Κάθε φορά που ένα σπουδαίο βιβλίο μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη, ο γνωστός αφορισμός του Στάνλεϊ Κιούμπρικ ότι τα πάντα μπορούν να κινηματογραφηθούν δοκιμάζεται. Ειδικά σε περιπτώσεις που το πρωτογενές υλικό έχει έκδηλα αλληγορική σημασία ή είναι ένα παλίμψηστο πάνω στο οποίο κάθε ανάγνωση προσθέτει κι ένα επίπεδο ερμηνείας, η οπτικοποίηση σημαίνει (σχεδόν πάντα) νομοτελειακά κι έναν περιορισμό ακόμα και (ή μάλλον ειδικά) στις περιπτώσεις που το σενάριο ακολουθεί πιστά την αφηγηματική γραμμή του βιβλίου.
Το «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» του μετέπειτα νομπελίστα Νοτιoαφρικανού Τζον Μάξγουελ Κουτσί κυκλοφόρησε το 1980 και σχεδόν αμέσως χαιρετίστηκε ως ένα από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα του προηγούμενου αιώνα. Η καταγωγή του συγγραφέα οδήγησε πολλούς στο να το θεωρήσουν ως μία παραβολή για το Απαρτχάιντ, όμως ο Κουτσί στόχευε σε κάτι πολύ βαθύτερο από αυτό, στη βαρβαρότητα που ελλοχεύει σε κάθε «πολιτισμένη» κοινωνία, όπως αυτή εκδηλώνεται θεσμικά και αντανακλαστικά από την ανάγκη οριοθέτησής της απέναντι σε κάθε τι ξένο προς αυτή, από ένα μίσος που αποτελεί στοιχείο της ταυτότητας και του αυτοπροσδιορισμού της. Στα σύνορα μιας απροσδιόριστης χώρας σε μια επίσης απροσδιόριστη εποχή, το βιβλίο έχει μια υπαινικτική πολυσημία με φιλοσοφικές, υπαρξιακές και πολιτικές νύξεις που εκ των πραγμάτων δύσκολα θα μπορούσαν ποτέ να κινηματογραφηθούν καλύπτοντας ολόκληρη την πολυπρισματική τους εμβέλεια.
Αυτό το ρίσκο ανέλαβε για την πρώτη αγγλόφωνη ταινία του ο Κολομβιανός Σίρο Γκέρα με τη βοήθεια του ίδιου του Τζον Κουτσί στο σενάριο. Μετά από δύο (το λιγότερο) εντυπωσιακές ταινίες («Στην Αγκαλιά του Φιδιού», «Αποδημητικά Πουλιά»), οι οποίες ξεχώρισαν για τον τρόπο με τον οποίο ο σκηνοθέτης ανέδειξε οπτικά τη διαμάχη ανάμεσα στην παράδοση και την πρόοδο και στον δυτικό ορθολογισμό και την ενστικτώδη σοφία των αρχέγονων πολιτισμών, η επιλογή του έμοιαζε ταιριαστή για τη μεταφορά ενός βιβλίου που εξετάζει την ίδια θεματική μέσα από το σκοτεινό καθρέφτη του «κατακτητή» και του «κυρίαρχου», εκείνου που οχυρώνεται πίσω από τον επεκτατισμό του.
Αν και ο Γκέρα καταβάλει φιλότιμες προσπάθειες να στήσει μια άχρονη πόλη στην άκρη του πουθενά ως το τελευταίο προπύργιο του πολιτισμού, η απροσδιοριστία και η ασάφεια της χώρας και του τόπου του πρωτογενούς υλικού, της ταυτότητας των κατακτητών και των βαρβάρων, θυσιάζονται μερικώς στη μεγάλη οθόνη, γιατί μπορεί η σημαία που υψώνεται κάθε πρωί ως λάβαρο της Αυτοκρατορίας να μην παραπέμπει σε κανένα υπαρκτό κράτος, ο τόπος όμως είναι ξεκάθαρα η αφρικανική έρημος και αυτοί που οι πολιτισμένοι λευκοί αποκαλούν βάρβαρους είναι μογγολικής καταγωγής, ενώ τα σκηνικά και τα κουστούμια υπονοούν τις αποικιοκρατικές αρχές του προηγούμενου αιώνα.
Σ’ αυτή την ανώνυμη πόλη των νότιων συνόρων ζει ο επίσης ανώνυμος Επίτροπος ως ο διορισμένος από την Αυτοκρατορία ανώτατος διοικητικός λειτουργός της περιοχής, από την οποία εκδιώχθηκαν οι ιθαγενείς «βάρβαροι» στα βάθη μιας περιοχής που παραμένει αχαρτογράφητη. Ο Επίτροπος εκτελεί τα καθήκοντά του με πραότητα και μετριοπάθεια, ενώ ενδιαφέρεται να μάθει περισσότερα για την κουλτούρα των ιθαγενών αποκωδικοποιώντας τα γραπτά τους μνημεία που έχουν ανευρεθεί στην περιοχή. Όλα όμως θα αλλάξουν όταν καταφτάσει ο πολεμοχαρής Συνταγματάρχης Τζολ (η ονοματοδοσία είναι δείγμα της «πολιτισμένης» του ανωτερότητας), ο οποίος με ρητές εντολές της Αυτοκρατορίας θα εξαπολύσει ανθρωποκυνηγητό εναντίων των ιθαγενών με το πρόσχημα της αποτροπής μιας επαπειλούμενης επίθεσης στην πόλη.
Ανίκανος να εναντιωθεί σ’ αυτές τις εντολές, ο Επίτροπος θα δει τους ιθαγενείς να βασανίζονται από τους στρατιώτες της Αυτοκρατορίας με τον πιο βάναυσο τρόπο («Ο πόνος είναι αλήθεια» θα πει κυνικά ο Συνταγματάρχης) και τότε θα πράξει αυτό που θεωρεί το ηθικά σωστό, θα βοηθήσει μία εξ αυτών περιθάλποντάς την και οδηγώντας την, με ρίσκο της ζωής του, εκτός των τειχών, πίσω στο λαό της. Αυτή η πρωτοβουλία, όμως, θα τον μετατρέψει από διοικητικό άρχοντα σε παρία, γιατί η παράβαση των εντολών της αυτοκρατορίας σημαίνει προδοσία και ο Συνταγματάρχης Τζολ με τη βοήθεια των στρατιωτών του θα φροντίσει να επιβάλει την ποινή.
Χωρισμένο σε τέσσερα κεφάλαια σύμφωνα με τις εποχές του έτους, το «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» ακολουθεί σχεδόν πιστά το βιβλίο. Ο Γκέρα κινηματογραφεί μια πόλη που βρίσκεται στο τέλος του κόσμου και του χρόνου, ένα σύνορο στη μέση του πουθενά, μια όαση μέσα στην έρημο που μετατρέπεται σταδιακά σε δυστοπία μέσα από τα πλάνα του έμπειρου και δύο φορές βραβευμένου με Όσκαρ διευθυντή φωτογραφίας Κρις Μένγκες. Η ανάδειξη της ενδογενούς βαρβαρότητας που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης φύσης κι εκδηλώνεται με σαρωτική μορφή και αυτοκαταστροφική μανία μόλις δοθεί η ευκαιρία συντελείται μέσα από έναν πένθιμο και υπνωτικό αφηγηματικό ρυθμό, που σε κάποια σημεία υπεραπλουστεύει (κάπως αναπόφευκτα) οπτικά την πιο υπαινικτική στο γραπτό λόγο προβληματική του Κουτσί, κορυφώνεται όμως στις στιγμές έντασης με εικαστική και δραματουργική δύναμη.
Ο Μαρκ Ράιλανς αναλαμβάνει το δύσκολο έργο να σηκώσει στους στιβαρούς ερμηνευτικούς του ώμους την ανθρωπιά μιας ταινίας που καταγράφει τη διαβρωτική διαδικασία της απώλειάς της και είναι για άλλη μια φορά υποδειγματικός, ειδικά όσο περισσότερο συνειδητοποιεί τον παραλογισμό μιας κοινωνίας που προσπαθεί να δικαιολογήσει την ύπαρξή της εφευρίσκοντας φανταστικούς εχθρούς, αλλά στην ουσία βρίσκεται σε πόλεμο με τον ίδιο της τον εαυτό, ενώ ο Τζόνι Ντεπ στο ρόλο του Συνταγματάρχη Τζολ έχει σαφώς πιο εύκολη αποστολή, καλυμμένος τις περισσότερες φορές πίσω από τα (μοναδικά στην ταινία) γυαλιά ηλίου που συμβολίζουν ταυτόχρονα τον σκοταδισμό, την υπεροψία και την εθελοτυφλία του.
Χωρίς να αγγίζει τα επίπεδα και τα βάθη του πρωτογενούς υλικού, αν και καταβάλλει φιλότιμες και αξιέπαινες προσπάθειες γι’ αυτό, το «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» του Σίρο Γκέρα επιβεβαιώνει τη δύναμη των εικόνων του Κολομβιανού σκηνοθέτη και αφήνει για το τελευταίο, αμφίσημο πλάνο την πραγματική απειλή να αιωρείται ως ένας δυσοίωνος αντικατοπτρισμός. Παραφράζοντας το ποίημα του Καβάφη (που στάθηκε άλλωστε πηγή έμπνευσης για τον Κουτσί), Βάρβαροι έχουν ήδη έρθει, ίσως μάλιστα ήταν πάντα εδώ. Αλλά δεν είναι ποτέ η λύση.