Ο «Θολός Βυθός» της Ελένης Αλεξανδράκη είναι πρωτίστως μια ταινία για τη μνήμη.

Οχι μόνο γιατί αφηγηματικά ακολουθεί τη λογική μιας άτυπης μυθιστοριογραφίας που αναμοχλεύει το παρελθόν, αλλά κυρίως γιατί το πέρασμα του ήρωα της στην ενηλικίωση γίνεται με τον κατακερματισμένο τρόπο που το κάνει η ανθρώπινη μνήμη, καθώς προσπαθεί να θυμηθεί πρόσωπα και γεγονότα, υφές, αρώματα και κυρίως εκείνη την αίσθηση του τόπου και του χρόνου, όταν νιώθεις ότι ανήκεις κάπου, πρωταγωνιστής της δικής σου ή της άλλης, της μεγάλης Ιστορίας.

Διαβάστε τη συνέντευξη | «Ποιος θα πάει να σκοτωθεί τώρα για τα ιδανικά του;» Η Ελένη Αλεξανδράκη μιλά στο Flix για τον «Θολό Βυθό»

Ο ήρωας είναι ο Γιάννης, ένα παιδί που θα αποχωριστεί την οικογένεια του στη Θάσο - ως μόνη ευκαιρία να μάθει γράμματα - για να μεγαλώσει μέσα στις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης, από τις αρχές του 50 σχεδόν και μέχρι την έναρξη της Δικτατορίας κουβαλώντας εκτός από μια μόνιμη αίσθηση μη ανήκειν και έναν (εθνικό) διχασμό ταυτότητας ανάμεσα στο παιδί ενός αντάρτη που ήταν και στο «τέκνο της Βασίλισσας» που κάποιοι αποφάσισαν να τον κάνουν.

Βασισμένη στα δύο αυτοβιογραφικά κατά βάση μυθιστορήματα του Γιάννη Ατζακά «Τα Διπλωμένα Φτερά» και το «Θολός Βυθός» (το δεύτερο βραβευμένο με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 2009), η Ελένη Αλεξανδράκη συνεχίζει τη διαδρομή της σε ένα σινεμά που διατρέχει την ιστορία του ατόμου μέσα στο χωροχρόνο της «πατρίδας» - είτε αυτό είναι μια μεγάλη αγάπη, το φευγιό στο απέναντι νησί ή ο κόσμος του «θεάματος» και του «μύθου», για να θυμηθούμε τα επιμέρους κομμάτια της ξεχωριστής φιλμογραφίας της - ξεκινώντας από την μεγάλη εικόνα, περνώντας στο προσωπικό βλέμμα πριν το πλάνο ανοίξει ξανά σε κάτι συλλογικό.

Πιάνοντας το νήμα από τους «Ξεριζωμένους», το ντοκιμαντέρ της που προηγήθηκε της ταινίας με πρωταγωνιστές πραγματικά παιδιά που μεγάλωσαν σε συνθήκες «εξορίας», η Αλεξανδράκη εικονογραφεί το ταξίδι του Γιάννη μέσα στις παιδουπόλεις με το μινιμαλισμό και την αυστηρότητα που επιβάλλει το ασπρόμαυρο (τα εύσημα εδώ και στον διευθυντή φωτογραφίας Διονύση Ευθυμιόπουλο), διασχίζοντας τέσσερις εποχές του ήρωα, «χρωματισμένες» όλες από την εμπειρία του να μεγαλώνεις με κανόνες αλλά χωρίς κανονικότητα, με το επώνυμό σου αλλά και ένα γράμμα μείον που κάποιος ξέχασε από αδιαφορία.

Η αναπαράσταση της ζωής στις παιδουπόλεις ακολουθεί τις φωτοσκιάσεις μιας ζωής που μέσα από το βλέμμα των παιδιών άλλοτε μοιάζουν με φυλακή και άλλοτε με παιδική χαρά, σε κάθε περίπτωση ένας τόπος αυστηρών αρχών «πατρίδας, θρησκείας και οικογένειας» που όμως η μνήμη του Γιάννη τον μεγεθύνει για να γίνει και ο τόπος των πρώτων φίλων, της πρώτης σεξουαλικής αφύπνισης, της πρώτης συνειδητοποίησης πως «σπίτι» είναι μόνο οι άνθρωποι που σε περιμένουν έξω ή αυτοί που κάποτε θα συναντήσεις. Και πως ο μπαμπάς που δεν γύρισε ποτέ, δεν είναι άμοιρος ευθυνών αλλά μπορεί να είχε και αυτός τους λόγους του.

Σε μια διαδρομή που διασχίζει και την Ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας, η Ελένη Αλεξανδράκη καταφέρνει να παρασύρει με την αφηγηματική δεινότητα της τρυφερής αλλά και ακριβής ματιάς στις σκηνές με τα παιδιά - έχοντας από πριν επιλέξει τρεις πρωταγωνιστές για τις διαφορετικές ηλικίες του ήρωα με την αθωότητα και την συνείδηση που αρμόζει στην κάθε περίσταση. Δράμα δεν υπάρχει, με την γνώριμη και, σε στιγμές εδώ αναίτια απούσα, έννοια του όρου, καθώς το σενάριο ακολουθεί αυτή την αφαιρετική, ισχνή σε δραματουργία αλλά πιο πυκνή σε αισθήσεις διαδρομή της μνήμης που δίνει και το ρυθμό της «ενηλικίωσης».

Ο,τι αφαιρεί ο τελικά αυτοσκοπός του μινιμαλισμού και η κάθε φορά απομάκρυνση από τον κεντρικό ήρωα που καθυστερεί την είσοδο της τελικής και εκ των πραγμάτων καίριας ηλικίας του Γιάννη (τον υποδύεται ο Αινείας Τσαμάτης), αναπληρώνει η θέση της ταινίας, τελικά η ίδια η ύπαρξη της ως μια αναμόχλευση της Ιστορίας και ένα άγγιγμα στην ακροτελεύτια σκηνή που ίσως τελικά να ενώνει και τις διάσπαρτες τελείες στη διακεκομμένη συναισθηματική ροή όσων «ψαρεύει» ήρωας και σκηνοθέτης από το θολό βυθό της μνήμης. Και της Ιστορίας.