Από όλους τους σκηνοθέτες της λεγόμενης «Έκτης Γενιάς» των Κινέζων σκηνοθετών, αυτής που ξεπήδησε στη δεκαετία του 90 και σημαδεύτηκε από τη φοιτητική σφαγή στην πλατεία της Τιενανμέν, ο Λου Γε είναι ίσως ο πιο παραγνωρισμένος και σίγουρα ο πλέον φορμαλιστικά ανήσυχος, με κάθε ταινία του να πειραματίζεται (όχι πάντα με επιτυχία) ανάμεσα στα είδη και σε ρηξικέλευθους τρόπους αφήγησης και κινηματογράφησης, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που αντιμετώπισε προβλήματα με τη λογοκρισία της χώρας του, όπως στην περίπτωση του απρόβλητου στη χώρα μας «Summer Palace» που αποσύρθηκε από το διαγωνιστικό των Καννών το 2006 κατόπιν διπλωματικών πιέσεων και οδήγησε στην πενταετή απαγόρευση του σκηνοθέτη από το να γυρίζει ταινίες.
Για το «Saturday Fiction», τη νέα του ταινία που βρέθηκε στο φετινό διαγωνιστικό της Βενετίας, ο Λου Γε επιστράτευσε μία σούπερ σταρ της χώρας του (και του παγκόσμιου σινεμά εν γένει), την Γκονγκ Λι, και την τοποθέτησε στο επίκεντρο μιας ιστορίας έρωτα και κατασκοπίας στη Σανγκάη του 1941, τότε που η πόλη βρισκόταν υπό ιαπωνική κατοχή, ένα «Μοναχικό Νησί», όπως χαρακτηριστικά ονομαζόταν, στο οποίο οι Συμμαχικές Δυνάμεις και ο Άξονας επιδίδονταν σε ένα ανελέητο κυνηγητό κατασκοπίας, προκειμένου να εδραιώσουν τη θέση τους σε έναν πόλεμο που έμελλε να λάβει παγκόσμιες και σαρωτικές διαστάσεις.
Η Ζαν Γιου, μια ντίβα του κινεζικού θεάτρου και κινηματογράφου, επιστρέφει στην Σανγκάη από το Χονγκ Κονγκ μετά από πολυετή απουσία, προκειμένου να πρωταγωνιστήσει στο θεατρικό έργο «Saturday Fiction», το οποίο σκηνοθετείται από τον παλιό της εραστή και μεγάλο έρωτα της ζωής της. Αυτή είναι τουλάχιστον η επίσημη δικαιολογία, καθώς κάτω από την κάλυψη της ως ηθοποιού, η Ζαν εκτελεί και χρέη κατασκόπου για τις συμμαχικές δυνάμεις με σύνδεσμο τον Γάλλο θετό της πατέρα, ο οποίος εργάζεται υπεράνω πάσης υποψίας στη γαλλική συνοικία χάρη στα διοικητικά προνόμια που έχουν χορηγηθεί στην περιοχή. Στη Σανγκάη, ωστόσο, βρίσκεται επίσης αιχμάλωτος και ο πρώην σύζυγός της ηθοποιού, ο οποίος έχει ύποπτες διασυνδέσεις με τις δυνάμεις κατοχής.
Μέσα σ’ ένα δίκτυο από πρόσωπα με κρυφές αντζέντες και ένοχα μυστικά του παρελθόντος και του παρόντος, οι προθέσεις της Ζαν θα παραμείνουν κι αυτές αδιευκρίνιστες. Θέλει να ελευθερώσει τον πρώην σύζυγό της; Θέλει να αποσπάσει μεγάλης στρατηγικής σημασίας μυστικά από έναν υψηλά ιστάμενο Ιάπωνα αξιωματούχο που μένει στο ίδιο ξενοδοχείο μ’ εκείνη; Θέλει να επανασυνδεθεί με τον μεγάλο έρωτα της ζωής της; Ή ψάχνει μια ευκαιρία να δραπετεύσει και να ξεκινήσει μια νέα ζωή, μακριά από όλους και απ’ όλα; Μέσα σε μία βδομάδα που θα ξεκινήσει από τη Δευτέρα της άφιξής της ηθοποιού στη Σανγκάη και θα κορυφωθεί το Σάββατο 7 Δεκεμβρίου του 1941, ημερομηνία της πρεμιέρας του θεατρικού έργου και, εν αγνοία (;) όλων, του βομβαρδισμού του Περλ Χάρμπορ, ο οποίος θα αλλάξει ριζικά τα πάντα, η ταινία θα καταγράψει μέσα από μια λαβυρινθοειδή αφήγηση την πορεία μιας ομάδας ανθρώπων στις παρυφές της Ιστορίας και τον τρόπο που οι πράξεις τους θα συντελέσουν στην τελική διαμόρφωσή της.
Το «Saturday Fiction» ξεκινά παραπλανητικά, με τις πρόβες του ομότιτλου θεατρικού έργου εντός της ταινίας και τα όρια ανάμεσα στη σκηνή και στην πραγματικότητα αρχίζουν να γίνονται ευμετάβλητα και να μπλέκονται συστηματικά καθ’ όλη τη διάρκεια του, δίνοντας στη δράση μια επίπλαση θεατρικότητας και μια διάσταση τραγωδίας, στην οποία όλοι οι ήρωες γίνονται οι μαριονέτες δυνάμεων ανώτερων από αυτούς, θύματα ενός αναπόδραστου φαταλισμού που τους οδηγεί σε γεγονότα και πράξεις που δεν μπορούν να ελέγξουν.
Η αίσθηση αυτή επιτείνεται από την υποβλητική ασπρόμαυρη φωτογραφία του Ζενγκ Τζιάν, που βυθίζει τους ήρωες στο σκοτάδι, αποκρύπτοντας πολλές φορές τα πρόσωπά τους και καθιστώντας τις μορφές τους αινιγματικές σκιές μέσα σε ένα αμοραλιστικό περιβάλλον βγαλμένο από τα αρχετυπικά φιλμ νουάρ του παρελθόντος, εκεί όπου δεν υπάρχει κανένας διαχωρισμός ανάμεσα στο καλό και το κακό, αλλά όλες οι αντιμαχόμενες πλευρές παίζουν το ίδιο βρώμικο παιχνίδι. Η κάμερα του Λου Γε ακολουθεί κι εκείνη την περίτεχνα δομημένη δραματουργία σαν ένας καθρέφτης με δύο όψεις (καθόλου τυχαία η μυστική αποστολή της Ζαν Γιου έχει αυτή την ονομασία), με μια δαιδαλώδη κίνηση ανάμεσα στους διαδρόμους του ξενοδοχείου, στη σκηνή και τα παρασκήνια του θεάτρου και στους δρόμους και τα σοκάκια της Σανγκάης.
Μέσα σ’ αυτή την καταχνιά και το κυνηγητό της κάμερας στις αθέατες πτυχές της διπλωματικής σκακιέρας, όμως, η μορφή της Γκονγκ Λι καταφέρνει και πάλι να λάμψει. Η (πραγματικά αγέραστη) ντίβα του ασιατικού σινεμά βρίσκεται σίγουρα σε γνώριμα νερά υποδυόμενη τη σταρ μιας άλλης εποχής, ο Λου Γε όμως την καδράρει τις περισσότερες φορές άβαφη, με μια φυσικότητα που καθιστά τα μυστικά και τα πάθη της απτά και ανθρώπινα. Και στο τέλος, η Ζαν Γιου, ως γνήσια femme fatale και τραγική ηρωίδα μαζί, θα εκπληρώσει με τους δικούς της όρους το πεπρωμένο της. Πέρα από τη μυθοπλασία, πέρα από την πραγματικότητα και πέρα από την Ιστορία.