Ο Δημήτρης Παντελίας περιγράφει τα τέσσερα χρόνια που βρέθηκε ως βοηθός σκηνοθέτη δίπλα στον Αλέξη Δαμιανό μέχρι να ολοκληρωθεί ο «Ηνίοχος» - η τρίτη και τελευταία του ταινία - όχι ως μια δουλειά, αλλά ως μία «μυητική διαδικασία», από αυτές που σου αλλάζουν τη ζωή με ένα τρόπο καθοριστικό.
Με αφορμή το «Μια Δυνατή Φωτιά», το αφιέρωμα στο πλήρες (κινηματογραφικό, θεατρικό, ποιητικό, μουσικό) έργο του Αλέξη Δαμιανού που ξεκινάει την Πέμπτη 5 Μαΐου και θα διαρκέσει μέχρι τις 11 Μαΐου στην Αλκυονίδα, ο Δημήτρης Παντελίας μιλάει στο Flix για τον άνθρωπο Αλέξη Δαμιανό, για τη διαχρονικότητα και την επικαιρότητα του έργου του, τις αντιθέσεις που τον ολοκλήρωναν ως καλλιτέχνη, όλα όσα τον πλήγωναν και τον θύμωναν και όλα όσα τον έκαναν να συνεχίζει.
[Οι φωτογραφίες είναι του Δημήτρη Παντελιά και της Κατερίνας Παπανδρέου από τα γυρίσματα του «Ηνίοχου»]
(από αριστερά) Ο διευθυντής φωτογραφίας Χρήστος Βουδούρης, η Αρτεμις Δαμιανού, ο Αλέξης Δαμιανός, ο βοηθός σκηνοθέτη Δημήτρης Παντελιάς, ο ηθοποιός Κώστας Γαζέττας
Αν έπρεπε να συστήσετε τον Αλέξη Δαμιανό σε κάποιον που δεν ξέρει καθόλου το έργο του, τι θα χρησιμοποιούσατε για να φτιάξετε το βιογραφικό του;
Ποιητής, σκηνοθέτης, ηθοποιός, αγρότης… Σε όλα του ήταν ένας άνθρωπος που ήξερε να «βλέπει» κι όχι να «κοιτάζει». Σιωπηρά εκρηκτικός, ένας δωρητής του κινηματογράφου, ένας δάσκαλος του γένους όπως είπε ο ποιητής Κώστας Καναβούρης, κατ΄εμέ ένα άλλο Ερέχθειο για τις γενιές που έρχονται.
Ο Αλέξης υπήρξε επικίνδυνος για κάποιους. Και όντως δεν βολευόταν ούτε με τους άλλους ούτε με τον εαυτόν του. Επικίνδυνος για τους άφρονες εξουσιαστές, για τους εχθρούς του πολιτισμού μας, για τους καλλιτέχνες που εκπορνεύουν την τέχνη τους, εχθρός της κάθε είδους βαρβαρότητας που μας κατακλύζει.
Μπορούσε να δει βαθιά μέσα στις ψυχές, δεν ήταν εύκολο να τον ξεγελάσεις κι αυτό τον έκανε ακόμα πιο επικίνδυνο.
Ο Αλέξης μπορούσε να γίνει εύκολα ο καθρέφτης σου και να σε αναγκάσει να δεις τον εαυτό σου όπως είναι, όχι εξιδανικευμένο όπως τον φαντάζεσαι κι αυτό σε πολλούς δεν άρεσε, όμως δεν έφταιγε ο καθρέφτης τους. Δεν ήταν βολικός, δεν του άρεσαν τα κάλπικα όρια, αγαπούσε τους ανοιχτούς ορίζοντες.
Πίστευε πως δεν μπορείς να ζείς μισώντας τον καλύτερό σου, δεν μπορείς να ζείς αγαπώντας ό,τι θα σ΄άφανίσει, γιατί έτσι, δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις την πιο μεγάλη σου τρομάρα, το θάνατο. Γιατί όποιος φοβάται το θάνατο πεθαίνει κάθε μέρα, δεν είναι ελεύθερος, δεν είναι άξιος να ζήσει.
Τον Αλέξη δεν τον έπιανες από πουθενά γιατί η αλήθεια του δεν είχε να κάνει με το άσπρο ή με το μαύρο αλλά με όλη την γκάμα των χρωμάτων κι έτσι βρισκόταν διαρκώς σε μια αντίθεση που σε τρέλαινε. Μια τρέλα γόνιμη όμως, μια τρέλα δημιουργική. Αυτήν την τρέλα, αν δεν την άντεχες, έφευγες τρέχοντας. Αν την άντεχες όμως, γινόσουν άλλος άνθρωπος, αλλιώς έβλεπες τη ζωή, θωρακιζόσουν απέναντι στην ψευτιά, ξαναγύριζες στην πηγή. Μάθαινες να ξεχωρίζεις την αλήθεια από το ψέμα εύκολα, γινόσουν κι εσύ επικίνδυνος…
Γιατί, κατά τη γνώμη σας, το κινηματογραφικό έργο του Αλέξη Δαμιανού υπήρξε τόσο επιδραστικό - αντιστρόφως ανάλογα με την ποσότητά του;
Γιατί ήταν αποκαλυπτικό. Κι οι αποκαλυπτικές δημιουργίες δεν λειτουργούν με κριτήριο την ποσότητα αλλά την ποιότητα. Το έργο του δεν απευθύνεται σε θεατές, απευθύνεται σε κοινωνούς, σε ενεργούς, συμμετέχοντες θεατές. Αν παραμείνεις ουδέτερος απέναντί του, δεν θα επιδράσει με κανέναν τρόπο πάνω σου.
Ολες οι δημιουργίες που επικοινωνούν με τους αποδέκτες τους είναι έντονα επιδραστικές ασχέτου ποσότητας. Γιατί σε υποχρεώνουν να ξυπνήσεις, να αλλάξεις, να φύγεις από κει διαφορετικός, να ενηλικιωθείς χωρίς να σκοτώσεις το παιδί μέσα σου.
Ηταν ένας από τους λίγους ανθρώπους που μπορούσε να εναρμονίσει, να προκαλέσει τον συγκερασμό εις σάρκα μία, του πλούτου του πολιτισμού του Σπαρτιάτη με το μέγεθος της πνευματικής έκρηξης του Αθηναίου.
Τον Αλέξη δεν τον έπιανες από πουθενά γιατί η αλήθεια του δεν είχε να κάνει με το άσπρο ή με το μαύρο αλλά με όλη την γκάμα των χρωμάτων κι έτσι βρισκόταν διαρκώς σε μια αντίθεση που σε τρέλαινε. Μια τρέλα γόνιμη όμως, μια τρέλα δημιουργική.»
Ντίνα Ανδριοπούλου και Αλέξης Δαμιανός
Ποια είναι η δική σας θεωρία για το γιατί ο Αλέξης Δαμιανός έκανε τόσες λίγες ταινίες;
Το έργο του Αλέξη δεν αθροίζεται σε αριθμούς ταινιών, δεν θα είχε νόημα κάτι τέτοιο, θα ήταν σαν να έλεγες γιατί οι Αθηναίοι έκτισαν μόνο μία Ακρόπολη. Αλλωστε στο πέρασμα της ζωής του έκανε πολλά, έπαιξε σε δεκάδες παραστάσεις, σκηνοθέτησε άλλες τόσες, έφτιαξε σήριαλ, έγραψε ποιήματα, έγραψε θεατρικά, έφτιαξε θέατρα (Ορφέας - το μετέπειτα υπόγειο του Κουν, το Πορεία).
Εφτιαξε και την πρώτη πειραματική σκηνή. Δημιούργησε και ένα αγρόκτημα. Δεν ήταν επαγγελματίας σκηνοθέτης κινηματογράφου και δεν ήθελε νά είναι.
Φυσούσε την ζωή μέσα από το έργο του χωρίς να τον νοιάζει το μέσον ή η ποσότητα, το έκανε μόνο όταν ήταν ερωτευμένος. Οπως απάντησε σε Γάλλους κριτικούς στην ίδια ερώτηση: «όταν είμαι ερωτευμένος δεν πάω σε μπορδέλα». Που σημαίνει πως όταν παίρνω-δίνω ζωή από την τέχνη μου, δεν την εξαγοράζω, δεν την κάνω επάγγελμα. Παραμένω ένας ερασιτέχνης με την ουσιαστική έννοια της λέξης. Θέλει μαγκιά αυτό. Και μπέσα. Τι να γίνει; Ολα έχουν το τίμημα τους κι αυτό ο Αλέξης το ήξερε καλά.
Σου ζητούσε να είσαι εκεί σαν εραστής, όχι σαν «πόρνη». Αν το μπορούσες έμπαινες στη μυσταγωγία. Αν όχι… έφευγες. Δεν είχες άλλη λύση.
Τι ενώνει και τι χωρίζει τις τρεις ταινίες του;
Δεν τις χωρίζει τίποτα. Και οι τρεις αναφέρονται στα δεινά του ανθρώπου και της χώρας του. Και τις τρεις τις ενώνουν οι προτάσεις που κάνει για αξιοπρέπεια, για μνήμη, για ήθος, για καθαρή ματιά.
Προτείνει και στις τρεις, να φύγουμε από τον καταστρεπτικό εγωκεντρισμό μας, να φτάσουμε εκεί βαθιά που είναι κρυμμένη η λέξη άνθρωπος, να αναζητήσουμε στην πραγματική μας φύση την αξιοπρέπεια, την αρετή, το θάρρος. Η φράση «το κατά φύσιν ζην εστί κατ’αρετήν» του Αριστοτέλη, βρίσκονταν συχνά ανάμεσα στις κουβέντες του, συνόψιζε την κοσμοθεωρία του για την ζωή.
Τις ταινίες του αλλά και το σύνολο του έργου του τα ενώνει η πρόταση που έκανε πάντα στον κόσμο να επαναστατήσει, δηλαδή να ξανασταθεί στα πόδια του. Να πάρει τη μοίρα του στα χέρια του. Να την αγαπήσει και να την κάνει σπόρο για ευλογημένο θέρο. Και να αντέξει το τίμημα. Να δεχτεί πως αν δεν φυτευτεί ο σπόρος, δεν μπορεί να υπάρξει φυτό, καρπός, θρέψη.
Δεν υπάρχει έλεγε ζωή χωρίς το θάνατο. Γι’ αυτό οι ηρωίδες του σε όλες τις ταινίες σπαράζουν από έρωτα, γελάνε κατάμουτρα στις ψευτοηθικές, περνάνε σε κατάσταση έκστασης, δεν ευτυχούν, θυσιάζονται. Γι’ αυτό οι ήρωες του σε όλες τις ταινίες οδοιπορούν διαρκώς, περνάνε από την μία κατάσταση στην άλλη, εκτίθενται σε κινδύνους, αλλάζουν. Κι όλα αυτά μέσα σε μια γιορτή, ένα χορό, ένα τραγούδι, τα χέρια ανοιχτά σαν φτερά και σαν σταυρός μαζί, τα πόδια στη γη, γερά ριζωμένα, κι ο κίνδυνος πάντα εκεί. Μια γιορτή της ζωής και του θανάτου είναι όλο του το έργο και φυσικά και οι ταινίες του.
Δεν υπάρχει έλεγε ζωή χωρίς το θάνατο. Γι’ αυτό οι ηρωίδες του σε όλες τις ταινίες σπαράζουν από έρωτα, γελάνε κατάμουτρα στις ψευτοηθικές, περνάνε σε κατάσταση έκστασης, δεν ευτυχούν, θυσιάζονται.»
Ο Δημήτρης Παντελιάς
Συνδέεστε πιο στενά με τη δημιουργία του "Ηνίοχου" αφού εργαστήκατε στενά με τον Δαμιανό ως βοηθός σκηνοθέτης. Τι θυμάστε, τι κρατάτε, τι μάθατε, τι δεν θα ξεχάσετε ποτέ από τον σκηνοθέτη Αλέξη Δαμιανό;
Τον συνάντησα στο όνειρό μου και ήξερα πως με έχει καλέσει. Ανταποκρίθηκα στο κάλεσμά του, ανταποκρίθηκα στο δικό μου όνειρο για μια ζωή που να μπορεί να γιορτάζει τα πάντα. Την κάθε στιγμή καλή και κακή. Ετσι και τα τέσσερα χρόνια μαζί του σαν βοηθός του δεν ήταν μια δουλειά, ήταν μια μυητική διαδικασία, το μισοκρυμμένο μονοπάτι που μας αποκάλυψε ώστε να δραπετεύσουμε στην υπέροχη ζωή μιας εξ ίσου μισοκρυμμένης αλήθειας αλλά τόσο ζωντανής, τόσο βροντερής.
Οταν τέλειωσε όλο αυτό, ματώσαμε για να τα καταφέρουμε να επιστρέψουμε σε μια πλασματική πραγματικότητα της χρηματικής ανταλλαγής των αξιών και της «κανονικότητας».
Θυμάμαι τον Αλέξη πλάι στο τζάκι να φυσάει μέσα από ένα καλάμι για να δυναμώσει τη φωτιά. Τον θυμάμαι να σηκώνει τα χέρια ψηλά, να λυγίζει τα γόνατα και να στέκει έτσι μετέωρος ανάμεσα σε γη και ουρανό. Τον θυμάμαι να σκαρφαλώνει σαν το κατσίκι στα περάσματα και να μου μιλάει για χόρτα και βοτάνια και ζούδια κι ότι άλλο η φύση κρατάει κρυμμένο αλλά εκείνος το ήξερε και μας το φανέρωνε. Τον θυμάμαι να παλεύει με τις ώρες έναν ηθοποιό για να βγάλει την αλήθεια του με όλο το συνεργείο να περιμένει ένα γύρω άπρακτο, με αγωνία, όπως περιμένουν οι συγγενείς τη γυναίκα για να γεννήσει.
Ελεγε, ζητούσε, απαιτούσε από την κάθε σκηνή να είναι τόσο δυνατή ώστε να είναι ικανή να σπάσει το εκράν. Ζητούσε όλη την αλήθεια των στιγμών, απαιτούσε αυτό που ήταν να βγει, να αφορά κι αυτόν κι εμάς. Ηθελε την μέγιστη προσέγγιση της αλήθειας όλα εν εγρηγόρσει-όλα εν συνειδήσει.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την αγάπη του γι’ αυτό τον τόπο και τον τρόπο που το τραγουδούσε, λες κι άκουγες τις μουσικές του κόσμου από όταν γεννηθήκανε.
Θα σταθώ σε δύο στιγμές-χιλιάδες στιγμές. Η μία από τα γυρίσματα. Ολοι, οι περισσότεροι, δούλευαν με των ελαχίστων τα οικονομικά (πούλησε πολλά για να χρηματοδοτήσει την ταινία). Κάποια στιγμή σε ώρα πρόβας πριν το γύρισμα σκηνής ο βοηθός κάμερας, αποκόπηκε απ’ αυτό που γινόταν, κάνοντας πλάκα, γελώντας με κάποιους άλλους, σπάζοντας τον ρυθμό της στιγμής. Τον κάλεσε κοντά του με άγρια φωνή, τον ρώτησε αν πληρώνεται για την δουλειά που κάνει. Απάντησε ο Τάσος «όχι» και αμέσως εισέπραξε: Τότε γιατί δεν το κάνεις καλά;
Η άλλη στιγμή, ήταν στην Πάρνηθα. Η Πάρνηθα ήτανε το αγαπημένο του βουνό. Μια μέρα ήθελε να τον πάω να περπατήσουμε σε δυόμιση μέτρα χιόνι. Για πρώτη φορά, μέσα στο τίποτα του ήχου του χιονιού, άκουσα την βροντερή, πλούσια σιωπή του. Τότε κατάλαβα γιατί έλεγε ότι γεννήθηκε το 1821. Μνήμες.
«Ο Δαμιανός ενώνει με το έργο του, δεν διχάζει», είχε ειπωθεί παλιότερα. Ισχύει; Τι σημαίνει;
Ο Δαμιανός δεν ήθελε να καταδικάζει, δεν ήθελε να γίνει ο κατήγορος του «απέναντί» του, εκτιμούσε τις διαφορετικές κι αντίθετες συμπεριφορές, με την έννοια της προσέγγισης κι εν τέλει της αποκάλυψης των λόγων και των συνισταμένων βάσει των οποίων ο καθένας έπαιρνε ένα δρόμο ή τηρούσε μία στάση απέναντι στα κρίσιμα ζητήματα.
Οι ήρωες του, όποια επιλογή κι αν είχαν κάνει, υπήρξαν εξ ίσου σεβαστοί γι’ αυτόν, αρκεί βέβαια να παρέμεναν αυθεντικοί. Δεν είναι μονοσήμαντοι, έχουν ρωγμές, με ένα τρόπο κι από κάποιο δρόμο τους δικαιώνει όλους. Η ρήξη του δεν είναι με τους ανθρώπους αλλά με τις συνθήκες που τους δημιούργησαν. Με αυτή την έννοια το έργο του αλλά και η στάση ζωής του παρότι αιχμηρή, ενώνει τις αντίθετες πλευρές και δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι διχαστικός.
Ελεγε, ζητούσε, απαιτούσε από την κάθε σκηνή να είναι τόσο δυνατή ώστε να είναι ικανή να σπάσει το εκράν. Ζητούσε όλη την αλήθεια των στιγμών, απαιτούσε αυτό που ήταν να βγει, να αφορά κι αυτόν κι εμάς. Ηθελε την μέγιστη προσέγγιση της αλήθειας όλα εν εγρηγόρσει-όλα εν συνειδήσει.»
Ο Δημήτρης Παντελιάς με τον Αλέξη Δαμιανό
Τι είναι αυτό που τον πλήγωνε περισσότερο, αυτό που τον θύμωνε, αυτό που τον έκανε να συνεχίζει;
Τον πλήγωνε η βαρβαρότητα που κατακλύζει τη χώρα μας γιατί την αγαπούσε βαθιά την Ελλάδα. Το ληστρικό κράτος που ξεπουλάει τη χώρα μας στους ξένους «προστάτες», ο μιμητισμός της δυτικής ατομικιστικής νοοτροπίας, η νοσταλγία του μετανάστη, του εξόριστου, ήταν επίσης πράγματα που τον πλήγωναν. Τον θύμωνε ο εγωκεντρισμός, η κυριαρχία του υπερτροφικού «Εγώ» που την θεωρούσε τρέλα και καταστροφή.
Αυτό που τον έκανε να συνεχίζει, ήταν η πεποίθηση πως ζωή δεν υπάρχει χωρίς κίνηση κι αγώνα.
Πόσο επίκαιρο είναι το συνολικό έργο του Αλέξη Δαμιανού στην Ελλάδα της κρίσης, της εποχής μας και γιατί;
Πιο επίκαιρο και διαχρονικό συνάμα πιθανώς να μην βρούμε στον εντόπιο κινηματογραφικό χώρο.
Ξεκινώντας από το «Μέχρι το πλοίο» σε μια Ελλάδα καλχαίνουσα που μεταναστεύει εξωτερικά και εσωτερικά στην δεκαετία του '60, που θέλουν να της ξεριζώσουν ό,τι έχει μείνει από τον πολιτισμό και την παράδοση της, περνώντας στην «Ευδοκία» με δύο Γιώργηδες να την διεκδικούν σε ένα περιβάλλον παρακμάζοντος πολιτισμού του '70 που θέλει να πουλήσουμε τα προικιά μας σ’ έναν αγοραίο έρωτα (σήμερα παγκοσμιοποίηση-εταίροι-αγορές) μέχρι τον «Ηνίοχο» για την περίοδο '40 ως '80 σε μια Ελλάδα που προσπαθεί να διώξει τον κατακτητή κι ύστερα να τρώει τα σωθικά της με τον εμφύλιο, σε μια Ελλάδα που φωνάζει πως ανάγκα γίνεται κλέφτρα αλλά ποτέ πουτάνα… τι πιο επίκαιρο, και οι τρεις ταινίες μαζί, για το σήμερα;
Τον θύμωνε ο εγωκεντρισμός, η κυριαρχία του υπερτροφικού «Εγώ» που την θεωρούσε τρέλα και καταστροφή. Αυτό που τον έκανε να συνεχίζει, ήταν η πεποίθηση πως ζωή δεν υπάρχει χωρίς κίνηση κι αγώνα.»
Ο Αλέξης Δαμιανός
Τι κινηματογραφικά σχέδια είχε μοιραστεί με τους συνεργάτες του; Ταινίες που δεν πρόλαβε να κάνει…
Hθελε να κάνει ένα έργο, μια ταινία για τον μύθο του Ερυσίχθωνα. Είναι ένας αρχαίος μύθος, πολύ λίγο γνωστός, που μοιάζει να είναι το πρώτο οικολογικό μήνυμα στην ιστορία της ανθρωπότητας και φανερώνει τις ολέθριες συνέπειες της υπερτροφίας του «εγώ».
Ο Ερυσίχθων, νέος, ωραίος, δυνατός, πλούσιος και επιτυχημένος, βλασφημεί, κόβοντας το ιερό δέντρο της Δήμητρας την ώρα της γιορτής. Οι Δρυιάδες, κόρες της Θεάς, που κατοικούσαν στο δέντρο, βγαίνουν ματωμένες από τις φυλλωσιές και αλλόφρονες τρέχουν στη μητέρα τους. Η Δήμητρα θυμώνει και βρίσκει την Πείνα. Ητανε τότε που μόλις είχανε αποτραβηχτεί τα νερά του Αιγαίου από την Θεσσαλία και η πεδιάδα φάνταζε ένας ξερός απέραντος τόπος γεμάτος αλάτι και μαύρα βράχια. Η Πείνα καθόταν ξεδοντιάρα κουρελού, στην μαύρη ξεραΐλα. Η Δήμητρα της λέει να πάει να βρει τον Ερυσίχθωνα και να του δώσει ένα φιλί στο στόμα. Η Πείνα πηγαίνει, τον βρίσκει να κοιμάται, του δίνει το φιλί και χάνεται. Εκείνος ξυπνάει κι αισθάνεται λιγούρα. Πεινάει. Τρώει. Πεινάει κι άλλο. Ξανατρώει. Πεινάει. Πεινάει. Πεινάει. Ακατάσχετα. Τρώει πια ότι βρίσκει μπροστά του: φυτά, ζώα, τη γυναίκα του, την κόρη του - που μόλις προλαβαίνει να μεταμορφωθεί σε φοραδίτσα και τρέχει να γλιτώσει - τα ξύλα του σπιτιού του, τα πάντα. Μέχρι που πια δεν υπάρχει τίποτα γύρω του και μέσα στην μέση της ερημιάς, αγριεμένος τρώει τα κρέατα του. Τις σάρκες του.
Ερυσις σημαίνει πληγή και χθών σημαίνει γη, δηλαδή Ερυσίχθων μπορεί και να σημαίνει πληγή της γης.
Φαίνεται πως για κάθε καινούργιο, επίκαιρο και κρίσιμο στις μέρες μας ερώτημα, είχε αντλήσει ο Δαμιανός από την πολιτιστική μας παράδοση και τον πολιτισμό μας, την απάντηση. Αν τελικά είχε γυρίσει αυτήν την ταινία, η απάντησή του δεν θα ήταν βολική, θα ήταν και πάλι επικίνδυνη. Αποκαλυπτικά επικίνδυνη.
Ετοιμάζοντας το αφιέρωμα για τα 10 χρόνια από το θανατό του, τι σας ήρθε πιο συχνά στο μυαλό απ' αυτόν ή το έργο του;
Το να αγαπάμε. Γιατί όποιος δεν αγαπά αυτός χάνει. Εκείνοι που γνωρίζουν το μυστικό της αγάπης γνωρίζουν το μεγαλύτερο μυστικό της ζωής.
Ο Αλέξης Δαμιανος με την Ντίνα Ανδριοπούλου και τον Βάσια Ελευθεριάδη
Το αφιέρωμα «Μια Δυνατή Φωτιά - Αφιέρωμα στον Αλέξη Δαμιανό» που θα διεξαχθεί από τις 5 έως και τις 11 Μαΐου στην Αλκυονίδα, είναι μια παραγωγή της Blackbird production-Ελένη Κοσσυφίδου, πραγματοποείται με την υποστήριξη του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου σε συνδιοργάνωση Εκδόσεις Αιγόκερως-Γιάννης Σολδάτος, Αλκυονίς Newstar Cinema art και Δημήτρης Παντελιάς / Για τις προβολές των 3 ταινιών: 5,00 ευρώ γενική είσοδος - 3,00 ευρώ για σπουδαστές / Για τις εκδηλώσεις της εβδομάδας: είσοδος ελεύθερη / Κινηματογράφος Αλκυονίδα Ιουλιανού 42-46, πλ. Βικτωρίας (ΜΕΤΡΟ Βικτώρια) Τηλ.: 2108220008, 2108220023