Το «The Brutalist» είναι ξεκάθαρα η πιο πολυσυζητημένη ταινία της σεζόν - και πολύ σύντομα έρχεται στις ελληνικές αίθουσες, στις 6 Φεβρουαρίου, από την Tanweer.
Ενα μπρουταλιστικό δημιούργημα, με ξεκάθαρες γραμμές, εμφανή τα (πολύτιμα) υλικά του και με τσιμεντένιο βάρος, είναι μια ταινία που αγγίζει θέματα από το τραύμα και τον ρατσισμό, ως τον έρωτα και τα «χέρια που έχτισαν την Αμερική», ως τη σχέση εξουσίας μεταξύ μαικήνα και καλλιτέχνη, ως τη μισαλλοδοξία και τον εθισμό. Ολ' αυτά σ' ένα ταυτόχρονα εστέτ και λειτουργικό περιτύλιγμα, με την υπογραφή του Μπρέιντι Κορμπέ στη σκηνοθεσία, εκείνου και της Μόνα Φάστβολντ στο σενάριο. Ενα ζευγάρι στο σινεμά και στη ζωή που μάς έδωσε τα πρώτα του, συναρπαστικά δείγματα πριν από μια δεκαετία, στο «Η Γέννηση Ενός Ηγέτη».
Εν μέσω της εποχής των βραβείων, το «The Brutalist», που ξεκίνησε την πορεία του με το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Βενετίας, έχει συνεπάρει επιτροπές και σωματεία, κέρδισε τρεις Χρυσές Σφαίρες (Καλύτερης Ταινίας - Δράμα, Σκηνοθεσίας και Α' Ανδρικού Ρόλου για τον Εϊντριεν Μπρόντι) και βρίσκεται υποψήφιο για εννέα BAFTA και για 10 Βραβεία Οσκαρ, σε όλες τις βασικές κατηγορίες.
Οσο η ταινία στηρίζεται στην αισθητική, την... αρχιτεκτονική και την εμπνευσμένη και τολμηρή σκηνοθεσία της, άλλο τόσο βάζει τα θεμέλιά της στις ερμηνείες των ηθοποιών της. Πρωτομάστορας ο Εϊντριεν Μπρόντι, ο μετανάστης Λάζλο, γεμάτος τρωτά σημεία και μεγαλειώδη οράματα, η Ερζεμπετ, η δυναμική γυναίκα του που φτάνει στην Αμερική λαβωμένη, ανάπηρη από τις κακουχίες της ναζιστικής κατοχής, ο Χάρισον Λι Βαν Μπιούρεν, ο τυραννικός μεγιστάνας που διαθέτει τα μέσα και την τρέλα να προσφέρει στο ζευγάρι (και στην Αμερική ολόκληρη) τη δυνατότητα για μια καλύτερη ζωή. Οι τρεις ηθοποιοί μίλησαν στο Flix για την ευκαιρία να υποδυθούν τους πιο σύνθετους ρόλους της καριέρας τους. Διαβάστε παρακάτω όσα μας είπαν.
Το φιλμ χωρίζεται σε δύο μέρη (κι έχει επίσης έναν πρόλογο, ένα επίλογο και ένα δεκαπεντάλεπτο διάλειμμα ενσωματωμένο στην ταινία) κι ακολουθεί την ιστορία ενός Ούγγρου αρχιτέκτονα, του Λάσλο Τοθ (Εϊντριεν Μπρόντι), από τη στιγμή που φτάνει στην Αμερική το 1947, έχοντας διασωθεί από στρατόπεδο συγκέντρωσης, προσπαθώντας να ξαναχτίσει τη ζωή του και ελπίζοντας ότι η γυναίκα του (Φελίσιτι Τζόουνς) και η ανιψιά του, που έχουν μείνει πίσω στην Ευρώπη, θα κατορθώσουν σύντομα να τον ακολουθήσουν. Οι δοκιμασίες του μοιάζουν να τελειώνουν όταν, μετά από μια πρώτη εκρηκτική συνεργασία που θα φέρει τον Λάσλο στα όρια των αντοχών του, θα αναλάβει να χτίσει για τον μεγιστάνα Χάρισον Λι Βαν Μπιούρεν (Γκάι Πιρς), ένα πολιτιστικό κέντρο στη μνήμη της μητέρας του, που φιλοδοξεί να είναι ένα μπρουταλιστικό αριστούργημα. Διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική του Flix για το «The Brutalist».
Εϊντριεν Μπρόντι: «Νιώθω τυχερός που βρίσκομαι σε αυτό το σημείο της διαδρομής μου»
Οπως ο Λάζλο, έχετε κι εσείς και εβραϊκές και ουγγρικές καταβολές. Πώς επηρέασε την ερμηνεία σας το γεγονός ότι η ιστορία του Λάζλο αντικατοπτρίζει κι εκείνη της οικογένειάς σας;
Είναι πολύ σημαντικό για μένα να αφηγηθώ αυτή την ιστορία, ειδικά επειδή εκείνη την εποχή υπήρχε ένα μεγάλο κύμα εβραϊκής μετανάστευσης και πολλοί δημιουργικοί άνθρωποι έφευγαν μακριά από τον πόλεμο και πήγαιναν στην Αμερική ή αλλού, όχι μόνο για να γλιτώσουν από τη δίωξη, αλλά και για να μπορέσουν να έχουν μια ζωή όπου οι συνεισφορές τους θα αναγνωρίζονταν. Είναι κάτι που έχω εξερευνήσει δημιουργικά και στο παρελθόν. Είναι πολύ συγκινητικό για μένα να συμβάλλω στη διάδοση αυτής της σημαντικής ιστορικής περιόδου. Μάλιστα, με άγγιξε ιδιαίτερα το γεγονός ότι, όταν ο Μπρέιντι Κορμπέ και η Μόνα Φάστβολντ έγραψαν το σενάριο, είχαν επηρεαστεί βαθιά από την αρχιτεκτονική εκείνης της εποχής και προσπάθησαν να βρουν κάποιον σαν τον Λάζλο, που να είχε επιβιώσει από τη ναζιστική επέλαση και να είχε συνεχίσει το έργο του στη σχολή του Μπάουχαους. Ωστόσο, δεν υπήρχαν επιζώντες. Και στην πραγματικότητα, αυτό που εκφράζει η ταινία — τουλάχιστον για μένα — είναι συμβολικά το πόσο μεγάλο είναι το δημιουργικό κόστος της απώλειας αυτών των ανθρώπων. Και έτσι, η αφήγηση αυτής της ιστορίας γίνεται ακόμα πιο ουσιαστική, καθώς αφορά το τεράστιο δυναμικό που αφανίστηκε.
Παρά τις σημαντικές συνεισφορές των μεταναστών, πολλοί από αυτούς παραμένουν λιγότερο ευπρόσδεκτοι, λιγότερο ικανοί να αφομοιωθούν. Αυτό είναι ένα βάρος που κουβαλούν πολλοί άνθρωποι. Η ταινία μιλά γι' αυτόν τον αγώνα, για την καλλιτεχνική πορεία, για την ανάγκη προσαρμογής, για τη συμβολική επιθυμία να ανήκει κανείς κάπου - και για το πώς κάποιοι δυσκολεύονται να είναι τόσο συμπεριληπτικοί όσο θα έπρεπε.»
Πολλοί συγκρίνουν τον Λάζλο με τον ήρωα που ενσαρκώνετε στον «Πιανίστα». Δύο εξαιρετικά ταλαντούχοι καλλιτέχνες – θα λέγατε ότι αυτοί οι χαρακτήρες λειτουργούν κι ως μεταφορές για τον αγώνα διατήρησης της καλλιτεχνικής δημιουργίας στη σύγχρονη κινηματογραφική βιομηχανία;
Νομίζω ότι υπάρχουν σημαντικές καλλιτεχνικές και ιστορικές αναλογίες με τις αυταρχικές δυνάμεις και αυτή τη φρικτή περίοδο της ιστορίας. Το ταξίδι του Λάζλο ξεκινά με τη φυγή από τις φρικαλεότητες του πολέμου προς την Αμερική και αντανακλά τις ελπίδες και τα όνειρα των μεταναστών, αλλά και τη σύγκρουση ανάμεσα στις δυσκολίες της Αμερικανικής Ιδέας και στην πραγματικότητα της ζωής. Παρά τις σημαντικές συνεισφορές των μεταναστών, πολλοί από αυτούς παραμένουν λιγότερο ευπρόσδεκτοι, λιγότερο ικανοί να αφομοιωθούν. Αυτό είναι ένα βάρος που κουβαλούν πολλοί άνθρωποι. Η ταινία μιλά για αυτόν τον αγώνα, για την καλλιτεχνική πορεία, για την ανάγκη προσαρμογής, για τη συμβολική επιθυμία να ανήκει κανείς κάπου — και για το πώς κάποιοι δυσκολεύονται να είναι τόσο συμπεριληπτικοί όσο θα έπρεπε.
Τι αντλήσατε από τις προσωπικές σας αναφορές για να εμβαθύνετε στο ρόλο του Λάζλο;
Θεωρώ τον εαυτό μου αρκετά ευαίσθητο και συμπονετικό άνθρωπο και η ομορφιά της υποκριτικής είναι να μπορείς να μπεις στα παπούτσια άλλων ανθρώπων και να αποδώσεις την πορεία τους με αυθεντικότητα. Με ελκύει η ανάδειξη αγώνων και δυσκολιών μέσα από την αφήγηση ιστοριών. Ωστόσο, αυτή η συγκεκριμένη ταινία είχε για μένα έναν ξεχωριστό αντίκτυπο, επειδή μπορούσα να αντλήσω από τις εμπειρίες και τις δυσκολίες των προγόνων μου και από το ταξίδι των παππούδων μου προς την Αμερική. Το ίδιο συνέβη και με τον «Πιανίστα» — ο πατέρας μου είναι πολωνικής καταγωγής, και παρόλο που γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, αυτή η ιστορία και η κληρονομιά είναι επίσης πολύ προσωπική για μένα. Αλλά τελικά, κάθε τραγική απώλεια είναι κάτι με το οποίο μπορεί κανείς να συνδεθεί, αν αναγνωρίσει ότι, ανεξαρτήτως προσωπικής ιστορίας, όλοι μας λαχταρούμε τις ίδιες ελευθερίες. Δυστυχώς, η ιστορία των περισσότερων ανθρώπων είναι γεμάτη σκληρές δυσκολίες.
Πώς είναι να λαμβάνετε τόσα πολλά βραβεία μετά από τόσα χρόνια;
Είναι μεγάλη τιμή και συγκίνηση να αναγνωρίζεται η δουλειά μου, ειδικά όταν πρόκειται για κάτι τόσο σημαντικό για μένα. Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να βρω έναν ρόλο με τόσο βάθος και έναν σκηνοθέτη που να μου εμπιστευτεί έναν τόσο απαιτητικό ήρωα. Το πιο σπουδαίο σε αυτή την αναγνώριση είναι ότι όχι μόνο τιμά τη δουλειά μου και τις προσπάθειες πολλών ετών, αλλά παράλληλα φέρνει την ταινία στο προσκήνιο, κάτι που είναι κρίσιμο για να φτάσει στους ανθρώπους. Είμαστε πολύ τυχεροί, γιατί παρόλο που η ταινία δεν έχει ακόμη κυκλοφορήσει επίσημα, έχει ήδη τραβήξει την προσοχή, και αυτό είναι πολύ δύσκολο στις μέρες μας.
Η ταινία είναι βαθιά ριζωμένη στην πραγματικότητα και περισσότερες ταινίες θα έπρεπε να τιμούν αυτήν την πραγματικότητα, δίνοντας στους πρωταγωνιστές τους την ευκαιρία να αποτυπώσουν τις αδυναμίες και την ευθραυστότητα της ζωής γύρω μας. Νομίζω ότι το κοινό είναι έξυπνο και συναισθηματικά διψασμένο για αυτού του είδους τη σύνδεση. Και εγώ το ίδιο.»
Ποια ήταν η πιο δύσκολη σκηνή για εσάς σε αυτή την ταινία που είναι τόσο συναισθηματικά φορτισμένη; Πώς βιώσατε τη σοκαριστική σκηνή της σωματικής επίθεσης του Βαν Μπιούρεν στον Λάζλο;
Δεν ξέρω αν υπήρχε μία συγκεκριμένη σκηνή πιο δύσκολη από τις άλλες — ήταν μια συνολική εμπειρία. Γυρίσαμε την ταινία σε πολύ περιορισμένο χρονικό διάστημα, δεδομένου του μεγέθους και της κλίμακάς της, και η πίεση ήταν συνεχής ώστε να αποδώσουμε στο μέγιστο σε κάθε σκηνή. Υπήρχαν μεγάλες, περίπλοκες σεκάνς, απαιτητικοί διάλογοι, σκηνές με δύσκολη προφορά. Ηταν μια διαρκής προσπάθεια ακρίβειας. Η σκηνή που αναφέρετε είναι μια μεταφορά για την καταπάτηση της δύναμης ενός ανθρώπου από έναν άλλον, για τη σκληρότητα του κόσμου, αλλά ταυτόχρονα μιλά γενικότερα για το αίσθημα της αδυναμίας — ιδίως για τους καλλιτέχνες.
Η ταινία αγγίζει πολλά θέματα—πόλεμο, τραύμα, βία, εξουσία, οικογένεια, σχέσεις. Σε τι απ' όλα αυτά βρήκατε τον άξονα της δικής σας ερμηνείας;
Αυτό που με προσέλκυσε περισσότερο σε αυτό είναι η πολυπλοκότητα, όπως αναφέρατε και επιπλέον, το θέμα του εθισμού. Ολα αυτά είναι πολύ επίκαιροι ανθρώπινοι αγώνες που τόσοι άνθρωποι βιώνουν με κάποιο τρόπο, είτε οι ίδιοι προσωπικά είτε μέσω κάποιου μέλους της οικογένειάς τους. Είναι απόλυτα κατανοητά και σχετίζονται είτε με μια κληρονομική πάλη, είτε με τον ρατσισμό, τον αντισημιτισμό ή την περιθωριοποίηση. Δυστυχώς, όλα αυτά είναι οικεία σε πάρα πολλούς ανθρώπους στον σύγχρονο κόσμο. Υπάρχει μια αίσθηση ανθρωπιάς στην αφήγηση, και η ομορφιά της είναι ότι ο πρωταγωνιστής είναι ένας ατελής, πραγματικός άνθρωπος, και όχι ένας κατασκευασμένος χαρακτήρας που αποσκοπεί στο να κερδίσει την αγάπη ή τη συμπάθειά σου. Είμαι ευγνώμων για αυτό, καθώς μου έδωσε την ευκαιρία να ενσαρκώσω έναν αληθινό άνθρωπο που με κάποιον τρόπο μας αντιπροσωπεύει όλους. Και νομίζω ότι αυτό είναι διαχρονικό. Είτε πρόκειται για μια ιστορική ταινία είτε για μια φανταστική απεικόνιση ενός ανθρώπου από μια άλλη εποχή, η ιστορία του βασίζεται σε πολλές αλήθειες. Είναι βαθιά ριζωμένη στην πραγματικότητα, και περισσότερες ταινίες θα έπρεπε να τιμούν αυτήν την πραγματικότητα, δίνοντας στους πρωταγωνιστές τους την ευκαιρία να αποτυπώσουν τις αδυναμίες και την ευθραυστότητα της ζωής γύρω μας. Νομίζω ότι το κοινό είναι έξυπνο και συναισθηματικά διψασμένο για αυτού του είδους τη σύνδεση. Και εγώ το ίδιο.
Νιώθω μεγάλη ευγνωμοσύνη που είχα το προνόμιο να είμαι εργαζόμενος ηθοποιός για τόσα χρόνια, ακόμα και πριν λάβω οποιαδήποτε αναγνώριση.»
Ο Μπρέιντι Κορμπέ είπε, «Οταν κάποιος δημιουργεί κάτι τολμηρό, πρωτοποριακό ή νέο, συχνά επικρίνεται στην αρχή και με τον καιρό αναγνωρίζεται». Θυμάστε κάποια δική σας τολμηρή ερμηνεία που δεν εκτιμήθηκε όσο έπρεπε τότε και ελπίζετε να την ανακαλύψει ξανά το κοινό;
Νομίζω ότι αυτό ισχύει περισσότερο για τους σκηνοθέτες. Οταν δημιουργείς ένα έργο, αφιερώνεις χρόνια από τη ζωή σου σ' αυτό. Ο σκηνοθέτης είναι αυτός που θέτει τον τόνο και το όραμα για τα κεντρικά θέματα μιας ταινίας και το έργο του είναι πιο εκτεθειμένο στην άμεση κριτική. Δεν έχει νόημα να αναλογίζομαι ρόλους που δεν εκτιμήθηκαν όσο θα ήθελα. Εχω μια αρκετά εκτενή καριέρα, δουλεύω σ' αυτόν τον χώρο από τα 12 μου. Αναπόφευκτα, υπήρξαν πράγματα που είτε παρερμηνεύτηκαν είτε δεν έλαβαν την υποστήριξη που θα επιθυμούσα. Αλλά αποδέχομαι όλα αυτά ως μέρος της διαδρομής. Σέβομαι και ταυτίζομαι με τις παραλληλίες που κάνει ο Μπρέιντι στην ταινία σχετικά με τον αγώνα του καλλιτέχνη, και μπορώ να δω αυτές τις παραλληλίες και στη δική μου μακρά πορεία. Αλλά νιώθω μεγάλη ευγνωμοσύνη που είχα το προνόμιο να είμαι εργαζόμενος ηθοποιός για τόσα χρόνια, ακόμα και πριν λάβω οποιαδήποτε αναγνώριση. Κάποτε, όταν τελικά αναγνωρίστηκε η δουλειά μου, κάποιοι θεώρησαν πως «έκανα την έκπληξη», ενώ ήδη δούλευα στον χώρο για 17 χρόνια (γέλια). Ηταν ένα μακρύ ταξίδι και το να βρίσκομαι σε αυτήν τη φάση της καριέρας μου με μια ταινία τόσο πολυσύνθετη, που εισπράττει τόσο σεβασμό, είναι κάτι πολύ σημαντικό για μένα. Νιώθω τυχερός που βρίσκομαι σε αυτό το σημείο της διαδρομής μου.
Φελίσιτι Τζόουνς και Γκάι Πιρς: «Η απάντηση βρίσκεται εδώ, στη δική μας, ανθρώπινη φύση.»
Πώς συνεργαστήκατε με τον Εϊντριεν Μπρόντι; Εχετε κι οι δυο αρκετές σκηνές σύγκρουσης και δυνατές στιγμές μαζί του.
Γκάι Πιρς Είναι πραγματικά καταπληκτικός. Η αφοσίωσή του στη δουλειά του – δεν διστάζει καθόλου ν' αναζητά την αλήθεια σε οτιδήποτε κάνει. Είναι απόλυτα αφοσιωμένος και εντυπωσιακός σε όλα του. Κουβαλάει την ταινία στους ώμους του, είχε πάρα πολλά να κάνει, αλλά ταυτόχρονα είναι και απολαυστικός συνεργάτης, ναι.
Φελίσιτι Τζόουνς Εχει μια βαθιά ψυχή και δεν αφήνει τίποτα να περάσει αν δεν το νιώσει αληθινό και αυθεντικό.
Ποιες ήταν οι προκλήσεις και ποια τα ελκυστικότερα στοιχεία στους ρόλους σας;
Φ.Τζ. Ηταν μια τεράστια πρόκληση. Από όλους τους ρόλους που έχω κάνει, ποτέ δεν είχα αντιμετωπίσει κάτι τόσο απαιτητικό τεχνικά – έπρεπε να δείξω τη σωματική εξάντληση της Ερζεμπετ, το πώς ο υποσιτισμός της αποτυπωνόταν στο σώμα της, πώς το τραύμα της εκδηλωνόταν τόσο σωματικά όσο και συναισθηματικά. Οι έντονες σκηνές με τον Λάζλο, τον ήρωα του Εϊντριεν, ήταν πραγματικά κάτι διαφορετικό για μένα, κάτι που με ώθησε στα όριά μου. Επιπλέον, έπρεπε να προσεγγίσω προσεκτικά την προφορά, τη γλώσσα, τα ουγγρικά. Ηθελα να κατανοήσω πλήρως ποια ήταν αυτή η γυναίκα, τι είχε περάσει και πώς τη συναντά ο θεατής στην οθόνη. Εχει όμως μια ποιότητα που θυμίζει Τζεντάι, μια εσωτερική δύναμη και μια αλήθεια που τη διαπερνά.
Ηταν μια τεράστια πρόκληση. Απ' όλους τους ρόλους που έχω κάνει, ποτέ δεν είχα αντιμετωπίσει κάτι τόσο απαιτητικό τεχνικά – έπρεπε να δείξω τη σωματική εξάντληση της Ερζεμπετ, το πώς ο υποσιτισμός της αποτυπωνόταν στο σώμα της, πώς το τραύμα της εκδηλωνόταν τόσο σωματικά όσο και συναισθηματικά.»
Γκ.Π. Αυτό που με τράβηξε περισσότερο ήταν η απρόβλεπτη φύση του ήρωά μου. Σε κάποιο επίπεδο είναι ένας ανασφαλής άνδρας που προσπαθεί να έχει τον έλεγχο και να κρύψει τα συναισθήματα αναξιότητας που τον διακατέχουν – το γεγονός ότι δεν έχει καμία σπουδαία δεξιοτεχνία ή καλλιτεχνικότητα. Βλέπουμε πως αναγνωρίζει και θαυμάζει την τέχνη του ήρωα του Εϊντριεν, αλλά δεν μπορεί να την αποκτήσει ο ίδιος. Είναι ένας χαρακτήρας που λειτουργεί επιφανειακά, όλο αυτό για εκείνον είναι μια παράσταση, και αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον.
Φελίσιτι, η ηρωίδα σου έχει δύο πολύ έντονα στοιχεία: είναι εγκλωβισμένη σε μια καρέκλα και μιλάει μια άλλη γλώσσα. Τι θεωρείς ότι προσθέτουν αυτά τα στοιχεία στο ρόλο σου;
Αυτό ήταν που έκανε τον χαρακτήρα τόσο ελκυστικό – όλες οι πολυπλοκότητες της κατάστασής της, σωματικά και ψυχολογικά, και πώς τις διαχειρίζεται. Και, κατά έναν τρόπο, στο δεύτερο μέρος της ιστορίας βελτιώνεται, αρχίζει να ζει ξανά. Για πρώτη φορά απολαμβάνει καλή σαμπάνια, καλή παρέα, μικρές στιγμές χαράς που είχε στερηθεί για πάρα πολλά χρόνια. Ακόμα και μέσα στη φρίκη της κατάστασης που βιώνει, βρίσκει κάποιο νόημα και προσπαθεί να κρατήσει κάτι καλό μέσα της. Και αυτό είναι η δύναμή της. Ενώ ο Λάζλο ακολουθεί την αντίθετη πορεία, εκείνη έχει τη δύναμη και την ηθική αντοχή να τους βγάλει από αυτή την τρομερή κατάσταση. Δεν νομίζω πως έχω ξαναδεί χαρακτήρα σαν αυτόν στη μεγάλη οθόνη, και αυτή η πρωτοτυπία ήταν ένας από τους λόγους που ήθελα τόσο να κάνω αυτόν τον ρόλο.
Γκάι, ο ήρωάς σου, ο Χάρισον Λι Βαν Μπιούρεν, ανήκει σ' αυτό που αποκαλούμε «τα χέρια που έχτισαν την Αμερική». Τι νομίζεις ότι σημαίνει η κληρονομιά ενός τέτοιου ανθρώπου στη σημερινή εποχή;
Είναι μια πολύ «αμερικανική» φιγούρα, υπό την έννοια ότι δίνει έμφαση στην εικόνα, στην εξουσία, στη δύναμη, στον έλεγχο. Θέλει να αφήσει το στίγμα του στην Ιστορία, και νομίζω πως η Αμερική θέλει να παρουσιάζεται ως η ηγέτιδα δύναμη του κόσμου – κάτι που αποτυπώνεται στον πλούτο, την αρχιτεκτονική, στη δημιουργία φαινομενικά τέλειων πόλεων, και στην προσπάθεια να είναι πρώτη σε όλα. Ομως ξέρουμε πως κάτω από την επιφάνεια συμβαίνουν πολλά που αντιβαίνουν σε αυτή την εικόνα. Επομένως, με ενδιαφέρει πολύ η κληρονομιά που αφήνει η Αμερική σήμερα, όπως θα με ενδιέφερε και η κληρονομιά ενός ανθρώπου σαν τον χαρακτήρα μου. Είναι κάτι που είναι εκεί, φανερό, αλλά μάλλον αμφισβητήσιμο.
Είναι μια πολύ "αμερικανική" φιγούρα, υπό την έννοια ότι δίνει έμφαση στην εικόνα, στην εξουσία, στη δύναμη, στον έλεγχο. Θέλει να αφήσει το στίγμα του στην Ιστορία, και νομίζω πως η Αμερική θέλει να παρουσιάζεται ως η ηγέτιδα δύναμη του κόσμου – κάτι που αποτυπώνεται στον πλούτο, την αρχιτεκτονική, στη δημιουργία φαινομενικά τέλειων πόλεων, και στην προσπάθεια να είναι πρώτη σε όλα.»
Σε μια ταινία με περιορισμένο προϋπολογισμό και πολύ σύντομο χρόνο γυρισμάτων, νιώσατε περιορισμούς στη δική σας δουλειά;
Φ.Τζ. Ο προϋπολογισμός ήταν περιορισμένος, αλλά δημιουργικά ένιωθα ότι δεν υπήρχαν όρια, είχαμε όλα όσα χρειαζόμασταν. Η επένδυση του Μπρέιντι στο να διασφαλίσει ότι είχαμε τα απαραίτητα μαθήματα διαλέκτου, ότι ήμασταν όσο το δυνατόν πιο προετοιμασμένοι για να αποδώσουμε τις ερμηνείες που θέλαμε, έκανε, παραδόξως, να μη νιώσουμε τους περιορισμούς ούτε για ένα δευτερόλεπτο στα γυρίσματα. Αυτό προέρχεται από το ότι συνεργαζόμασταν με κάποιον που χειρίζεται το πλατό με εξαιρετική δεξιοτεχνία. Είναι ένας «καλοπροαίρετος δικτάτορας». Τα πάντα υπηρετούν το όραμά του και ξέρει ακριβώς ποιο είναι αυτό, ενώ παράλληλα εμπνέει τους πάντες για να το εξασφαλίσει.
Γκ.Π. Γυρίσαμε την ταινία στην Ουγγαρία, και ο Μπρέιντι είχε ήδη κάνει μια ταινία εκεί πριν από κάποια χρόνια, όπως και μία στην Αμερική. Παρόλο που η αμερικανική παραγωγή είχε μεγαλύτερο προϋπολογισμό, μόνο ένα μικρό μέρος αυτού κατέληξε πραγματικά στην οθόνη. Αντίθετα, στην ταινία που έκανε στην Ουγγαρία, ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του προϋπολογισμού επενδύθηκε στο τελικό αποτέλεσμα. Οπότε είπε ότι ο μόνος τρόπος να γίνει αυτή η ταινία ήταν να επιστρέψει στην Ουγγαρία, γιατί με 10 εκατομμύρια στην Αμερική δεν θα κατάφερνε πολλά. Αυτό ήταν πραγματικά σημαντικό γι’ αυτόν. Αλλά εμείς δεν νιώσαμε κανέναν περιορισμό. Είχαμε οκτώ εβδομάδες γυρισμάτων – έχω δουλέψει σε παραγωγές που γυρίστηκαν σε τέσσερις ή πέντε εβδομάδες, οπότε μου φάνηκε απολύτως φυσιολογικό. Γυρίσαμε σε Vistavision, που επίσης, λόγω της φύσης του αναλογικού φιλμ, θα μπορούσε να φέρει άλλους περιορισμούς, αλλά ο Μπρέιντι ήταν πολύ χαλαρός όσον αφορά τις επαναληπτικές λήψεις, αν τις χρειαζόμασταν. Μας έκανε να νιώθουμε πως είχαμε όλη την καλλιτεχνική ελευθερία του κόσμου, οπότε ποτέ δεν φάνηκε τόσο περιοριστικό όσο μπορεί να ακούγεται.
Φ.Τζ. Το «The Brutalist» είναι πραγματικά ένα έργο τέχνης. Είναι τόσο σπάνιο να συμμετέχεις σε κάτι τέτοιο. Προσωπικά, ήθελα απεγνωσμένα να κάνω κάτι τόσο αυθεντικό, που να έχει μια τόσο ξεκάθαρη καλλιτεχνική ταυτότητα. Αλλά είναι εκπληκτικό το πόσο δύσκολο είναι να γίνει κάτι τέτοιο οικονομικά – η αγορά δεν θέλει να φτιάξεις κάτι τέτοιο, γι' αυτό πρέπει να κάνεις τα αδύνατα δυνατά για να το υλοποιήσεις. Οταν όμως το καταφέρεις, τότε μιλάμε για τέχνη με την πραγματική έννοια της λέξης, γιατί υπάρχει μια ουσιαστική ανάγκη και δίψα γι’ αυτήν.
Γκ.Π. Και το ειρωνικό της υπόθεσης είναι πως αυτή είναι μια ταινία για έναν καλλιτέχνη θύμα στα χέρια ενός πλούσιου τυράννου.
Θα λέγατε πως αυτή είναι μια ταινία για το Αμερικανικό Όνειρο και για την κατάρρευσή του;
Φ.Τζ. Πάντα πιστεύω ότι πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με τα όνειρα. Στο τέλος, τίποτα δεν είναι τέλειο, και τα καλύτερα πράγματα συχνά γεννιούνται μέσα από αγώνα και ένταση. Οταν έχεις μια ιδέα για κάτι, η πραγματικότητα σχεδόν ποτέ δεν ανταποκρίνεται σε αυτή – συγγνώμη αν ακούγομαι πολύ ρεαλίστρια! Νομίζω πως αυτό είναι και μέρος της ταινίας, τα όνειρα είναι μυθοπλασία. Η έννοια του Αμερικανικού Ονείρου, όπως την εξερεύνησε ο Αρθουρ Μίλερ, είναι κάτι ανέφικτο. Και αν φτάσουμε στη βάση των πραγμάτων, αυτό που πραγματικά χρειάζεται είναι μια δίκαιη οικονομική πολιτική. Το Αμερικανικό Ονειρο, στην πραγματικότητα, δεν αφορά αυτό.
Πάντα πιστεύω ότι πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με τα όνειρα. Στο τέλος, τίποτα δεν είναι τέλειο, και τα καλύτερα πράγματα συχνά γεννιούνται μέσα από αγώνα και ένταση. Οταν έχεις μια ιδέα για κάτι, η πραγματικότητα σχεδόν ποτέ δεν ανταποκρίνεται σε αυτή – συγγνώμη αν ακούγομαι πολύ ρεαλίστρια!»
Γκ.Π. Υποθέτω ότι, σε μικρότερα επίπεδα, είναι υπέροχο να δουλεύεις ως ηθοποιός, γιατί εξερευνείς πολλούς διαφορετικούς κόσμους. Είναι μια δημιουργική διέξοδος, μια μεγάλη ευκαιρία. Αλλά είμαστε και οι δύο αρκετά τυχεροί – έχουμε δουλέψει πολύ, όμως υπάρχει και μεγάλη πρακτική πλευρά στη δουλειά μας και στον τρόπο που σκεφτόμαστε. Ξέρουμε πώς λειτουργεί η βιομηχανία. Οπότε πιστεύω πως πρέπει να είμαστε προσεκτικοί όταν μιλάμε για όνειρα και για το τι πραγματικά σημαίνουν.
Αυτή η ταινία είναι τόσο μια ανθρώπινη ιστορία όσο και μια ιστορία επιβίωσης. Με όλα όσα συμβαίνουν στον κόσμο σήμερα, πιστεύετε ότι το κοινό θα δει σ' αυτή την ιστορία επιβίωσης τη δική μας, σύγχρονη πορεία;
Φ.Τζ. Είναι μια μελέτη στην κατανόηση του αγώνα για επιβίωση, και αυτό είναι κάτι με το οποίο όλοι μπορούν να ταυτιστούν. Πώς διατηρείς τις σχέσεις σου ανέπαφες; Πώς ανακαλύπτεις ποιος πραγματικά είσαι; Αυτά είναι ερωτήματα που οι άνθρωποι θέτουν καθημερινά και η ταινία σίγουρα αγγίζει αυτή τη διάσταση. Εχει κάτι πολύ ανθρώπινο και αληθινό. Γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να πλοηγηθούμε στη ζωή, με την πολιτική κατάσταση όπως έχει και με την τεχνολογία να κατακλύζει τα πάντα. Βιώνουμε μια σεισμική αλλαγή και προσπαθούμε να τη διαχειριστούμε καθώς συμβαίνει. Και με κάποιον τρόπο, η ταινία, παρότι δεν εκτυλίσσεται στη σύγχρονη εποχή, αγγίζει ακριβώς αυτόν τον αγώνα.
Γ.Π. Και απέναντι στην τεχνητή νοημοσύνη, για την οποία όλοι δείχνουν μεγάλο ενθουσιασμό, νομίζω ότι η ιδέα πραγμάτων που παραμένουν ανθρώπινα και αληθινά μας έλκει ως ανθρώπινα όντα. Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί ώστε να μην υποπέσουμε στην αντίληψη ότι η τεχνητή νοημοσύνη είναι η απάντηση στα πάντα. Η απάντηση βρίσκεται εδώ, στη δική μας, ανθρώπινη φύση.