Ο Νίνος Φένεκ Μικελίδης είναι σαφής όταν τον ρωτάμε για ποιο λόγο επέλεξε κάθε μια από τις τρεις ταινίες που διαγωνίζονται στο φετινό 35ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου που διοργανώνεται φέτος από τις 24 μέχρι και τις 30 Νοεμβρίου στους κινηματογράφους Ελλη και Ανδόρα.
«Η επιλογή των ελληνικών ταινιών έγινε με βάση την προηγούμενη δουλειά των σκηνοθετών καθώς και σε σχέση με τα θέματά τους:
α) «Καθαρτήριο»: μια εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας με όλα τα επίκαιρα προβλήματα (φασισμός, ρατσισμός, γραφειοκρατία, θρησκευτικός φονταμενταλισμός, φανατισμός, κ.ά).
β) «Φαντάσματα της Επανάστασης»: μια άλλη, όχι η official, με σατιρική διάθεση, εικόνα της επανάστασης.
γ) «Black Stone»: μια διαφορετική κωμωδία γύρω από το ποιοι είμαστε σαν άνθρωποι και Ελληνες, και με ένα σχόλιο πάνω στις οικογενειακές (με μια πλατύτερη και πιο σωστή εικόνα). σχέσεις, μέσα πάντα από την ελληνική πραγματικότητα, που βάζει, έμμεσα, και με έξυπνο τρόπο, και το θέμα της πατρίδας και των (όχι τελικά αναγκαίων) συνόρων._
Είναι επίσης σαφής όταν τον ρωτάμε για τη σχέση του Πανοράματος με το ελληνικό σινεμά διαχρονικά.
«Από το ξεκίνημά του, το 1988, το Πανόραμα εστίασε και εξακολουθεί να εστιάζει ένα μεγάλο μέρος του προγράμματός του στον ελληνικό κινηματογράφο, τόσο τον σύγχρονο και τις διάφορες τάσεις του, μέσα από τις νέες ταινίες του (που συμμετέχουν και στο διαγωνιστικό πρόγραμμα), όσο και στην ιστορία και την παράδοσή του: με αφιερώματα (φτάνει να αναφέρω πως το 1988, μια από τις τέσσερις βδομάδες αφιερωμένες στον Ευρωπαϊκό Κινηματογράφο, ήταν αφιερωμένη στον ελληνικό, με πλήρες αφιέρωμα στον Σταύρο Τόρνε, και αφιερώματα θεματικά: ελληνική κωμωδία, ντοκιμαντερ, αστυνομικό/νουάρ σινεμά). Από τότε έχουμε οργανώσει μεγάλα αφιερώματα σε Ελληνες σκηνοθέτες (Μιχάλη Κακογιάννη, Νίκο Κούνδουρο, Τάκη Κανελλόπουλο, Αλέξη Δαμιανό, Παντελή Βούλγαρη, Θόδωρο Αγγελόπουλο, Σταύρο Τσιώλη, Τώνια Μαρκετάκη, Φρίντα Λιάππα, και πολλούς άλλους). Στα φετινά αφιερώματα παρουσιάζουμε το έργο του Τάκη Σπετσιώτη και της Αγγελικής Αντωνίου. Ενώ βραβεύσαμε και εξακολουθούμε να βραβεύουμε, με το Ειδικό Βραβείο του Πανοράματος, δεκάδες προσωπικοτήτων του χώρου, από σκηνοθέτες και ηθοποιούς, μέχρι διευθυντές φωτογραφίας, μουσικοσυνθέτες και τεχνικούς (εκτός από τους πιο πάνω και τους: Μίκη Θεοδωράκη, Διονύση Σαββόπουλο, Νίκο Κυπουργό, Άρη Σταύρου, Νίκο Νικολαϊδη, Νίκο Παναγιωτόπουλο, Κώστα Φέρρη, Γιάννη Οικονομίδη, Βασίλη Μαζωμένο, Σμαρούλα Γιούλη, Μπέττυ Αρβανίτη, Εύα Κοταμανίδου, Όλια Λαζαρίδου, Αλεξία Καλτσίκη, Μάνο Ζαχαρία, κ.ά.).»
Το Flix συνομίλησε με τους Θάνο Αναστόπουλο για τα «Φαντάσματα της Επανάστασης», τον Σπύρο Ιακωβίδη για το «Black Stone» και τον Βασίλη Μαζωμένο για το «Καθαρτήριο». Οι τρεις δημιουργοί δίνουν τη δική τους ερμηνεία για την ταινία τους, τη σχέση της με την πραγματικότητα γύρω μας και το σχόλιό τους για τους θεατές που δεν προτιμούν την ελληνική ταινία στο σινεμά.
Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες στο επίσημο site του Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου και στις σελίδες του στο Facebook, και το Instagram.
Θέλω να πω γιατί το κοινό που δεν πάει στην ελληνική ταινία βλέπει τόσο φανατικά ελληνικές σειρές;
Είναι ίσως και θέμα αφήγησης. Το κοινό έχει εθιστεί εδώ και 60 χρόνια σε ένα κυρίαρχο τρόπο και ξενίζει στο διαφορετικό.
Είναι όμως και θέμα προώθησης, επίμονης στήριξης και ουσιαστικού διαλόγου, χωρίς την ανάγκη άμεσων αποτελεσμάτων.»
O Θάνος Αναστόπουλος μιλάει στο Flix για τη νέα του ταινία που έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο 63ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης | Προβολή στο Πανόραμα: Παρασκευή 25 Νοεμβρίου στις 20.15 στην Ελλη
Τι είναι τα «Φαντάσματα της Επανάστασης»;
Μια ιστορική φαντασμαγορία.
Ενα παραληρηματικό όνειρο στην εποχή της πανδημίας.
Γεννήθηκε στα χώματα του ελληνικού νεκροταφείου της Τεργέστης κατά τη διάρκεια εργασιών αναστήλωσης.
Αναστατωμένα από το θόρυβο, φαντάσματα της εποχής του ευρωπαϊκού διαφωτισμού βγαίνουν από τους τάφους τους, παίρνουν το λεωφορείο και κατευθύνονται στην πόλη.
Μια ταινία για το σήμερα και την ανάγκη ν’ αφουγκραστούμε την ιστορία και όσα μεγάλα και σοβαρά ή μικρά και ευτράπελα έχει να μας αφηγηθεί.
Πως μπορεί κανείς να διηγηθεί ιστορικά γεγονότα χωρίς να γίνει διδακτικός; Χωρίς να καταφύγει σε στερεότυπα; Πως να τα φέρει στο παρόν;
Δεν ήθελα να κάνω μια ταινία εποχής, αλλά μια σύγχρονη ταινία. Χωρίς απαντήσεις, μόνο ερωτήσεις.
Σκέφτηκα ότι το χιούμορ λείπει συχνά όταν αναφερόμαστε στο παρελθόν και στην ιστορία.
Σαν να είναι βαρύς ο ίσκιος της και νωπό ακόμα το αίμα των νεκρών.
Ηθελα να προσθέσω μια λοξή ματιά, ένα ίχνος ρομαντικής ειρωνείας σε όλα αυτά τα αποσπάσματα, σ’αυτές τις ημιτελείς αφηγήσεις του παρελθόντος.
Οσοι αγαπούν τον κινηματογράφο, θα την ανακαλύψουν, ίσως χαμογελάσουν.
Αλλά κι αν περάσει απαρατήρητη δεν χάθηκε κι ο κόσμος.
Είναι σαν ένα παράξενο όνειρο:
Ξυπνάς, προσπαθείς ν’ανακαλέσεις τις εικόνες, τους ήχους, την αίσθηση.
Ψάχνεις να καταλάβεις αν θέλει κάτι να σου πει.
Αν είναι ένα προφητικό σημάδι.
Πασχίζεις να θυμηθείς.
Το στριφογυρίζεις στο κεφάλι σου.
Ενα κομμάτι έχει χαθεί.
Ενα βλέμμα επιμένει.
Τα φαντάσματα ταξιδεύουν.
Χαμογελάς και προχωράς παρακάτω.
Μια καινούργια μέρα ξημερώνει.
Η διάθεση είναι ελεύθερη και παιγνιώδης και θέλουμε να την μοιραστούμε.
Πώς συνομιλεί η ταινία σου με την ελληνική και παγκόσμια πραγματικότητα σήμερα;
Δεν πρόκειται για μια συνομιλία, αλλά για ανταλλαγή και μοίρασμα βλεμμάτων. Κάθε εποχή έχει και τα φαντάσματα της.
Παρατηρώντας τον κόσμο σήμερα και διαβάζοντας το παρελθόν, κάνεις επιλογές. Κάποιες ασυνείδητες, αλλά αναγκαίες.
Αποφασίζεις τι θα κρατήσεις και τι θ’αφήσεις. Ψάχνεις για εναλλακτικούς δρόμους μέσα στο σκοτάδι.
Κάπου φέγγει μια φλόγα. Προσπαθείς να μην την κάνεις να σβήσει.
Κάπου ακούγεται ένας ψίθυρος. Ξεχωρίζεις κάποιους στίχους του Διονύσιου Σολωμού:
Ακόμη εβάστουνε η βροντή…
Το κοινό αδιαφορεί ολοκληρωτικά για το ελληνικό σινεμά. Τι νόημα έχει να κάνεις ταινίες; Τι μπορεί να γίνει για να επιστρέψουν στις αίθουσες με ελληνική ταινία οι θεατές;
Αυτή είναι μια μεγάλη κουβέντα. Χρόνων. Κυρίως είναι θέμα παιδείας, επιθυμίας και φυσικά εμπιστοσύνης που φαίνεται ν’απουσιάζει.
Ισως όμως και τρόπου. Θέλω να πω γιατί το κοινό που δεν πάει στην ελληνική ταινία βλέπει τόσο φανατικά ελληνικές σειρές;
Είναι ίσως και θέμα αφήγησης. Το κοινό έχει εθιστεί εδώ και 60 χρόνια σε ένα κυρίαρχο τρόπο και ξενίζει στο διαφορετικό.
Είναι όμως και θέμα προώθησης, επίμονης στήριξης και ουσιαστικού διαλόγου, χωρίς την ανάγκη άμεσων αποτελεσμάτων.
Οπως λέει και η παροιμία πες πες πες όλο και κάτι θα μείνει. Μπορεί όμως να είναι και ευθύνη δική μας, όσων κάνουμε ταινίες.
Είναι σύνθετο. Καμιά φορά ο μάγειρας βάζει στο μενού της μέρας το αγαπημένο του πιάτο κι όμως οι πελάτες επιλέγουν κάτι άλλο για να φάνε.
Για πόσο καιρό θα το κρατήσει στο μενού; Αν δεν το παραγγέλνουν δεν θα πρέπει να το ξανά μαγειρέψει;
Ο κινηματογράφος είναι μια γλώσσα. Νέες λέξεις φανερώνονται και νέοι τρόποι. Προσπαθεί κανείς να βηματίσει με αξιοπρέπεια και χάρη.
Καμιά φορά βουλιάζεις στο κενό. Απελπίζεσαι. Ενα φως ανάβει. Κάποιος κοιτάζει προς την μεριά σου.
Προσπαθείς να τον συναντήσεις. Στην καλύτερη εκδοχή: Ο έρωτας. Στη χειρότερη: Η αδιαφορία. Επιμένεις!
Γιατί πιστεύεις ότι αξίζει τον κόπο. Πλάνη; Ίσως.
Ελπίδα; Σίγουρα.
Το ελληνικό κοινό, συμπεριλαμβανομένου και εμού, συχνά χάνει την εμπιστοσύνη του στις ελληνικές ταινίες διότι έχει απογοητευτεί πολλές φορές.
Πιστεύω ότι το ελληνικό κοινό, όπως και κάθε κοινό, θέλει κατα βάση μια καθαρή και ειλικρινή ιστορία, με αληθοφανείς, ανεπιτήδευτους χαρακτήρες και σίγουρα κάποια στοιχεία που να μπορεί να πιαστεί, και να νιώσει ότι με κάποιο τρόπο, έμμεσα η άμεσα, η ταινία τον αφορά.»
Ο Σπύρος Ιακωβίδης μιλάει για το «Black Stone» που έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο 63ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και απέσπασε τα βραβεία Νεότητας, Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και το Βραβείο Κοινού για ελληνική ταινία. | Προβολή στο Πανόραμα: Τρίτη 29 Νοεμβρίου στις 20.15 στην Ελλη
Δύο κινηματογραφιστές πέφτουν τυχαία πάνω στη Χαρούλα, μια απελπισμένη, υπερπροστατευτική Ελληνίδα μάνα, η οποία αναζητά τον γιο της. Όταν αυτός κατηγορείται για απάτη, η Χαρούλα ξεκινάει μαζί με τον άλλο ανάπηρο γιο της και έναν Eλληνο-Aφρικανό ταξιτζή για να τον φέρει πίσω στο σπίτι... Τότε έρχεται αντιμέτωπη για πρώτη φορά με το ποιος είναι πραγματικά.
Τι είναι το «Black Stone»;
Το «Black Stone» είναι ένα κωμικοτραγικό ψευδο-ντοκιμαντέρ με κεντρική ηρωίδα την ελληνίδα μάνα και τον ρόλο της μέσα στη συχνά δυσλειτουργική ελληνική οικογένεια.
Μία μάνα / χήρα με τους δύο γιούς της, μια ακραία δυσλειτουργική οικογενειακή συνθήκη βασισμένη στην αλληλοεξάρτηση, με μοναδικό σκοπό την επιβίωση, διαταράσσεται απότομααπό την εξαφάνιση του πρωτότοκου γιού, με απρόβλεπτες συνέπειες για όλους.
Χρησιμοποιώντας τη φόρμα του ντοκιμαντέρ και συνδυάζοντας την τραγικότητα με το μαύρο χιούμορ, το BLACK STONE θέλει να αποτυπώσει την κωμικοτραγική προσπάθεια προσαρμογής της παραδοσιακής οικογένειας στη νέα ελληνική πραγματικότητα, σε έναν κόσμο που αλλάζει, και πώς αυτό οδηγεί αναπόφευκτα στη ρήξη του παλιού με το καινούργιο.
Το «Black Stone» είναι η ιστορία μίας ελληνικής οικογένειας που όμως αντανακλά μια ολόκληρη κοινωνία, μια ολόκληρη χώρα.
Πως συνομιλεί η ταινία σου με την ελληνική και παγκόσμια πραγματικότητα σήμερα;
Σε έναν κόσμο που αλλάζει συνεχώς, παρατηρούμε την αναγκαστική προσπάθεια της ελληνικής οικογένειας και κατ’ επέκταση της ελληνικής κοινωνίας να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Αυτή η διαδικασία γεννά μια “νέα" ελληνική πραγματικότητα στην οποία κάποιοι άνθρωποι, όπως για παράδειγμα η κεντρική ηρωίδα της ταινίας μας, η Χαρούλα, μία βαθιά συντηρητική και παραδοσιακή ελληνίδα μάνα της προηγούμενης γενιάς, να μην μπορεί να ακολουθήσει και να αδυνατεί να προσαρμοστεί, με αποτέλεσμα να χάνει το ρόλο της και τη θέση της σε αυτή την νέα πραγματικότητα.
Από την άλλη πλευρά παρατηρούμε και τους ανθρώπους που διαμορφώνουν αυτή τη “νέα" ελληνική πραγματικότητα, όπως για παράδειγμα ο Μιχάλης, ένας ελληνοαφρικανός ταξιτζής που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ελλάδα και ο οποίος με τον δικό του δύσκολο και ξεχωριστό τρόπο προσπαθεί να βρει την θέση του σε αυτή τη “νέα" πραγματικότητα.
Η ταινία προσπαθεί να αγγίξει πολλαπλές πτυχές αυτής της πολύ σύνθετης και δυσλειτουργικής πραγματικότητας με γνώριμο τρόπο για τον έλληνα θεατή, δείχνοντάς του πράγματα και καταστάσεις που γνωρίζει πολύ καλά και βιώνει στην καθημερινότητά του.
Το κοινό αδιαφορεί ολοκληρωτικά για το ελληνικό σινεμά. Τι νόημα έχει να κάνεις ταινίες; Τι μπορεί να γίνει για να επιστρέψουν στις αίθουσες με ελληνική ταινία οι θεατές;
Νομίζω ότι το να λέμε ότι το κοινό αδιαφορεί ολοκληρωτικά για το ελληνικό σινεμά και να αναρωτιόμαστε αν έχει νόημα να κάνουμε ταινίες είναι ισοπεδωτικό και μη παραγωγικό.
Δεν συμμερίζομαι αυτή την άποψη.
Το ελληνικό κοινό, συμπεριλαμβανομένου και εμού, συχνά χάνει την εμπιστοσύνη του στις ελληνικές ταινίες διότι έχει απογοητευτεί πολλές φορές.
Πιστεύω ότι το ελληνικό κοινό, όπως και κάθε κοινό, θέλει κατα βάση μια καθαρή και ειλικρινή ιστορία, με αληθοφανείς, ανεπιτήδευτους χαρακτήρες και σίγουρα κάποια στοιχεία που να μπορεί να πιαστεί, και να νιώσει ότι με κάποιο τρόπο, έμμεσα η άμεσα, η ταινία τον αφορά.
Επίσης πιστεύω ότι το χιούμορ είναι ένα στοιχείο που λείπει πολύ, όχι μόνο από το ελληνικό αλλά και από το παγκόσμιο σινεμά.
Με το χιούμορ μπορείς να μιλήσεις για τα πιο σημαντικά και τα πιο τραγικά ζητήματα στη ζωή χωρίς να χάσουν τη βαρύτητά τους, ίσα ίσα με τη χρήση του χιούμορ, αυτό που θέλεις να πεις γίνεται πιο εύκολα προσβάσιμο από τον θεατή και παράλληλα του αφήνει ένα παράθυρο ελπίδας στο τέλος, που για μένα είναι πολύ σημαντικό.
Πιστεύω ότι αυτό που ίσως λείπει κάποιες φορές από το ελληνικό σινεμά είναι η ειλικρίνεια και η προσβασιμότητα και αυτό έμενα προσωπικά μου δίνει ένα έξτρα κίνητρο να προσπαθήσω να κάνω ταινίες με αυτά τα χαρακτηριστικά.
Μόνο ένα σοκ μπορεί να αλλάξει τα πράγματα. Και αυτό δεν γίνεται ούτε με δολώματα (φιλμ εθνικής νοσταλγίας) ούτε με απόπειρες απομιμήσεων ξένων εμπορικών παραγωγών ούτε με τηλεοπτική αισθητική. Θέλει δουλειά, από τα σχολεία ακόμα, για να αγαπήσει ο κόσμος το αληθινό σινεμά. Να καλλιεργηθεί δηλαδή κινηματογραφικά.»
Ο Βασίλης Μαζωμένος μιλάει για το «Καθαρτήριο» που έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο 63ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης | Προβολή στο Πανόραμα: Σάββατο 26 Νοεμβρίου στις 20.15 στην Ελλη:
Ενας μοναχός ηγείται μιας πομπής. Ένα κορίτσι διασώζεται από την πορνεία. Δύο κολεγιόπαιδα γίνονται δράστες βίαιων περιστατικών. Ένας ηλικιωμένος πέφτει θύμα μιας αστυνομικού. Ένα ζευγάρι προσπαθεί να αποκαταστήσει τη σχέση του. Μια γυναίκα εκφράζει τον θυμό της σε έναν δημόσιο υπάλληλο. Ένας άνδρας απάγει τον καλύτερο του φίλο. Επτά διαφορετικές ιστορίες για την αγάπη στη σύγχρονη Ελλάδα, από ανθρώπους που την αναζητούν, τη βρίσκουν, τη χάνουν.
Τι είναι το «Καθαρτήριο»;
Μια ταινία που επιχειρεί να μιλήσει για την αγάπη. Την αγάπη την οποία, οι ήρωες της ταινίας, αναζητούν και προσπαθούν να συναντήσουν με κάθε τρόπο, ακόμα και με έκνομες ενέργειες. Όπως ο διψασμένος στην έρημο ψάχνει για νερό. Αυτοί λοιπόν οι ήρωες, εγκλωβισμένοι ανάμεσα σε δυο κόσμους, τη ψάχνουν, τη βρίσκουν ή τη χάνουν στην προσπάθεια τους να εξαγνιστούν. Να …καθαρίσουν. Παράλληλα το φόντο είναι η σύγχρονη Ελλάδα που, σαν τους ήρωες της ταινίας, βρίσκεται ακινητοποιημένη και αμήχανη ποια κατεύθυνση να πάρει.
Πώς συνομιλεί η ταινία σου με την ελληνική και παγκόσμια πραγματικότητα σήμερα;
Η ταινία αντλεί από το σήμερα, όχι με επικαιρικό τρόπο, τα στοιχεία εκείνα που καθιστούν την Ελλάδα και τη Δύση χώρους όχι «ζωής του μέλλοντος αιώνος», αλλά χώρους αβίωτους.
Μιλά για τα αδιέξοδα ενός συστήματος που ενώ εξελίσσεται σε υλικό επίπεδο, καταρρέει ηθικά και πνευματικά. Οι ήρωες της, αποζητούν την αγάπη ως καταφύγιο που θα τους προστατεύσει από τις ριπές ενός παρασιτικού παρηκμασμένου πολιτισμού, ζώντας ταυτόχρονα μια άλλη αυταπάτη. Γιατί καμία αγάπη δεν σε σώζει αν αποζητάς τη σωτηρία. Είτε καπελώνεται από την Ορθόδοξη παράδοση είτε από φτηνούς συναισθηματισμούς, το αδιέξοδο είναι το ίδιο. Η αληθινή αγάπη είναι έκνομη και μόνο ως τέτοια οδηγεί στη λύτρωση. Όλο το άλλο αποτελεί κολακεία προς το κοινό μέσο γούστο, το οποίο βαυκαλίζεται από λαϊκότροπες ιδεοληψίες.
Το κοινό αδιαφορεί ολοκληρωτικά για το ελληνικό σινεμά. Τι νόημα έχει να κάνεις ταινίες; Τι μπορεί να γίνει για να επιστρέψουν στις αίθουσες με ελληνική ταινία οι θεατές;
Το ερώτημα για το κοινό δεν αφορά μόνο το ελληνικό σινεμά, αλλά το σινεμά εν γένει. Τα χρόνια της πανδημίας αναθεωρήθηκαν πολλά. Ανάμεσα τους και ο τρόπος επικοινωνίας με τις ταινίες. Διαπιστώθηκε ότι από την «ασφάλεια» του σπιτιού, όλοι λίγο πολύ είδαν ταινίες. Είτε στα φεστιβάλ online, είτε στις πλατφόρμες, είτε στην τηλεόραση. Προτίμησαν τον καναπέ και το μικρό έως ανύπαρκτο αντίτιμο, από την παλιά καλή συνήθεια της προσέλευσης στην αίθουσα. Μετά την πανδημία αυτό παγιώθηκε. Επίσης ο ελληνικός κινηματογράφος, ακόμα και στην τελευταία δεκαετία της νέας ακμής του, αποτελεί για το μέσο Έλληνα ένα δυσφημισμένο είδος. Συγκρίνεται ασυνείδητα ή συνειδητά με παραγωγές του εξωτερικού και έτσι αντιμετωπίζεται σαν το «γάλα της γιαγιάς στο χωριό»: αν και το πιο αγνό και το πιο οικείο στη γεύση, στο ράφι του μάρκετ δεν θα το προτιμήσουν, γιατί η συσκευασία του το αδικεί. Φοβάμαι λοιπόν, αν λάβει υπόψη του κανείς και το διαρκές κλείσιμο των αιθουσών, ότι η «αδιαφορία» όπως τη λέτε είναι αναπόφευκτη, σε μια εποχή που όλοι καταναλώνουν εικόνες και δεν τις ερωτεύονται.
Μόνο ένα σοκ μπορεί να αλλάξει τα πράγματα. Και αυτό δεν γίνεται ούτε με δολώματα (φιλμ εθνικής νοσταλγίας) ούτε με απόπειρες απομιμήσεων ξένων εμπορικών παραγωγών ούτε με τηλεοπτική αισθητική. Θέλει δουλειά, από τα σχολεία ακόμα, για να αγαπήσει ο κόσμος το αληθινό σινεμά. Να καλλιεργηθεί δηλαδή κινηματογραφικά. Αυτή η διαδικασία χρειάζεται μια - δυο γενιές για να υλοποιηθεί, με ταυτόχρονη αλλαγή του τρόπου παραγωγής και διανομής, αλλά και πάλι δεν ξέρω αν θα φέρει …μαγικά νούμερα προσέλευσης. Θα αλλάξει όμως σίγουρα τα κριτήρια παρακολούθησης και θα οδηγήσει σε μια αναθεώρηση της σημερινής κατάστασης. Προβλέπω ένα μέλλον που οι art house αίθουσες θα υπάρχουν όπως οι γκαλερί. Και οι ταινίες μαζικής κατανάλωσης θα παίζονται σε αντίστοιχους πολυκινηματογράφους.
Προσωπικά στο ερώτημα σας: «Τι νόημα έχει να κάνεις ταινίες;» απαντώ με μια μία μόνη λέξη: Υπαρξιακό.
Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες στο επίσημο site του Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου και στις σελίδες του στο Facebook, και το Instagram.