O Mάικλ είναι ένας 28χρονος άστεγος τοξικομανής στους αφιλόξενους δρόμους του μητροπολιτικού Λονδίνου. Ενοχλητικός, αγενής, αλαζονικός, έχει μάθει να επιβιώνει με ασπίδα το θράσος του κι άλλα αθέμιτα μέσα - επαιτεία, εξαπατήσεις, μικροκλοπές. Οταν επιτίθεται σ’ έναν καλό Σαμαρείτη που δέχεται να τον κεράσει φαγητό για να του κλέψει το ρολόι, ο Μάικλ συλλαμβάνεται και μπαίνει για 8 μήνες φυλακή. Το πραγματικό δράμα όμως ξεκινά με την αποφυλάκιση του - μετανιωμένος, συμμορφωμένος, καθαρός από ναρκωτικά, επιχειρεί να πιάσει δουλειά και να τη διατηρήσει. Πόσο όμως μπορεί να αλλάξει η μοίρα ενός «αχινού» - θα σταματήσει να πληγώνει όλους γύρω του; Θα σταματήσει να αυτοκαταστρέφεται κι ο ίδιος με τα δηλητηριώδη του αγκάθια;
Ο Χάρις Ντίκινσον (ο νεαρός συμπρωταγωνιστής της Νικόλ Κίντμαν στο «Babygirl») κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με μία ταινία καλών προθέσεων, αλλά μέτριας καλλιτεχνικής επίτευξης. Εξαιρετικό (και απροσδόκητο σε σχέση με το stardom του) το ότι μοιάζει να αγαπά πολύ τον νεορεαλισμό, το είδος του «kitchen-sink drama» που καθόρισε το βρετανικό σινεμά. Ομως, η προσέγγιση του στην ντοκιμαντερίστικη κινηματογράφηση και verité αισθητική είναι άγαρμπη, άτσαλη, άγουρη. Και σε συνδυασμό με το ελλειπτικό σενάριο που προσφέρει ισχνούς, αστήριχτους χαρακτήρες και αφηγηματικά άλματα, αλλά και παράλληλους πειραματισμούς στο μαγικό ρεαλισμό που μπαίνουν εμβόλιμοι στην εικονογραφία του, το αποτέλεσμα μοιάζει με φοιτητική ταινία. Εξαιρετικός όμως ο πρωταγωνιστής του Φρανκ Ντιλέιν (δικαίως έφυγε με το βραβείο ανδρικής ερμηνείας στο τμήμα Ενα Κάποιο Βλέμμα από τις Κάννες το καλοκαίρι που μας πέρασε) που σηκώνει όλο το βάρος της ταινίας με ευάλωτο τσαμπουκά και τσακαλωμένη γοητεία.