Συνέντευξη

Ο Δημήτρης Μπαβέλλας περιγράφει τη νέα του ταινία σαν να διαβάζεις Καραγάτση με soundtrack Africa Bambaata

στα 10

Η δεύτερη μεγάλου μήκου ταινία του, «Η Αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ», θα κάνει την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Tallinn Black Nights Film Festival.

Ο Δημήτρης Μπαβέλλας περιγράφει τη νέα του ταινία σαν να διαβάζεις Καραγάτση με soundtrack Africa Bambaata
Ο Δημήτηρης Μπαβέλλας στα γυρίσματα της ταινίας (φωτό: Μαρία Χουρδάρη)

Ο Αντώνης Τιτσάνης και ο Χρήστος Φερτάκης είναι δύο φίλοι που μένουν μαζί στην Αθήνα. Ανεργοι και πλήρως αποκομμένοι από τον κοινωνικό περίγυρο, ζουν όπως μπορούν είτε με τα ελάχιστα έσοδα από τις μικροδουλειές που κάνουν είτε με τα χρήματα από το ταμείο ανεργίας του Χρήστου. Οι δυο φίλοι ενώνονται από τον κοινό, πλατωνικό τους έρωτα για τη Λώρα Ντουράντ, μια μυθική πορνοστάρ των 90s τα ίχνη της οποίας έχουν εξαφανιστεί μυστηριωδώς. Οταν τα πράγματα πάνε από το κακό στο χειρότερο, οι φίλοι αποφασίζουν να πάνε κόντρα στην τύχη τους και να ξεκινήσουν την αναζήτηση για να την εντοπίσουν.

Αυτή είναι επίσημη σύνοψη της δεύτερης ταινίας μεγάλου μήκους του Δημήτρη Μπαβέλλα «Η Αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ» που είναι έτοιμη για να κάνει την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Tallinn Black Nights Film Festival στις 24 Νοεμβρίου.

Πριν ταξιδέψει για τις κρύες μαύρες νύχτες της Εσθονίας, ο Δημήτρης Μπαβέλλας μιλάει στο Flix για όλα όσα μεσολάβησαν ανάμεσα στο «Runaway Day» και την «Αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ».

Laura Durand

Τι είναι η «Αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ»;  

Η Λώρα είναι μία ταινία για το κυνήγι της ελευθερίας που συνεχώς υπεκφεύγει, μια κωμωδία (παρεξηγημένη η λέξη στις μέρες μας) δρόμου γεμάτη μουσική, μια πανκ-ρέγκε (αρκετά με την «ποπ») Οδύσσεια με Λωτοφάγους-Κύκλωπες-Πηνελόπες, ένα ταξίδι εντέλει στη χαμένη VHS αθωότητα των παιδικών μας χρόνων με βάση έναν αλά Goonies χάρτη χαμένων θησαυρών.  

Είναι μια ταινία για όποιον μπορεί να διαβάσει το «Χαμένο νησί» του Καραγάτση ακούγοντας παράλληλα το Looking for the perfect beat του Africa Bambaata

Η Λώρα, τέλος, αναφέρεται σε μια εποχή που δεν αυνανιζόμασταν ομαδικά πάνω από μια οθόνη (© Tζιμάκος) αλλά που πραγματικά ζούσαμε, χωρίς φυσικά να το αντιλαμβανόμαστε. Οταν κάθε ήχος, εικόνα και αίσθηση είχαν τη δική τους μοναδική αξία. Όταν ένα ρεφρέν σε έκανε να δακρύσεις και μια σκηνή από μια ταινία σε κρατούσε χαρούμενο για μέρες.

Πώς γεννήθηκε η ιδέα της ταινίας;

Η πρώτη εικόνα που είχα για το φιλμ πραγματικά μου καρφώθηκε στο κεφάλι πριν από 5-6 χρόνια: Δεν θα σας την πω όμως γιατί θα προδώσω το τέλος ;-) 

Πέρα από την πλάκα, στο μυαλό μου η Λώρα συμβολίζει τον κάθε καλλιτέχνη, τον κάθε άνθρωπο εντέλει που προσπαθεί να αντισταθεί σε όσα η σύγχρονη κοινωνία φορτικά επιβάλλει. Η Λώρα είναι μια πορνοστάρ που κάποια στιγμή αποφασίζει να σπάσει την αλυσίδα και να εξαφανιστεί από το σύστημα της σόουμπιζ – χωρίς να αφήσει ίχνος πίσω της. Να σημειωθεί εδώ ότι σε κανένα σημείο του φιλμ δεν ξεχωρίζουμε το χώρο της «ώριμης» σόουμπιζ από τη «συμβατική» γιατί, απλούστατα, δεν διαφέρουν σε τίποτα.

Αυτή ακριβώς η ανατρεπτική επιλογή είναι που οι δυο φίλοι θαυμάζουν περισσότερο στη Λώρα και από όπου πηγάζει ο πλατωνικός τους έρωτας για εκείνη. Έτσι λοιπόν, όταν τα πράγματα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο, αποφασίζουν να αποκοπούν πλήρως από την πραγματικότητα και να την ακολουθήσουν σε ένα ταξίδι μέσα στις εικόνες και τους ήχους της πάλαι-ποτέ νιότης τους.

Γιατί όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο, η Λώρα Ντουράντ συμβολίζει τη χαμένη αθωότητα των δύο ηρώων και όσων από εμάς ταυτιζόμαστε μαζί τους.

Η δε ζωή που κάνουν οι δύο τύποι στην αρχή της ταινίας πριν αποφασίσουν να ψάξουν τη Λώρα είναι βασισμένη στις προσωπικές μου εμπειρίες όταν, το δύσκολο χειμώνα του ’12-’13, ολοκλήρωνα το «Runaway Day» προσπαθώντας παράλληλα να επιβιώσω μέσα σε ένα κλίμα μίσους για τον κάθε καλλιτέχνη, καλλιεργημένο τέλεια από τη σχεδόν ακροδεξιά τότε κυβέρνηση. Φοβάμαι μάλιστα ότι η φάση σύντομα θα γίνει... same players shoot again.

Laura Durand

Σε ποιο «είδος» θα μπορούσε να την κατατάξει κανείς και γιατί;

Τώρα χτυπήσατε διάνα! Στα χαρτιά η ταινία είναι «μια feelgood ταινία δρόμου με κωμικά στοιχεία και πολλή μουσική». Το προσωπικό μου στοίχημα με την ταινία μα και όλων όσων εργάστηκαν – και εργάζονται ακόμα στο post - ήταν να περνάμε από είδος σε είδος, χωρίς αυτό βέβαια να επηρεάζει την αφήγηση της ταινίας. Να ψυχαγωγεί δηλαδή τα fanboys αλλά και τους πιο κλασικούς θεατές.Αισθητικά η ταινία είναι ένας βομβαρδισμός από διαφορετικά format, γυρίσαμε σε φιλμ 8mm, υπάρχουν ολόκληρες σκηνές από τις ταινίες της Λώρα σε VHS, μια δεκάλεπτη ασπρόμαυρη σεκάνς κλπ. Χρησιμοποιήσαμε δηλαδή ότι μέσο μας δίνει τη δυνατότητα να κάνω αυτό που αγαπώ περισσότερο, να σερφάρω ανάμεσα στα κινηματογραφικά και μουσικά είδη!

Εδώ βοήθησε πολύ το σάουντρακ μα και τα πρωτότυπα τραγούδια για την ταινία που έχει γράψει ο Γιώργος ο Μπουσούνης, περνώντας από το ένα θέμα στο άλλο, με μουσικές αποχρώσεις που ξεκινούν από το synth τρόμο του Τζον Κάρπεντερ και φτάνουν στο σπαγγέτι γουέστερν, στα λαϊκά σέικ, τη σόουλ, στην 8-bit και 60’ς ψυχεδελική ποπ, μέχρι και ένα σκα/ρέγκε τραγούδι έχουμε γράψει μαζί στο two-tone ύφος των Selekter, των Specials κλπ.

Στην ταινία ακούγονται 18 κομμάτια (!) εκ των οποίων πολλά του Γιώργου μαζί με άλλα που έχουν δώσει φίλοι και συνεργάτες. Ανάμεσά τους να αναφέρω μόνο τους μέντορες του νέου αμερικάνικου γκαράζ, τους Fleshtones, που μας έκαναν την τιμή και έδωσαν το κλασικό Τheme for the Vindicators να ακουστεί στην ταινία. Και τους αναφέρω ξεχωριστά επειδή παλιότερα μου είχαν δώσει άλλο ένα τραγούδι στο Runaway Day (το οποίο τότε διασκεύαζαν on screen οι ελληνίδες Mongrelettes). Ο frontman των Fleshtones άλλωστε, ο Πίτερ Ζαρέμπα, είναι φανατικός φιλέλληνας και πάντα στέλνει τους αγωνιστικούς του χαιρετισμούς για όσα τραβάμε εδώ!

Το μόνο που έχω ακόμα να πω είναι ότι, όσο περισσότερο αγαπάει κάποιος τη μουσική και το σινεμά, τόσο περισσότερο θα διασκεδάσει με τη Λώρα. Δείτε τη και ακούστε τη δυνατά λοιπόν!

Ποια ήταν η διαδρομή από το «Runaway Day» μέχρι την «Αναζήτηση»;

Η διαδρομή από το Runaway μέχρι τη Λώρα ήταν ακανθώδης αλλά επιτυχής. Με το Γιώργο το Γεωργόπουλο, μοντέρ της ταινίας (και σκηνοθέτη του «Δυσάρεστου»), χαριτολογούμε ότι κάνουμε ταινία εποχής γιατί συνειδητά διαδραματίζεται στο 2015. Και αυτό συμβαίνει επειδή, αν επέλεγα να κινηθώ με διαφορετικό τρόπο, θα είχα συγκεντρώσει τα απαραίτητα χρήματα και φήμη για να τη γυρίσω νωρίτερα. Η δε ΕΡΤ πρέπει όντως να θεώρησε ότι κάνουμε ταινία πορνό με το πενιχρό ποσό που αποφάσισε να μας επιχορηγήσει!

Το τελικό αποτέλεσμα όμως δεν σας κρύβω ότι με ικανοποιεί απόλυτα. Πολύ θετικές είναι και οι αντιδράσεις των πρώτων Φεστιβάλ κλπ, κάτι που φοβόμουν εξαιτίας του ύφους της ταινίας, τουλάχιστον σε ένα πρώτο επίπεδο.

Laura Durand

Μάκης Παπαδημητρίου και Μιχάλης Σαράντης; Γιατί; Ποιο είναι το χαρακτηριστικό που ξεχωρίζετε στον καθένα;

Εντάξει με το Μάκη είναι η δεύτερη ταινία που κάνουμε μετά το Ραναγουέη, να είμαστε καλά. Ευτυχώς έχω την τύχη να δουλεύω με τον καλό Παπαδημητρίου και όχι με τον άλλο που εκλέχτηκε βουλευτής.

Ο Μιχάλης ο Σαράντης έχει μια από τις πιο ενδιαφέρουσες φάτσες που έχω δει τα τελευταία χρόνια στο σινεμά και πιστεύω ότι έχει να δώσει πράγματα.

Ακόμα θυμάμαι την ικανοποίηση που ένιωσα βλέποντάς τους δύο πρώτη φορά μαζί μέσα από το φακό. Η αλήθεια είναι ότι σε διάφορες φάσεις περάσαμε δύσκολα, εξαιτίας κυρίως του φορτωμένου προγράμματος σε συνδυασμό με την έλλειψη χρημάτων αλλά τα καταφέραμε. Να προσθέσω εδώ δυο λόγια και για το υπόλοιπο καστ που επιλέξαμε με τον Casting Director της ταινίας, το Σταύρο το Ράπτη:

Καταρχήν για την Άννα την Καλαϊτζίδου που ερμηνεύει τη Λώρα με ένα μοναδικό τρόπο, μπαίνοντας πραγματικά μέσα στο πετσί του ρόλου και αλλάζοντας από τη μία εμφάνιση στην άλλη με χαρακτηριστική άνεση. Πέρα από εξαιρετική ηθοποιός και συνεργάτις, είναι παράλληλα μια πανέμορφη, δυναμική γυναίκα με πολύ αγάπη για τη δουλειά.

Ο Δάνης ο Κατρανίδης συμμετέχει φιλικά και ήταν άψογος σε ένα ρόλο-συνέχεια της τελευταίας του κινηματογραφικής εμφάνισης, στα «Βαποράκια» του Παύλου Τάσιου. Για μένα ήταν μια απίστευτη στιγμή να τον έχω στην ταινία, δεν έχει ξεχάσει καθόλου το σινεμά και έπεται συνέχεια.

Η Υβόννη η Μαλτέζου είναι πλέον μόνιμη συνεργάτις, καλή φίλη και θεωρώ ότι δίνει στην ταινία μια ξεκαρδιστική ερμηνεία άξια προσοχής την οποία δούλεψε με πολύ μεράκι, μα και τη χαρακτηριστική ηρεμία που τη διακρίνει σαν άνθρωπο.

Οι Αλέξανδρος Λογοθέτης, Νίκος Χατζόπουλος και Ηλίας Κουνέλας ήταν επίσης ευλογία στο σετ και μοναδικοί στο τελικό αποτέλεσμα.

Μα και οι Μαίρη Μηνά, Κρις Ραντάνοφ, Γιώργος Μπουσούνης (σε πρώτη εμφάνιση ;-)), Αναστασία Πλέλλη, Κωνσταντίνος Γώγουλος (συγχαρητήρια για το βραβείο!), ο γιός του Μάκη, ο Αγγελος Παπαδημητρίου, η Μαρία Σκουλά σε ένα γρήγορο fun πέρασμα και όλοι όσοι συμμετείχαν ήταν υπέροχοι!

Πάντως όσο χάλια κι αν είναι τα πράγματα, όσο χειρότερα κι αν μπορεί να γίνουν, ένα είναι σίγουρο: Το σινεμά, οι άνθρωποι που το κάνουν να κινείται, είναι πάνω από συστήματα και κυβερνήσεις. Αυτός είναι και ο καλύτερος λόγος να χαμογελάει κανείς και να συνεχίζει με το κεφάλι ψηλά!»

Bavellas Ο Δημήτρης Μπαβέλλας στα γυρίσματα (φωτό: Μάκης Παπαδημητρίου)

Οι συμμετοχές της ταινίας σε διεθνή φεστιβάλ ήδη από τη γραφή του σεναρίου πόσο βοήθησαν την ολοκλήρωση της;

Oχι τόσο πολύ σε πρώτο επίπεδο. Η αλήθεια είναι ότι αυτά τα ταξίδια είναι περισσότερο to know us better, μη ξεχνάμε ότι η λεγόμενη κρίση είναι παγκόσμια και όλοι – πλην της Νέας Υόρκης που πήγαμε το ’15 όπου τα περισσότερα αμερικάνικα funds είναι ιδιωτικά ή, έστω, πολιτειακά άρα πιο ελεγχόμενα – περιμένουν χρήματα από το κράτος.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο βέβαια, είναι καλό να ακούγεται κάποιο πρότζεκτ, κυρίως για τη συνέχεια στην περίπτωση που κάποιος τρελός αποφασίσει να κάνει την ταινία μόνο με τα εγχώρια (;) λεφτά (;) όπως εμείς καλή ώρα.

Το πιο ωραίο σε ανθρώπινο επίπεδο είναι ότι κάνεις καινούργιους φίλους – Ή στη χειρότερη ξαναβλέπεις τους παλιούς, πχ στο Φεστιβάλ του Σαράγεβο για παράδειγμα όπου το Ραναγουέη έκανε πρεμιέρα και του οποίου θεωρώ τον εαυτό μου κινηματογραφικό παιδί αφού πάντα με στηρίζει σε ότι κάνω.

Τι μπορεί να περιμένει ένας σκηνοθέτης από μία ταινία σήμερα στην Ελλάδα;

Απολύτως τίποτα.

Και γιατί συνεχίζετε;

Εδώ παλιότερα απαντούσα χωρίς δεύτερη κουβέντα «εξαιτίας της παθολογικής μου εξάρτησής από το σινεμά».

Η εξάρτηση συνεχίζει να υπάρχει και υποθέτω ότι θα υπάρχει μέχρι τέλους.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια έχω καταλήξει ότι κάνω σινεμά γιατί θέλω να βλέπω τους ανθρώπους που δουλεύουμε μαζί και ταλαιπωρώ καθημερινά να χαμογελούν και να φωτίζεται το πρόσωπό τους όταν έχουμε καταφέρει κάτι μαζί, από τη μικρότερη λεπτομέρεια μέχρι την ολοκλήρωση της ταινίας.

Με συγκινεί αφάνταστα η αυταπάρνηση που δείχνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι παρατώντας σπίτια, γυναίκες, άντρες, οικογένειες για να τρέχουν μαζί μου σε βουνά και λαγκάδια με ελάχιστη ή καθόλου αμοιβή. Και θεωρώ ότι έχω την υποχρέωση να δώσω τον καλύτερό μου εαυτό προκειμένου να φτάσουμε στο τελικό αποτέλεσμα, σαν κατά κάποιο τρόπο να τους το οφείλω για τον κόπο τους.

Οπότε θέλω, μάλλον παρακαλώ, αναγνώστες και θεατές να διαβάσουν αναλυτικά τα ονόματα στα δελτία τύπου και στους τίτλους της ταινίας μέχρι τέλους γιατί, αν δεν είχαν δώσει όλη τους την ενέργεια αυτοί οι τύποι, δεν θα είχαμε φτάσει μέχρι εδώ.

Το έχω πει και παλαιότερα, ήμουν σχεδόν πάντα πολύ τυχερός με τους ανθρώπους που έχω δίπλα μου, από τη μέρα που τράβηξα το πρώτο καρέ. Είναι όλοι τους υπέροχοι και θα τους ευχαριστώ για πάντα. Αν όμως πρέπει να αναφέρω ονομαστικά κάποιους από όλους αυτούς, θα διαλέξω δυο γυναίκες (να τα έχουμε καλά και με το #metoo μέρες που είναι): Αυτές είναι οι Παραγωγοί μου, Τζίνα Πετροπούλου και Λίνα Γιαννοπούλου που για περισσότερο από δέκα χρόνια με στηρίζουν βάζοντας βαθιά το χέρι στην τσέπη και δίνοντας όλη τους την ενέργεια για να πραγματοποιήσω τα κινηματογραφικά μου όνειρά και εφιάλτες. Θα έλεγα ότι αυτές οι δύο, όσο και οι αρκετοί ακόμα... ψυχοπαθείς που συνεχίζουν να με ανέχονται μετά από δύο ταινίες είναι η δεύτερη μου οικογένειά. Που μαζί με την πρώτη, τη βιολογική, υπεραγαπώ.

Laura Durand

Εξι χρόνια μετά το «Runaway Day», τι πιστεύετε ότι άλλαξε στο ελληνικό σινεμά;

Α, τώρα γιατί χαλάτε το τόσο ωραίο κλίμα; Εξι χρόνια μετά η συναυλία τέλειωσε όπως λέει ο Ορφέας ο Περίδης, το φεστιβαλικό πανηγύρι του weird wave τελείωσε, το κράτος μπατάρει τόσο δεξιά που θα πέσει κάτω συνεπώς δεν έχει ούτε θέλει να δώσει δεκάρα περί τέχνης οπότε «κάθε κατεργάρης στον πάγκο του που μου θέλετε και ταινίες τζιτζιφιόγκοι. Πηγαίντε κάντε καμιά δουλειά» (αυτό το τελευταίο είναι πιο παλιό, θυμάμαι ότι μας το έλεγαν από τότε που δούλευα ως κινηματογραφικό συνεργείο).

Μετά τον Καλαματιανό bully που ήθελε να σκοτώσει τηλεόραση και θέατρα, το μικρό διάλειμμα του Αλέξη και των άλλων ζεν πρεμιέ του «όχι» που έγινε «ναι», τώρα επιτέλους έχουμε πέσει σε μια οικογένεια που ξέρει καλά τη μπίζνα: 70 χρόνια στο κουρμπέτι από την κατοχή και ένθεν, είναι μια φαμίλια που ξέρει να ρίχνει κυβερνήσεις, έχει μαζέψει πάλι πίσω όλα τα παιδιά από ΧΑ, ΕΠΕΝ και ΛΑΟΣ στο κυρίως μαγαζί να κάνουν τη βρώμικη δουλειά ενώ ο clean-cut κούλης σε πρώτο πλάνο μοιράζει ελπίδα και γαλανόλευκα όνειρα. Ενίοτε βέβαια του ξεφεύγουν και μερικά «λαθάκια» προς τα έξω, πχ ότι εσχάτως κόπηκαν (ή μάλλον ανεβλήθησαν επ’ αόριστον) τα ΕΣΠΑ όλων των εγχώριων κινηματογραφικών Φεστιβάλ. Κάντε μια μικρή έρευνα και δυστυχώς θα το διαπιστώσετε.

Λογικό δεν είναι μέσα σε μια τέτοια κατάσταση, τύποι όπως αυτοί στην ταινία να τρέπονται σε φυγή; Μια φυγή προς τα εμπρός;

Πάντως όσο χάλια κι αν είναι τα πράγματα, όσο χειρότερα κι αν μπορεί να γίνουν, ένα είναι σίγουρο: Το σινεμά, οι άνθρωποι που το κάνουν να κινείται, είναι πάνω από συστήματα και κυβερνήσεις. Αυτός είναι και ο καλύτερος λόγος να χαμογελάει κανείς και να συνεχίζει με το κεφάλι ψηλά!


Δείτε εδώ μια σκηνή από την «Αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ». Ο σκηνοθέτης περιγράφει: Ο Αντώνης Τιτσάνης (Μάκης Παπαδημητρίου) και η -όχι και τόσο- περίφημη 8-bit μπάντα του, οι Speed 28, διασκεδάζουν τα πλήθη ενώ ο Χρήστος Φερτάκης (Μιχάλης Σαράντης) τους ρυθμίζει μάλλον απρόθυμα τον ήχο. Το κομμάτι που ακούγεται είναι το Never Grow Old σε μουσική και στίχους Γιώργου Μπουσούνη.

Η Αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ | Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μπαβέλλας | Καστ: Μάκης Παπαδημητρίου, Μιχάλης Σαράντης, Αννα Καλαϊτζίδου, Υβόννη Μαλτέζου, Αλέξανδρος Λογοθέτης, Νίκος Χατζόπουλος, Ηλίας Κουνέλας, Μαίρη Μηνά, Κρις Ραντάνοφ, Γιώργος Μπουσούνης, Αναστασία Πλέλλη, Κωνσταντίνος Γώγουλος, Άγγελος Παπαδημητρίου, Μαρία Σκουλά και άλλοι - Φιλική Συμμετοχή: Δάνης Κατρανίδης | Παραγωγοί: Τζίνα Πετροπούλου, Λίνα Γιαννοπούλου, Γιώργος Ζέρβας, Δημήτρης Μπαβέλλας | Σενάριο: Δημήτρης Μπαβέλλας σε συνεργασία με την Κατερίνα Κλειτσιώτη | Executive Producers: Νίκος Μούτσελος, Μάκης Παπαδημητρίου, Γιώργος Μπουσούνης, Γιώργος Γκίνης | Μοντάζ: Γιώργος Γεωργόπουλος | Πρωτότυπη Μουσική και τραγούδια: Γιώργος Μπουσούνης | Διεύθυνση φωτογραφίας: Ραμόν Μαλαπέτσας | Επιπλέον τραγούδια από τους: Fleshtones, ΜΠΑΡΑΖ (σε πρωτότυπη μουσική και ένα κομμάτι των Mekons), Ρεμπετίστας, AMP Outernational, Tareq, Wasted Utd., Jaxon L. Swain, Περικλή Χαρβά | Ηχοληψία: Στέφανος Ευθυμίου | Σχεδιασμός ήχου: Στέλιος Κουπετώρης | Μίξη Ήχου: Γιάννης Σκανδάμης, Κώστας Χρυσόγελος | Σκηνικά: Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου | Κοστούμια: Μαρία Καραθάνου |Graphic Designer: Στέλλα Θεοδώρου | Μακιγιάζ: Δώρα Νάζου | Κομμώσεις: Μαρία Κούκια | Κάστινγκ: Σταύρος Ράπτης / Fin Casting | Βοηθός σκηνοθέτη: Νίκος Αυγουστίδης | Παραγωγή: Vox Productions | Συμπαραγωγή: Δύο Τριάντα Πέντε, ALATAS FILMS - ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΛΑΤΑΣ, Ammos Music, Cekta, Φαντασία Οπτικοακουστική, frameworks, KENT Films, The Coffee Films | Με την υποστήριξη των: Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, ΕΡΤ

Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες για την «Αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ» στη επίσημη σελίδα της ταινίας στο Facebook και στο Instagram

Laura Durand (φωτό: Γιάννης Φώτου)