Το πιο εύκολο πράγμα που θα μπορούσε να πει κανείς για τη συμμετοχή – για πρώτη φορά – του Τακάσι Μιίκε («Audition») στο διαγωνιστικό πρόγραμμα των Καννών είναι πως το φεστιβάλ δεν είχε στην πραγματικότητα άλλη επιλογή. Η απόφαση του αντικομφορμιστή Μιίκε να αποπειραθεί ένα ριμέικ της κλασικής ταινίας του Μισιάκι Κομπαγιάσι «Χαρακίρι» (που το 1963 είχε φύγει από το φεστιβάλ Καννών με το βραβείο της Επιτροπής) και η επιλογή του αυτό να γίνει τρισδιάστατα αποτέλεσε μάλλον μάννα εξ ουρανού για τις Κάννες που για χρόνια περιτριγύριζαν το έργο του.
Οι ίδιοι οι λόγοι που έπεισαν το πρόγραμμα του φεστιβάλ, είχαν αρχικά τρομάξει εμάς: ριμέικ ενός αριστουργήματος και εππιπλέον σε 3D; Το εγχείρημα φάνταζε ξεπούλημα στο κοινό που βρίσκει ηδονή στο να απειλείται από τα προτεταμένα σπαθιά των Σαμουράι και το αίμα να πιτσιλάει την καρέκλα του. Κι ο Μιίκε μας έβγαλε όλους λάθος. Στιβαρός, σοβαρός, οικονόμος μπροστά στην πρόκληση των σκηνοθετικών κόλπων, παρέθεσε ένα δράμα όχι απλά τρισδιάστατο, αλλά πολυδιάστατο: η κοινωνική υποκρισία μίας κουλτούρας που θέτει την «τιμή» πάνω από την αξία της ανθρώπινης ζωής, παρουσιάζεται από τον ιάπωνα σκηνοθέτη με τη βαρύτητα και την αναγκαιότητα που αρμόζει στους χαλεπούς καιρούς μας.
Κατά τη διάρκεια του «ειρηνικού» 17ου αιώνα, οι πολεμιστές Σαμουράι δεν είχαν τρόπο να θρέψουν τις οικογένειές τους και λιμοκτονούσαν. Ξεκινάει ένα ρεύμα ψευδών αυτοκτονιών: επαίτες-Σαμουράι εμφανιζόντουσαν στις πόρτες φεουδαρχών δήθεν ζητώντας την αυλή τους για να τελέσουν χαρακίρι (όσο μεγαλύτερη η πολιτική θέση του άρχοντα, τόσο πιο λαμπρή η υστεροφημία της γενναίας τους πράξης) καθώς η αξιοπρέπειά τους δεν τους επέτρεπε πλέον να συνεχίσουν να ζουν ως ζητιάνοι. Οι προύχοντες, συγκινημένοι, έδιναν ελεημοσύνη στους πρώην πολεμιστές κι εκείνοι εξασφάλιζαν για λίγο καιρό τα προς το ζην. Μέχρι που ένας 20χρονος καταφθάνει στο κατώφλι του «Σπιτιού του Λωτού» και ο επιστάτης αποφασίζει να διδάξει σ' αυτόν και σε όλους εκεί έξω ένα μάθημα τιμής. Μόνο που η πόρτα των πολεμιστών του Λωτού θα χτυπήσει μία ακόμα φορά: ο πεθερός του νεαρού αυτόχθονα έρχεται για να πάρει εκδίκηση.
Ο Μίικε στήνει χαρακτήρες ακόμα πιο τρισδιάστατους και από την εικόνα του. Χειρίζεται τα ηθικά διλήμματα και τις ανατροπές με την ωριμότητα έμπειρου auteur που απογειώνει το θέμα του, από την μικρή ιστορία μια οικογένειας σε οικουμενικά και πανανθρώπινα συμπεράσματα. Στο ρόλο του εκδικητή πατέρα ο εκπληκτικός Εμπίζο Ιτσικάβα καταθέτει μία ερμηνεία που αποπνέει απόγνωση, αξιοπρέπεια και επιδεξιότητα action hero σ' ένα μείγμα που μπορεί να του χαρίσει και το ανδρικό βραβείο.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι και το ίδιο το 3D δεν έχει τη βαρύτητά του. Ο Μίικε το χρησιμοποιεί προσεχτικά και με οικονομία – τόσο που σε στιγμές δεν το καταλαβαίνεις. Η δυνατότητα να παίξεις με το βάθος πεδίου που σου δίνει αυτή η τεχνολογία, εγκλωβίζει τους ήρωες σε χώρους που συμβολίζουν την παράδοση, οπότε με τον απόλυτα κινηματογραφικό τρόπο ο Μίικε μας κλείνει το μάτι: έχουμε εγκλωβιστεί σε παραδόσεις που ξεχνούν, προσπερνούν, ευτελίζουν, την ανθρώπινη ζωή.
Και μ' έναν περίεργο τρόπο, κάτι που θα μπορούσε να καταλήξει σε gore, μεταμεσονύχτιο, αιματοβαμμένο αστείο, πονάει περισσότερο.
Tags: Cannes 2011, HARA-KIRI, ΧΑΡΑΚΙΡΙ