Συνέντευξη

«Ποιος θα πάει να σκοτωθεί τώρα για τα ιδανικά του;» Η Ελένη Αλεξανδράκη μιλά στο Flix για τον «Θολό Βυθό»

στα 10

Η νέα της ταινία βγαίνει στις αίθουσες στις 20 Φεβρουαρίου και η σκηνοθέτης μάς μιλά για το πώς οι Παιδουπόλεις της Φρειδερίκης αντικατοπτρίζονται στο σήμερα.

«Ποιος θα πάει να σκοτωθεί τώρα για τα ιδανικά του;» Η Ελένη Αλεξανδράκη μιλά στο Flix για τον «Θολό Βυθό»

Η Ελένη Αλεξανδράκη είναι μια σταθερή αξία στο ελληνικό σινεμά. Αλλάζοντας με άνεση είδος, ανάμεσα στη μυθοπλασία και το ντοκιμαντέρ, μας έχει ταξιδέψει, από ένα απρόσμενο love story με το «Σταγόνα στον Ωκεανό», μέχρι μια από τις ωραιότερες κινηματογραφικές διασκευές πάνω σε έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη με τη «Νοσταλγό», ως τις σκέψεις, το χιούμορ και τον κυνισμό του «Κωστή Παπαγιώργη» και τα παιδιά που μεγαλώνουν ως «Ξεριζωμένοι» σ' έναν κόσμο που θα έπρεπε να τους ανήκει.

Τα χαρακτηριστικά του σινεμά της Αλεξανδράκη, ο ανθρωποκεντρισμός, η κομψότητα, η ψυχραιμία, η τρυφερότητα, μοιάζουν να βρίσκουν τον ιδανικό τους τόπο στη νέα της ταινία, «Θολός Βυθός», βασισμένη σε βιβλία του Γιάννη Ατζακά, που έκανε την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκη και έρχεται, την Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου, στις αίθουσες.

Διαβάστε εδώ τη γνώμη του Flix για την ταινία «Θολός Βυθός»

Θολός Βυθός

Ο ήρωας είναι ο Γιάννης, ένα παιδί που, κοντά στο τέλος του εμφυλίου, θα αποχωριστεί την οικογένειά του στη Θάσο - ως μόνη ευκαιρία να μάθει γράμματα - για να μεγαλώσει μέσα στις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης, από τις αρχές του '50 σχεδόν και μέχρι την έναρξη της Δικτατορίας, κουβαλώντας, εκτός από μια μόνιμη αίσθηση μη ανήκειν, έναν (εθνικό) διχασμό ταυτότητας ανάμεσα στο παιδί ενός αντάρτη που ήταν και στο τέκνο της Βασίλισσας που κάποιοι αποφάσισαν να τον κάνουν.

Η Ελένη Αλεξανδράκη μίλησε στο Flix για την ταινία της, για τη μνήμη που διστάζουμε ν' αγκαλιάσουμε και για το Γιαννούδι της που τόσο αγάπησε. Διαβάστε παρακάτω όσα μας είπε.


Θολός Βυθός

Ποιο ήταν το στοιχείο, όταν διάβασες τα αυτοβιογραφικά βιβλίο του Γιάννη Ατζακά, «Διπλωμένα Φτερά» και «Θολός Βυθός» που, περισσότερο από τα άλλα, σ' έκανε να θελήσεις να τα κάνεις ταινία; Ποιο «δικό σου» στοιχείο θέλησες να εκφράσεις μέσα απ' αυτή τη μεταφορά;

Διαβάζοντας αυτά τα δύο βιβλία ταυτίστηκα περιέργως με αυτό το παιδί, το Γιαννούδι. Αναγνώριζα σε κάθε περιγραφή και σε κάθε σκέψη του κάτι από τον εαυτό μου ως παιδάκι. Είναι δύσκολο να το εξηγήσω, αλλά αυτή η αθωότητα, η αφέλεια και η απουσία οποιουδήποτε θεαματικού χαρακτηριστικού μου θύμισαν τα δικά μου αισθήματα. Ημουνα κι εγώ ένα εντελώς συνηθισμένο παιδί, ζωηρό και χαρούμενο, βεβαίως σε ένα τελείως διαφορετικό κοινωνικό περιβάλλον, αλλά ήμουνα ένας μέσος όρος. Το Γιαννούδι επίσης είναι ένα αγοράκι πολύ ζωντανό που όμως ξέρει ελάχιστα πράγματα και καταλαβαίνει ακόμη λιγότερα. Δεν είναι ένας θεαματικός ήρωας μυθιστορήματος που ξέρει να ελίσσεται με κάποια παιδική πονηριά, δεν έχει καμιά μαγκιά, δεν είναι ένας δυνάμει επαναστάτης. Είναι πιο πολύ ένα προβατάκι που ακολουθεί τη μοίρα του στωικά. Και το γεγονός ότι ένας τέτοιος χαρακτήρας βρίσκεται στην δύνη της προπαγάνδας και του ψέματος με συγκλόνισε.

Είναι αλήθεια ότι στους ήρωες των ταινιών μου πάντα με ενδιαφέρουν περισσότερο οι αδυναμίες τους και όχι οι δυνάμεις. Θυμάμαι όταν έκανα τη «Σταγόνα στον Ωκεανό» έπρεπε να γυρίσουμε μια ερωτική σκηνή που δεν ολοκληρώνεται, όπου η Αμαλία Μουτούση έπρεπε να πει στον Γιώργο Σφυρίδη, «Δεν θα με πάρεις;» και αυτός της γύριζε την πλάτη. Η Αμαλία ήθελε να του πει «Πάρε με» και είχαμε συζητήσει πολύ αυτή τη διαφορά και της εξηγούσα ότι την αδυναμία της επιθυμούσα σ ’αυτή τη σκηνή κι όχι τη δύναμή της. Και τελικά είχε ενθουσιαστεί γιατί κατάλαβε ότι κι εκείνη αισθανόταν όπως πολλοί ηθοποιοί που θέλουν συχνά να παίζουν τους καλούς και δυνατούς λες και πρόκειται για την αληθινή ψυχή τους.

Νομίζω ότι αυτή τη στιγμή η χειραγώγηση είναι συνεχής και πάνω σε όλους μας από τα media, την τηλεόραση, κτλ. Ζούμε την απόλυτη αλαζονεία της εξουσίας και τη δικτατορία του καταναλωτισμού. Μας μπουκώνουν συνεχώς ψέματα. Τα παιδιά είναι δύσκολο να διακρίνουν τα πράγματα αφού και οι μεγάλοι πέφτουν συνεχώς στις παγίδες.»

Αλλά για να επιστρέψω στο σημείο επαφής μου με το Γιαννούδι, έζησα κι εγώ ένα ψέμα που με τραυμάτισε στα 11 μου χρόνια: κανείς στην οικογένειά μου δεν μου είπε ότι η αρρώστια του πατέρα μου ήταν μοιραία, όταν το '67 - '68 είχε καρκίνο για 13 μήνες κι εγώ, ενώ αναρωτιόμουνα μήπως θα πεθάνει, απαντούσα μυστικά στον εαυτό μου ότι αποκλείεται, αφού κανείς δεν μου το λέει και αφού δεν έχω κρυφακούσει κάτι σχετικό. Αλλά μια μέρα πέθανε κι εμένα το έδαφος έφυγε κάτω από τα πόδια μου. Ενιωσα ενοχή που τελικά δεν το είχα καταλάβει, κατά κάποιο τρόπο υπεύθυνη για τον θάνατό του. Αυτό το τραύμα έσβησε μόνο μετά από πάρα πολλά χρόνια όταν μπόρεσα να βιώσω τον θάνατο άλλων αγαπημένων. Το ψέμα αυτό μέσα στο οποίο είχα ζήσει αναδύθηκε στο μυαλό μου όταν διάβασα τα ψέματα μέσα στα οποία ζούσε το Γιαννούδι.

Και το άλλο σημείο επαφής με την ιστορία του «Θολού Βυθού» είναι κατά κάποιο τρόπο η Ιστορία. Κι εγώ, όπως τα παιδιά των Παιδοπόλεων, ήμουνα ψωνισμένη με τους βασιλιάδες και τις βασίλισσες και είχα παρακολουθήσει με κάθε λεπτομέρεια τους γάμους της Αννας-Μαρίας και του Κωνσταντίνου και της Σοφίας και του Χουάν Κάρλος. Στη συνέχεια έζησα τα χρόνια του σχολείου μέσα στη δικτατορία. Που, ενώ ήμουνα σε προοδευτικό σχολείο, η εκπαιδευτική ύλη και τα βιβλία θύμιζαν πάρα πολύ το κλίμα των Παιδοπόλεων. Οπότε όλα αυτά μαζί, τα λίγο ασύνδετα μεταξύ τους, και βέβαια η καταπληκτική γραφή του Ατζακά, με έδεσαν με το Γιαννούδι δια βίου.

Θολός Βυθός

Γιατί αυτή η ταινία χρειάστηκε τόσο χρόνο για να γίνει;

Κυρίως πήρε πολύ καιρό η αναζήτηση των χρημάτων. Προσπάθησα να βρω χρήματα από το εξωτερικό, πράγμα που δεν είχε αποτέλεσμα. Αρχικά θεωρούσαμε ότι αυτή η ταινία δεν μπορούσε να γίνει με τα ελάχιστα χρήματα του ΕΚΚ, της ΕΡΤ και των συμπαραγωγών μας, Alatas Films, Authorwave, Tamarisk. Αυτή η αναζήτηση χρημάτων είναι εξαιρετικά χρονοβόρα γιατί μεταξύ των υποβολών και των απαντήσεων μεσολαβούν αρκετοί μήνες κτλ. Ομως μέσα σ' αυτά τα χρόνια που περνούσαν, κι ενώ έκανα άλλα projects, εγώ ωρίμαζα και κατέληξα κάποια στιγμή ότι η ταινία πρέπει να γίνει με τον αφαιρετικό τρόπο που την έκανα. Συζητούσαμε όλα αυτά τα χρόνια και με τον Διονύση Ευθυμιόπουλο και τον Γιώργο Γεωργίου και έτσι καταλήξαμε στη φόρμα που θα δίναμε στην ταινία. Βεβαίως και κυρίως αυτά τα 16 χρόνια ήταν και το διάστημα όπου μελέτησα, εκτός από κείμενα και ντοκουμέντα, τον ίδιο τον Γιάννη Ατζακά, την ψυχή του και τον χαρακτήρα του και για μένα αυτή ήταν η πολυτιμότερη πηγή γνώσης και έμπνευσης.

Υπήρχαν μέρη του βιβλίου που άφησες εκτός του σεναρίου, όχι λόγω της αυτονόητης οικονομίας, αλλά λόγω οποιουδήποτε δισταγμού;

Δεν νομίζω και δεν ξέρω πια. Για μένα αυτή τη στιγμή το βιβλίο μπερδεύεται με την ταινία και έχω την εντύπωση ότι και στον Γιάννη συμβαίνει το ίδιο. Λόγω οικονομίας σίγουρα άφησα πράγματα απ’ έξω. Αλλά δεν νομίζω ότι λογόκρινα τίποτα από το βιβλίο. Επίσης είναι περίεργο ότι νιώθω ότι είναι πραγματικά όλο το βιβλίο εκεί γιατί αισθάνομαι ότι ή ταινία ανταποκρίνεται απόλυτα στο πνεύμα του.

Μνήμη είναι αυτό που είμαστε. Από τη μνήμη είμαστε φτιαγμένοι. Το σινεμά από τη φύση του για μένα σχετίζεται και πρέπει να σχετίζεται απόλυτα με τη μνήμη και με το όνειρο. Το γεγονός ότι η αφήγηση ντεκουπάρεται σε στιγμές, σε πλάνα, σε ήχους, συνδέεται απόλυτα με τις λειτουργίες του μυαλού, της ψυχής, του μνημονικού και του υποσυνειδήτου. Γι’ αυτό πιστεύω απόλυτα στην κινηματογραφική αίθουσα.»

Εχεις πείρα και στη μυθοπλασία και στο ντοκιμαντέρ: γιατί επέλεξες να αφηγηθείς αυτή την ιστορία ως μυθοπλασία;

Γιατί δεν με ενδιέφερε να κάνω μια ταινία για τις Παιδοπόλεις αλλά μια ταινία για αυτή την αθώα παιδική ψυχή που τυχαίνει να βρίσκεται μέσα στις Παιδοπόλεις και διατρέχει μια περίοδο της Ελληνικής Ιστορίας.

Ποιος είναι, για σένα, ο «θολός βυθός»;

Η ψυχή του παιδιού, η μνήμη του, η συλλογική μας μνήμη και η σκοτεινή μας Ιστορία.

Πώς θεωρείς ότι η ιστορία του Γιάννη συνδέεται με το σήμερα; Τι εκφράζουν για 'σένα οι Παιδουπόλεις της Φρειδερίκης και βλέπεις παραλληλισμούς με τη σημερινή διαπαιδαγώγηση της νεότατης γενιάς ή έχει εκλείψει παρόμοιου είδους χειραγώγηση;

Νομίζω ότι αυτή την στιγμή η χειραγώγηση είναι συνεχής και πάνω σε όλους μας από τα media, την τηλεόραση, κτλ. Ζούμε την απόλυτη αλαζονεία της εξουσίας και την δικτατορία του καταναλωτισμού. Μας μπουκώνουν συνεχώς ψέματα. Τα παιδιά είναι δύσκολο να διακρίνουν τα πράγματα αφού και οι μεγάλοι πέφτουν συνεχώς στις παγίδες.

Δεν ξέρω αρκετά πράγματα για το σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα για να πω κάτι σοφό, αλλά και μόνο το γεγονός ότι τα παιδιά είναι υποχρεωμένα να παπαγαλίσουν τα βιβλία για να μπουν στο πανεπιστήμιο δείχνει ότι η κατάσταση είναι δραματική. Επίσης το θέμα της προστασίας των παιδιών είναι πάντα ένα θέμα αμφίσημο. Η εκμετάλλευση παντού καραδοκεί με χίλιες εκδοχές.

Η ταινία έχει οπωσδήποτε πολιτικό χαρακτήρα, ήταν αυτή η πρόθεσή σου ή συμπορεύεται με την πλοκή της;

Μα δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Αυτή η ιστορία είναι πολιτική. Η Φρειδερίκη έφτιαξε τις Παιδοπόλεις για να φτιάξει τους αυριανούς χτίστες της χώρας. Για να επισφραγιστεί η νίκη της Δεξιάς πάνω στην Αριστερά. Και για να θεωρηθεί η ίδια ως η μεγάλη αγαθοεργός Βασίλισσα.

Θα έλεγες ότι είναι μια ταινία για τη μνήμη; Τι σημαίνει «μνήμη» για 'σένα και πώς τη διατηρεί, ίσως, το σινεμά;

Μνήμη είναι αυτό που είμαστε. Από τη μνήμη είμαστε φτιαγμένοι.

Ο «Θολός Βυθός» είναι μια ταινία όπου η μνήμη αφηγείται. Το σινεμά από τη φύση του για μένα σχετίζεται και πρέπει να σχετίζεται απόλυτα με τη μνήμη και με το όνειρο. Το γεγονός ότι η αφήγηση ντεκουπάρεται σε στιγμές, σε πλάνα, σε ήχους, συνδέεται απόλυτα με τις λειτουργίες του μυαλού, της ψυχής, του μνημονικού και του υποσυνειδήτου. Γι’ αυτό πιστεύω απόλυτα στην κινηματογραφική αίθουσα. Η μεγάλη οθόνη όχι απλώς ενδείκνυται για την κινηματογραφική γλώσσα αλλά είναι απαραίτητη. Νομίζω ότι μέσα από τη μεγάλη εικόνα μπορεί να εισχωρήσει στο μυαλό του θεατή η μαγεία μιας εξομολόγησης που είναι πάντα μια ταινία. Οσον αφορά το ερώτημα αν το σινεμά διατηρεί τη μνήμη σε αντίθεση με τη λήθη, στην περίπτωση της ταινίας μου νομίζω πως ναι γιατί ξαναφέρνει στο προσκήνιο μια ιστορία ξεχασμένη και αποσιωπημένη όπως το κάνει και το βιβλίο.

Θολός Βυθός

Τι θελήσατε, μαζί με τον Διονύση Ευθυμιόπουλο, να εκφράσετε με την εκπληκτική φωτογραφία της ταινίας, το ασπρόμαυρο, το φως που είναι ταυτόχρονα αυστηρό και τρυφερό κι αυτή την τόσο σεμνή και συναρπαστική απεικόνιση της ελληνικής υπαίθρου;

Την κατάσταση μυαλού του παιδιού, και την δική μας μνήμη των πραγμάτων. Ολα είναι ιδωμένα από την πλευρά του παιδιού που εκφράζεται μέσα από τη μνήμη του ενήλικα. Αλλά σ’ αυτό παίζει και καθοριστικό ρόλο το no man’s land στο οποίο όλα συμβαίνουν. Και γι’ αυτό έχει μεγάλο μερίδιο και ο σκηνογράφος Γιώργος Γεωργίου.

Πόσο δύσκολη (ή ευχάριστη ή εύκολη) ήταν η επιλογή να δουλέψεις με τέσσερις ηθοποιούς που υποδύονται τον ίδιο ήρωα σε διαφορετικές φάσεις της ζωής του;

Ενιωθα ανασφάλεια μέχρι να καταλήξω στα τρία παιδιά που έπαιξαν τις τρεις πρώτες ηλικίες. Ο Αινείας Τσαμάτης πολύ γρήγορα έλαμψε στα μάτια μου ότι αυτός θα είναι ο Γιάννης. Στην αρχή θεωρούσα ότι θα υπάρχουν μόνο δύο ηλικίες παιδιών, ο οχτάχρονος (Μάριος-Κωνσταντίνος Γαλετζάς), και ο δεκατριάχρονος (Κωνσταντίνος Αθανασάκης). Αλλά όταν είδα στο κάστινγκ τον Φίλιππο Μηλίκα που ήταν έξι χρονών είδα αμέσως ότι από αυτόν έπρεπε να ξεκινήσει η ιστορία. Κάναμε κάποια τεστ για να δούμε αν μπορούν όλοι μαζί να περάσουν για το ίδιο πρόσωπο και καταλήξαμε.

Η βαθιά δικαιοσύνη είναι αριστερής ιδεολογίας. Πού είναι όμως όλα αυτά τώρα; Δεν ξέρω πού βρίσκεται η αριστερά αυτή τη στιγμή.»

Μετά με τον Χρήστο Γιαννακόπουλο, που συνέβαλε κι αυτός υπέροχα στην αφαιρετική διάσταση της ταινίας, όταν κάναμε το πρώτο κατ βεβαιωθήκαμε χίλια τα εκατό για δύο πράγματα: ένα ότι περνούσαν τα χρόνια και δεύτερο ότι δεν αμφισβητούσες ποτέ ότι τα Γιαννούδια και ο Γιάννης ήταν ένα και το αυτό. Η δουλειά με τα παιδιά ήταν για μένα μια απόλαυση. Δεν ξέρω πώς έγινε αυτό το θαύμα αλλά κύλησε σαν νεράκι.

Ποια σημασία έχει για σένα η γιαγιά και οι επιλογές της;

Λατρεύω αυτό το πρόσωπο. Οπως το λατρεύει και ο Ατζακάς. Την καταλαβαίνω, είναι μια γυναίκα, μια γριούλα που λατρεύει το εγγόνι της, το έχει σαν παιδί της και θέλει να το μάθει γράμματα γιατί πονάει που όλοι στην οικογένεια είναι αγράμματοι. Εχει πάστα Παπαδιαμαντική. Ενώ, χωρίς να το ξέρει, τρέχει στις φλέβες της αριστερό αίμα, πείθεται να δώσει το παιδί στις Παιδοπόλεις και το κάνει με σκισμένη καρδιά αλλά ελπίζοντας ότι είναι για το καλό του. Είναι στην ουσία μία Αγία Γριούλα σαν αυτές που βλέπουμε ακόμα που και που στα χωριά να καθαρίζουν φασολάκια έξω από την πόρτα του σπιτιού τους. Δεν την ξεσυνερίζομαι γιατί στο βάθος της καρδιάς της είναι αγνή, κι ας έδωσε τον Γιάννη στην Παιδόπολη, κι ας του λέει αργότερα, όταν είναι μεγάλος, να μην ανακατεύεται με την πολιτική. Σκέψου αυτή η γυναίκα τι έχει τραβήξει. Εχει εξαφανιστεί ο γιος της στα βουνά, έχει δει να ρέουν ποτάμια αίματος στο χωριό, έχει περάσει ξυστά από το Τρίκερι, της έχουν γυρίσει δυο τρεις φορές το σπίτι ανάποδα για να βρουν στοιχεία για τον γιο της, έχει ζήσει από πρώτο χέρι τον Εμφύλιο.

Θολός Βυθός

Κατά πόσο θεωρείς ότι η αντίσταση, η επανάσταση, ο μαχητικός ανθρωπισμός, ταυτίζονται με την Αριστερά;

Θεωρώ ότι η πραγματική αριστερά είναι όλα αυτά που λες και πολλά ακόμη άλλα. Η βαθιά δικαιοσύνη είναι αριστερής ιδεολογίας. Πού είναι όμως όλα αυτά τώρα; Δεν ξέρω πού βρίσκεται η αριστερά αυτή τη στιγμή.

Ποια σημασία δίνεις στο φινάλε της ταινίας, στην επίσκεψη του ενήλικα Γιάννη στον πατέρα του και στη δική του κατάσταση / απογοήτευση;

Το φινάλε της ταινίας δεν υπάρχει στα βιβλία. Υπάρχει μια αναφορά στο ότι κάποια στιγμή συναντήθηκαν για πρώτη φορά και σε κάποια κατοπινότερα βιβλία και διηγήματα του Γιάννη κάποιες σχετικές αφηγήσεις.

Αυτή την εξομολόγηση που καταφέρνει να κάνει ο Γιάννης διαβάζοντας στον πατέρα του αυτά που έχει γράψει για την ζωή του την έχω φανταστεί. Είχα την ανάγκη να τον λυτρώσω απ’ αυτόν τον μόνιμο πόνο που βιώνει σχετικά με την εγκατάλειψη που είχε νιώσει ως παιδί. Ο πατέρας έχει απογοητευθεί από τον υπαρκτό σοσιαλισμό. Πονάμε όλοι μαζί τους.

Θεωρείς ότι η ελληνική τέχνη έχει έναν φόβο να καταπιάνεται με τα σκοτεινά κεφάλαια της πρόσφατης ιστορίας της; Γιατί;

Νομίζω ότι είναι επικίνδυνο να γίνει κάτι το κραυγαλέο όταν μιλάει κανείς για τέτοια πράγματα. Κι ένα πράγμα που φοβόμαστε είναι μήπως μας ξεφύγει η ταινία προς αυτή την κατεύθυνση. Ισως φοβόμαστε και να μιλήσουμε γι' αυτά τα θέματα γιατί μπορεί να μας χτυπήσουν απ’ όλες τις πλευρές.

Εχει χαθεί η πίστη. Το σύστημα έχει δουλέψει τόσο τέλεια διαβρώνοντας πια τη δύναμη των ανθρώπων. Ποιος θα πάει να σκοτωθεί τώρα για τα ιδανικά του; Μόνο οι μάνες που χάσανε τα παιδιά τους, βλέπε Μάγδα Φύσσα και Μαρία Καρυστιανού. Αυτές ναι, είναι λέαινες!»

Αλλά κυρίως νομίζω ότι τα πράγματα δεν είναι ακόμη απόλυτα ξεκάθαρα μέσα μας. Νομίζω ότι η απώλεια της ταυτότητας που βιώνει ο Γιάννης μέσα στις Παιδοπόλεις είναι κάτι που παραμένει διάχυτο στις ψυχές μας, εμάς των Ελλήνων.

Η ταινία εκτυλίσσεται σε μια εποχή όπου άνθρωποι, σαν τον πατέρα του Γιάννη, θυσίαζαν την προσωπική και οικογενειακή τους ζωή για την ιδεολογία τους. Τι έχει αλλάξει ως προς αυτό σήμερα;

Εχει χαθεί η πίστη. Το σύστημα έχει δουλέψει τόσο τέλεια διαβρώνοντας πια τη δύναμη των ανθρώπων. Ποιος θα πάει να σκοτωθεί τώρα για τα ιδανικά του; Μόνο οι μάνες που χάσανε τα παιδιά τους, βλέπε Μάγδα Φύσσα και Μαρία Καρυστιανού. Αυτές ναι, είναι λέαινες! Πνίγονται από τον πόνο τους και την αδικία. Αλλά γενικά αν δεν βιώσει κανείς μια προσωπική τραγωδία δεν ξεκουνιέται εύκολα. Υπάρχει πιστεύω παράλυση και γενικότερη αφασία.

Πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν να γίνει αυτή η ταινία, από την πλευρά της παραγωγής;

Οταν τελειώνουν οι ταινίες μου όλα μου φαίνονται ότι ήταν εύκολα. Και ειδικά σ’ αυτήν έχω απολαύσει κάθε λεπτό της δημιουργίας της. Στην πραγματικότητα όμως ήταν εξόχως περίπλοκη η παραγωγή. Μόνο να σκεφτείς ότι παίξανε στην ταινία 50 (ευτυχώς υπέροχα) παιδιά και 50 υπέροχοι ηθοποιοί. Είχα ένα καταπληκτικό βοηθό, τον Στράτο Κούβελα, που έφερε σε πέρας το όλο εγχείρημα χωρίς να νιώσω ούτε μια στιγμή μόνη. Επίσης η Τζίνα Πετροπούλου που έκανε την διεύθυνση παραγωγής με ανακούφισε με υλικό τρόπο πάμπολες φορές. Αλλά είμαι ακόμη με τη γλώσσα έξω όσον αφορά το οικονομικό μέρος και όλη αυτή τη διαδικασία του ΕΚΟΜΕ που είναι εξουθενωτική.

Θολός Βυθός

Τι προσδοκίες έχεις (γενικώς, όχι μόνο στα εισιτήρια) τώρα που θα βγει στις αίθουσες;

Θα ήθελα πολύ να πάει πολύς κόσμος να δει την ταινία γιατί νομίζω ότι όλους τους ανθρώπους τους ενδιαφέρει και μπορούν να μάθουν, να δουν, ή και να αμφισβητήσουν κάτι.

Θα ήθελα να ταξιδέψει πολύ. (Ειρήσθω εν παρόδω τον Μάρτιο θα παιχτεί στο Φεστιβάλ της Σόφιας και ακολουθούν και άλλα ταξίδια). Θα ήθελα να την βλέπουνε για χρόνια σε όλες τις γωνιές της Ελλάδας και του απόδημου Ελληνισμού. Αλλά πιο πολύ απ’ όλα θα ήθελα οι θεατές να αγαπήσουν το Γιαννούδι όπως το αγαπώ εγώ.

Ο «Θολός Βυθός» θα προβάλλεται στις αίθουσες από την Πέμπτη, 20 Φεβρουαρίου. Δείτε και διαβάστε περισσότερα εδώ.