Άποψη

Από τα αρχεία | Καθώς κλείνουν τα θερινά σινεμά κι ανοίγουν τα γυμναστήρια

στα 10

Ενα κείμενο του Σωτήρη Ζήκου από το 1985, την εποχή που οι θερινοί κινηματογράφοι εξαφανίζονταν για δώσουν τη θέση τους στην νέα εποχή των γυμναστηρίων. Ευτυχώς τα θερινά ζουν ακόμη και να που τα γυρίσματα του χρόνου τα φέρνει στην πρώτη γραμμή της διάσωσης της κινηματογραφικής αίθουσας και της εκγύμνασης των θεατών.

Flix Team
Από τα αρχεία | Καθώς κλείνουν τα θερινά σινεμά κι ανοίγουν τα γυμναστήρια

Συνάντησα μια μέρα τυχαία δυο φίλους. Τρόπος του λέγειν φίλους. Έτσι όπως λέμε «γειά σου ρε φίλε», «πρόσεχε λίγο ρε φίλε», «πιάσε μια μπύρα ρε φίλε», στον οποιονδήποτε. Με ρώτησαν αν παίζει καμιά καλή ταινία, αλλά νάναι σε θερινό σινεμά (αυτό το τελευταίο μου το τόνισαν ιδιαίτερα). Τους λέω «μπα δεν παίζει τίποτα σπουδαίο, αλλά γιατί ειδικά σε θερινό κινηματογράφο;» Μου λένε «κοίτα να δεις, μάθαμε πως τα θερινά σινεμά κλείνουν ένα ένα στην θέση τους φτιάχνονται σούπερ μάρκετ, φαγάδικα, ρουχάδικα, κωλάδικα, τρελλάδικα, αντπροσωπείες αυτοκινήτων και αίθουσες κοινωνικής επιμόρφωσης - παραμόρφωσης των ΝΕΛΕ και κλειστά γυμναστήρια». «Ε, και λοιπόν, τί έγινε; συμβαίνουν αυτά» τους ξαναλέω. «Να μωρέ, όχι τίποτα, αλλά να προλάβουμεκι εμείς πριν τα κλείσουν όλα, πριν εξαφανιστούν κι αυτά όπως οι ιχθυόσαυροι. Έτσι για νάχουμε να λέμε αύριο μεθαύριο στα παιδιά μας, κατάλαβες;» Εγώ όμως δεν είπατίποτα. Τί στο διάολο να καταλάβω; Εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί κτενιζεται, σκέφτηκα. Με έπιασε όμως κάτι σαν μελαγχολία. Άλλος ένας θλιβερός οιωνός. Ηχούσε κάπως πένθιμα αυτό που μου είπαν. Την ιστορία με το κλείσιμο των θερινών την ήξερα, αλλά δεν της έδωσα ποτέ σημασία. Και τι με νοιάζει εμένα κι αν κλείσουν όλοι; Δεν τους συμφέρει βρε αδερφέ τους ανθρώπους! Και πάρκινγκ να κάνουν τον χώρο, θα βγάζουν πολύ περισσότερα. Ε, βέβαια. Εξάλλου αυτή η ιστορία είναι αρκετά παλιά, δεν άρχισε τώρα, απλώς τώρα τελειώνει.

Στην επαρχία έτσι και πας να πεις κάτι για τότε που μ 'ένα εισιτήριο έβλεπες δυο ταινίες το καλοκαίρι, την μια στην χειμερινή κλειστή αίθουσα και την άλλη δίπλα στην ανοιχτή, οι πιο νεαροί σε κοιτάζουν απορημένα σαν να τους μιλάς για το χάνι της Γραβιάς, σαν νάσαι ραμολιμέντο κι ας μην έχεις φτάσει ούτε μέχρι τα τριάντα. Στην κλειστή, χειμερινή αίθουσα έπαιζαν τότε ταινίες μελό, ελληνικές, τούρκικες, ινδικές κι έμπαιναν μέσα οι μάνες να κλάψουν και μας άφηναν εμάς να αλωνζουμε δίπλα στο θερινό, που έπαιζε κωμωδίες, ναυτικές περιπέτειες, Ταρζάν, Ζορρό, Μασίστες σε φθαρμένες, χιλιοπαιγμένες κόπιες. Ενθουσιαζόμασταν και τσιίρζαμε και χειροκροτούσαμε όταν εμφανιζόταν το παλληκαράκι και κατατρόπωνε τους κακούς. Στα διαλείμματα βγάζαμε τηνκραυγή του Ταρζάν και τρέχαμε πάνω - κάτω στους διαδρόμους ιππεύοντας ανύπαρκτα άλογα παλεύαμε μεταξύ μας κι άνοιγε και καμιά μύτη κι' ερχόντουσαν μετά οι μανάδες για να μας πάρουν (με μάτια κόκκινα από το κλάμα) και μας έβρισκαν σ' αυτήν την έξαλλη κατάσταση, μας έβαζαν τις φωνές και μας έριχναν και καμιά σφαλιάρα, γιατί μειδιούσαμε κοροϊδευτικά με το συγκινημένο πρόσωπό τους και μας έλεγαν: «α ρε χαϊβάνι, πού να καταλάβεις εσύ τέτοια. Αυτά βρε αναίσθητε είναι βγαλμένα σπ' την ζωή» κι εμείς κατεβάζαμε το κεφάλι δεν μπαίναμε στον κόπο να τους εξηγήσουμε, πως αφού δεν ξέραμε τι είναι η ζωή, πώς θα ξέραμε τι μπορεί να έβγαινε απ' αυτήν;

Μεγάλο ψώνιο το σινεμά τότε και για μικρούς και για μεγάλους. Δέν ήταν κι άσχημα. Και είμασταν ενεργητικοί θεατές. A, όλα κι όλα, ό,τι βλέπαμε το παίζαμε μετά κι εμείς. Το μόνο πρόβλημα στις δικές μας ”παραστάσεις” (που μόνοι μας τις παίζαμε, μόνοι μας τις βλέπαμε) ήταν που κανείς δεν ήθελε να είναι o κακός, όλοι ήθελαν να είναι το παλληκαράκι. Αλλά την διανομή των ρόλων την έκανε πάντα ο μεγαλύτερος με το έτσι θέλω. Και o πιο μικρός τί να πει, προκειμένου να μην παίξει συμβιβαζότανε. Ο αδερφός μου που ήταν πιο μικρός σπό μένα, ακόμα μου το κοπανάει: "Α ρε μπαγάσα. Πάν- τα εσύ έπαιρνες τον καλύτερο ρόλο, τον ρόλο του νικητή”.

E τι να γίνει, έτσι είμασταν εμείς. Τα παιδιά του κινηματογράφου. Ta παιδιά που μεγάλωσαν βλέποντας και παίζοντας τους ήρωες του σινεμά. Τώρα είναι η σειρά των παιδιών του κοινωνικού αθλητισμού. Ψώνιο κι εκείνο, ψώνιο κι αυτό Τώρα. Για μικρούς και μεγάλους. Τζόκινγκ, αερόμπικ, μπρέϊκντανς, αθλητισμός και παιδεία. Τότε τα παλληκαράκια, Τώρα οι πρωταθλητές. οι πρωταθλητές του ποδοσφαίρου, του στίβου, της κατανάλωσης, της εκλογικών αγώνων και του αλπινισμού στις κορυφές της ιεραρχίας. Τότε τα ξύλινα σπαθιά, οι ασπίδες από καπάκια της κατσαρόλας και τα πέτσινα λουριά στους καρπούς, τώρα οι μοχλοί των ηλεκτρικών ή τα τηλεκοντρόλ των βιντεοπαιχνιδιών, τα πάνινα (Τι λέω! Τα δερμάτινα!) αθλητικά παπούτσΙα, οι φόρμες και τα αξεσουάρ και τα μυαλά στα κάγκελα.

Η τεχνολογία και ο αθλητισμός είναι πιααναμφισβήτητα οι κυρίαρχοι μύθοι του σύγχρονου κόσμου. Βέβαια λένε πως πραγματοποιείται έτσι μια εξοικείωση με τον χειρισμότων τεχνικών μέσων μια βελτίωση της ανακλαστικής ικανότητας. κι από την άλλη λένε πως γυμνάζεται το σώμα και αποκτά ευρωστία και αντοχή. Ποιό είναι όμως το τίμημα; Τί χάνεται μέσα σε όλα αυτά; Ασφαλώς τα θερινά σινεμά, αλλά αυτό είναι το λιγότερο. Ασφαλώς και οι αλάνες και οι γειτονιές που έπαιζαν τα παδιά, αλλά τέλος πάντων 'αντικαθιστούνται" με τα περιφραγμένα μπαλκόνια και τις βεράντες. Σε λίγο όταν θα βλέπουμε ένα καχεκτικό ή καθυστερημένο παιδί δεν θα προστρέχουμε πια ούτε στην κληρονομικότητα, ούτε στην ψυχανάλυση, αλλά θα ξέρουμε πως το πιθανότερο είναι πως μεγάλωσε σε "πισινό” μπαλκόνι. Το χειρότερο απ' όλα είναι όμως πως στραγγαλίζεται παντού και με κάθε τρόπο η φαντασία, η ικανότητα του φαντάζεσθαι των ανθρώπων, της οποίας την ενεργοποίηση σε σχέση με το σινεμά, κανείς ποτέ δεν την αρνήθηκε, ακόμα κι όταν αποδοκίμαζαν τον κινηματογράφο ως βιομηχανία ονείρων ή μέσο φυγής.

Τώρα η τηλεόραση δημιουργεί τον νέοτύπο ανθρώπου που κοιτάζει χωρίς να βλέπει.

Η ασφυκτική αίσθηση που μας προκαλεί η διαρκώς επιταχυνόμενη ανεξέλεγκτη αλλοίωση του κάθε γύρω μας, μας εξαναγκάζει να παρακολουθούμε αμέτοχοι την ζωή, αμέτοχοι ακόμα και φαντασιακά, σαν ένα θέαμα έξω και πέρα από μας, που δεν το ρυθμίζουμε και ούτε καν το προφταίνουμε, σαν ένα θέαμα δυσάρεστο ή το λιγότερο αδιάφορο. Με τέτοιους όρους αντίστροφα, δεν είναι δυνατόν ή δεν θα είναι πολύ σύντομα δυνατόν, κάποιος να μπορεί να βλέπει και να φαντάζεται ούτε και τον μυθικό κόσμο του σινεμά ως πραγματικότητα, να τον βιώνει ως τέτοιον να συγκινείται απ' αυτόν κι εδώ βρίσκεται ο πιο σοβαρός κίνδυνος για τον κινηματογράφο ή τουλάχιστον έτσι όπως τον ξέραμε μέχρι σήμερα (μέχρι μόλις χθες).»

Τέλος πάντων, δεν προσπαθώ να το παίξω κινηματογράφος εναντίον ηλεκτρονικάπρογραμματισμένων παιχνιδιών και προγραμματισμένου αθλητισμού. Προσπαθώ απλώς να ζυγίσω αυτό που καταστρέφουν κι αυτόπου φέρνουν οι νέοι καιροί, παίρνοντας σαναφορμή το κλείσιμο των θερινών σινεμά. Όχι πως δεν θα ζήσουμε και χωρίς τα θερινάσινεμά ή ακόμα και χωρίς σινεμά. Μόνο πουμε ανησυχεί το γεγονός πως πάνω στα ερείπια τους ορθώνεται ένας κόσμος που μοιάζει όλο και περισσότερο με τον κόσμοενός φιλμ επιστημονικής φαντασίας, όπουκυκλοφορούν ομοιόμορφες και ανέκφραστεςφιγούρες, κούφια μανεκέν, κωφάλαλες ρεπλίκες, που όταν τύχει και μιλήσουν λένεπάντα τις ίδιες φράσεις και «εκφράσεις»,σαν νάναι κουρδιστά παιχνιδάκια και σε κοιτούν μ 'ένα τρόπο στεγνό, με μάτια απλανή,που σε κάνουν να αισθάνεσαι πως είσαι αόρατος, πως δεν υπάρχεις μπροστά τους, εκτός κι αν γίνεις θέαμα, κακόγουστο και γελοίο καρναβάλι της μόδας. Αλλά κι αυτό πάλι μόνο προσωρινά.

Η ασφυκτική αίσθηση που μας προκαλεί η διαρκώς επιταχυνόμενη ανεξέλεγκτηαλλοίωση του κάθε γύρω μας, μας εξαναγκάζει να παρακολουθούμε αμέτοχοι την ζωή, αμέτοχοι ακόμα και φαντασιακά, σαν ένα θέαμα έξω και πέρα από μας, που δεν τορυθμίζουμε και ούτε καν το προφταίνουμε, σαν ένα θέαμα δυσάρεστο ή το λιγότερο αδιάφορο. Με τέτοιους όρους αντίστροφα,δεν είναι δυνατόν ή δεν θα είναι πολύ σύντομα δυνατόν, κάποιος να μπορεί να βλέπεικαι να φαντάζεται ούτε και τον μυθικό κόσμο του σινεμά ως πραγματικότητα, να τον βιώνει ως τέτοιον να συγκινείται απ' αυτόν κι εδώ βρίσκεται ο πιο σοβαρός κίνδυνος για τον κινηματογράφο ή τουλάχιστον έτσι όπως τον ξέραμε μέχρι σήμερα (μέχριμόλις χθες).

Θέλω να πω, πως αυτό που με νοιάζει,δεν είναι μόνο και δεν είναι τόσο αυτά καθαυτά τα θερινά σινεμά, αλλά το γεγονόςότι καθώς τείνουν να εξαφανιστούν, παρασέρνουν μαζί τους και μια ολόκληρη εποχή,για τον κινηματογράφο και για την ζωή, που δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ πια. E και όσο νάναι,αυτό είναι κάτι που μου κοστίζει. Κάπως, γιατί είναι κι ένα κομμάτι κι απ' την δική μου ζωή.

Το άρθρο «Καθώς κλείνουν τα θερινά σινεμά κι ανοίγουν τα γυμναστήρια» υπογράφει ο Σωτήρης Ζήκος, αναδημοσίευση από το περιοδικό Κινηματογραφικά Τετράδια, Τεύχος 21, Σεπτέμβριος 1985