Ο Πολ Σρέιντερ είναι ένας από τους πιο εκρηκτικούς δημιουργούς στην ιστορία του σινεμά: από το σενάριο του «Ταξιτζή» και του «Οργισμένου Ειδώλου», στο δικό του «Επάγγελμα: Ζιγκολό», το «Μίσιμα» και πιο πρόσφατα τους καρπούς του come-back του, το «First Reformed», το «The Card Counter» και τον «Master Gardener», μέχρι τον προσωπικό λογαριασμό του στο facebook, ο Σρέιντερ φωνάζει. Για τη σωτηρία παραστρατημένων ανδρών σε υπαρξιακή κρίση, για το φευγαλέο της ζωής, για την προάσπιση του δίκαιου, την αναζήτηση της αλήθειας, την εξιλέωση. Αυτό ακριβώς κάνει και στη νέα, εξαιρετικά προσωπική, ταινία του, παρότι πρωτοφανώς ήσυχα, ακολουθώντας έναν ζεν κύκλο όχι ακριβώς επιτυχημένα, παρότι ιδιαίτερα γοητευτικά.
Η ίδια η ταινία, στη δημιουργία της, αποτελείται από έναν ιστό προσωπικών συνδέσμων: το σενάριο βασίζεται στο μυθιστόρημα Foregone του Ράσελ Μπανκς, με τον οποίο ο Σρέιντερ συνεργάστηκε ξανά στο «Affliction», και στον οποίο αφιερώνει όλη την ταινία μια και ο συγγραφέας έφυγε πέρσι από τη ζωή, ενώ πρωταγωνιστεί ο για πάντα American Gigolo, Ρίτσαρντ Γκιρ, σ' ένα από τα, ταυτόχρονα, πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της ταινίας.
Η ιστορία, κι αυτή εμποτισμένη καταφανώς με αγωνίες, αναμνήσεις κι ανάγκες του Σρέιντερ, ξεκινά σ' ένα πανέμορφο σπίτι-φρούριο στο Μόντρεαλ, όπου ζει ο Λέναρντ Φάιφ, εθνικός θησαυρός του Καναδά, Αμερικανός σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ, που πλέον ετοιμοθάνατος καρκινοπαθής δέχεται να δώσει μια τελευταία συνέντευξη, σε δυο πάλαι ποτέ φοιτητές του. Απαίτησή του, η αγαπημένη του γυναίκα, Εμα, να την παρακολουθήσει ολόκληρη: έχει έρθει η στιγμή να μάθει τη σκοτεινή αλήθεια για εκείνον.
Από αυτό το set up (συγκινητικό, όντως, το «στήσιμο» της συνέντευξης που γίνεται με τη μέθοδο που εφήρμοσε ο μεγάλος Ερολ Μόρις, όπου ο ομιλών κοιτάζει απ' ευθείας την κάμερα αλλά εκεί βλέπει το πρόσωπο του συνεντευξιαστή του), ξεκινούν ακτινωτά άξονες αφήγησης. Ο Λέναρντ πιάνει το μίτο της ζωής του από τη δεκαετία του '60, σ' ένα χρονικό μπερδεμένο και θαμπό, επηρεασμένο από τα φάρμακά του της χημειοθεραπείας, το πέρασμα του χρόνου και την ενοχή. Οσο τον μεγάλο Λέναρντ υποδύεται ο Ρίτσαρντ Γκιρ, τον νεαρό αναλαμβάνει ο Τζέικομπ Ελόρντι (βέβαια περίπου δυο φορές το μπόι του πρώτου αλλά δεν μας νοιάζει), παρότι ο αληθινός Γκιρ των 75 Μαιων κλέβει σκηνές από την εξιστόρηση. Το ίδιο κι η Ούμα Θέρμαν, ως Εμα του, που εμφανίζεται διάστικτα σε άλλους ρόλους στην ιστορία.
Φέρελπις συγγραφέας, παντρεμένος για δεύτερη φορά και με έγκυο τη νεαρή γυναίκα του, ο Λέναρντ του '60 αποφασίζει να μετακομίσει στο Βερμόντ του Καναδά, αλλά η μετάβασή του δεν θα είναι όσο απλή υπολογίζει. Οι αποφάσεις του αυτής της εποχής θα σφραγίσουν τη μετέπειτα καριέρα του, όταν έγινε σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ στο Καναδά, όταν μεταμορφώθηκε σε έμβλημα πασιφιστή καθώς το έσκασε από την Αμερική ως αντιρρησίας συνείδησης ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, όταν ενέπνευσε θαυμασμό και δέος για δεκαετίες ως artiste engagé, ένας πολιτικοποιημένος, στρατευμένος άνθρωπος της τέχνης. Αυτό, φυσικά, είναι η façade της ζωής του, είναι το δημόσιο προφίλ του, βολικά συντηρημένο για δεκαετίες, αυτό που, τώρα, για χάρη της γυναίκας που αγάπησε περισσότερο, αλλά κι αναζητώντας εξομολόγηση πριν το θάνατο, θέλει να ξεσκεπάσει.
Ενα βασικό πρόβλημα της ταινίας, είναι ότι η αλήθεια αυτή, για την οποία προετοιμάζει με μερακλίδικο σασπένς από την αρχή, όχι απλώς δεν είναι αποκαλυπτική, αλλά είναι και στερεοτυπικά αναμενόμενη. Ταυτόχρονα, οι εναλλαγές στο ύφος (καταπληκτική δουλειά στη φωτογραφία ο σχετικά άγνωστος ακόμα Αντριου Γουόντερ, στον οποίο ο Σρέιντερ, εραστής της εικόνας, δίνει τόσο ωραίο βήμα), στο χρόνο, στην κυκλική αφήγηση, στο μονίμως παρόν, ανεξαρτήτως δεκαετιών, μουσταρδί σακάκι του Τζέικομπ Ελόρντι, στα εναλλασσόμενα πρόσωπα στους ίδιους ρόλους, χτίζουν ένα ρυθμό υποτονικό που, τελικά, ποτέ δεν επιταχύνεται, ποτέ δεν φέρνει μια δραματική κλιμάκωση, ποτέ δεν ξεσπά, αλλά και χωρίς η ορμή να χτίζεται και να παφλάζει κάτω από την επιφάνεια.
Ο Ρίτσαρντ Γκιρ παλεύει και με την ερμηνεία του ως ετοιμοθάνατος Λίο, ελαφρώς μπερδεύει με τις παραισθησιογόνες εμφανίσεις του στην εξέλιξη της ιστορίας, αλλά έχει το εκτόπισμα (και, πάντα, αυτό το άφατο σεξ-απίλ), που λειτουργεί και εκτός διαλόγων και δράσης. Η Ούμα Θέρμαν δίνει μια ερμηνεία άνιση, κατά στιγμές σπουδαία, συχνά τεχνητή. Ο Τζέικομπ Ελόρντι μοιάζει περισσότερο διεκπεραιωτικός, παρότι και η δική του φιγούρα, στάση, ύφος, γυμνό, χαρίζουν στο ήρωα μεγαλύτερο βάθος απ' ό,τι το ίδιο το παίξιμό του. Σ' ένα μεγάλο βαθμό, τα μηνύματα της ταινίας μεταφέρει η καταπληκτική, πρωτότυπη μουσική των Phosphorescent (δηλαδή του Μάθιου Χουκ) που μεταφράζει τα αμερικανικά '60ς και '70ς σ' ένα σύγχρονο συναισθηματικό ταξίδι με διαχρονικό προορισμό.
Και όμως, η ταινία του Πολ Σρέιντερ, παρότι τόσο πιο ήσυχη απ' το διαβόητα επιθετικό ως τώρα στιλ του, παρότι αχρείαστα κι αναποτελεσματικά μπερδεμένη, καταφέρνει να γίνει οικεία, κατανοητή, με μια αίσθηση κατεπείγοντος απέναντι σε όποιο τέλος. Επειδή μιλά για την «αλήθεια», στην τέχνη, στην τέχνη της τεκμηρίωσης, κυρίως στην τέχνη της ζωής και του καμουφλάζ που αυτή επιβάλλει. Επειδή, όσο είναι πολυπρισματική, τόσο από κάθε της επίπεδο αναδύει μια οδύνη μπροστά στη θνητότητα και μια ανάγκη τακτοποίησης λογαριασμών. Επειδή είναι μια εξομολόγηση, όχι του Λέναρντ, αλλά του Σρέιντερ, ενός, σαρωτικού στην πορεία του, δημιουργού που θέλει να προλάβει να τακτοποιήσει τους λογαριασμούς τους, όπως κι όλοι, πλέον, οι συνομήλικοι και φίλοι του, ο Σκορσέζε, ο Κόπολα, ο Ντε Πάλμα. Επειδή, ως σεναριογράφος και σκηνοθέτης που πάλεψε με τον τρόπο του για μια καλύτερη Αμερική, βλέπει σήμερα την κυκλική ιστορία της να βρίσκεται σ' ένα κοινωνικό ναδίρ. Κι επειδή, ως άνθρωπος με μια μυθιστορηματική ζωή, θέλει να συγχωρεθεί, υπαρξιακά, σαν τους ήρωές του - και πιο ειλικρινά από αυτούς.
Ευχαριστούμε την Aegean Airlines για τη βοήθεια πραγματοποίησης του ταξιδιού στο 77ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών.