόδος για τον Τζορτζ γιατί, εκτός όλων των άλλων, τότε ένιωσε ότι μπορεί να έχει κανείς τα πάντα στη ζωή του και ταυτόχρονα να αισθάνεται κενός. Ο Τζορτζ προσπαθούσε να βρει το βαθύτερο νόημα, κι αν όχι το νόημα, τουλάχιστον μία ψυχική ανάταση. Αυτή προσπαθούσε να επιτύχει πάνω από όλα με την μουσική του, αλλά και με το εσωτερικό του ταξίδι. Ενα ταξίδι που τον έκανε να συνειδητοποιήσει ότι όλοι οδεύουμε προς το θάνατο. Κι αυτό έγινε ο σκελετός της ιστορίας μου: Beatles, κενό, πνευματική αναζήτηση, μουσική, συμφιλίωση με το θάνατο...»
Μόνο που γνωρίζοντας τον Σκορσέζε κανείς δεν πρέπει να περιμένει μία γραμμική αφήγηση αυτής της ιστορίας. Μαζί με τον μοντέρ του Ντέιβιντ Τεντέσκι κόβουν μπρος πίσω το χρόνο, ηλεκτρίζουν με δυνατό ήχο, σε αφήνουν στις σιωπές, επιτρέποντάς σου πρώτα να αισθάνεσαι και μετά να καταλαβαίνεις τι βλέπεις. Το αποτέλεσμα είναι ένα ντοκιμαντέρ με την εκρηκτική αίσθηση των «Καλών Παιδιών». Μία επική αφήγηση που αγγίζει τις 3 1/2 ώρες, φανταστείτε όμως ότι ο μέσος όρος χρόνου κάθε συνέντευξης ήταν 8 ώρες. Πόσα ακόμα αποκάλυψαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι με τον Σκορσέζε να πρέπει απλά να πιάσει δυο στιγμές τους...
«Ηταν ξεκάθαρη απόφασή μας να μην ακολουθήσουμε μία αυστηρά χρονολογική αφήγηση της ιστορίας» είπε ο Σκορσέζε. «Ούτε να εξηγούμε ξεκάθαρα στο θεατή τι συμβαίνει και ποια περίοδο διαδραματίζεται. Ο Ντέιβιντ έκοβε τις συνεντεύξεις ελεύθερα – μοντάροντας κομμάτια που αφηγηματικά φάνταζαν περιττά, στην μέση μιας απάντησης γιατί το αποτέλεσμα δημιουργούσε την ένταση που θέλαμε...»
Αυτό εισπράττει κανείς ξεκάθαρα: την ένταση. Κι εκεί φυσικά βοηθάει η ίδια μουσική. «Αν δεν συχνάζατε στο Cavern Club το 1961, τότε δεν έχετε ξανακούσει τα τραγούδια των Beatles με τέτοιο ήχο» δήλωσε η Μπόντι. «Ο Μάρτι πέρασε χρόνια να πειραματίζεται με τη μίξη έτσι ώστε να ακουστούν τα κομμάτια όπως πρέπει: δυνατά, αλλά ωμά όπως ταιριάζει στο rock ‘n’ roll.»
«Αρχικά αποτύχαμε!» ομολόγησε γελώντας ο Σκορσέζε. «Πήραμε τις 4κάναλες ηχογραφήσεις, καθαρίσαμε τον ήχο, βελτιώσαμε την απόδοση και ξαφνικά... αυτό που είχαμε στα χέρια μας δεν είχε κανέναν ενθουσιασμό. Δεν ήξερα τι έφταιγε – το μπάσο, οι κιθάρες; Και ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι το ροκ είναι βρώμικος ήχος και εγώ δούλευα εναντίον του. Επρεπε όμως να βρούμε τη σωστή ισορροπία της έντασης. Γιατί η μουσική ήταν αυτή που θα έλεγε την ιστορία του Χάρισον. Τα λόγια δεν λένε τίποτα. Ευτυχώς, ο Τζορτζ ήταν μουσική...»
Το μιξάζ πήρε δυο χρόνια, ενώ όλο το ντοκιμαντέρ πέντε. Εχοντας τελειώσει το «No Direction Home» ο Σκορσέζε γνώριζε ότι δεν μπορείς να βάλεις deadline σ' ένα τέτοιο πρότζεκτ, όταν μέρα με την μέρα ανακαλύπτεις κι άλλο σπάνιο υλικό.
«Ενα τέτοιο ντοκιμαντέρ έχει τη δική του ζωή και αποφασίζει εκείνο πότε θα τελειώσει» αστειεύτηκε ο Σκορσέζε. «Ο χρόνος άλλωστε είναι τόσο σχετικός. Μόνο οι συναντήσεις μας με τον Ντέιβιντ, οι ώρες που περάσαμε να το συζητάμε, να το οργανώνουμε, να μοντάρουμε ένα κομμάτι, να το διορθώνουμε, να το προβάλουμε, να το πετάμε και να ξεκινάμε από την αρχή. Οι φορές που πήγαινα στο μοντάζ για 10 λεπτά και έφευγα μετά από 3 ώρες. Η επιστροφή μου στις υπόλοιπες δουλειές μου που είχαν την πίεση της διανομής και για αυτό διεκδικούσαν μεγάλα κομμάτια του χρόνου μου. Τα ήξερα αυτά και το είχα δηλώσει εξ αρχής στην οικογένεια Χάρισον και το ΗΒΟ: δεν μπορώ να σας εγγυηθώ πότε θα είναι έτοιμο. Οταν δέχτηκαν, αυτή η ταινία έγινε η αγαπημένη μου. Γιατί ήμασταν ανοιχτοί σε κάθε τι καινούργιο, όλα ήταν ελεύθερα, φρέσκα. Γιατί είχαμε την πολυτέλεια να ψάχνουμε και να περιμένουμε την επόμενη ανακάλυψη. Η εμπειρία αυτή όμως ήταν απόλαυση, μεγάλη χαρά και συγκίνηση. Νιώθω ότι μου έσωσε τη ζωή...»