«Η προσπάθεια για να προσευχηθεί κανείς αποτελεί από μόνη της προσευχή» αναφέρει κάποια στιγμή στην ταινία ο μελαγχολικός επίσκοπος του Ιθαν Χοκ, ανάμεσα στις προσωπικές καταγραφές του και τις (σαν βγαλμένες από b-movie) εξομολογήσεις του.
Εντελώς αναλογικά, η προσπάθεια του Πολ Σρέιντερ να αφηγηθεί μια ιστορία προσωπικής κρίσης οδηγεί σε μια ταινία που φαίνεται να μοιράζεται και η ίδια μια κρίση ταυτότητας, παραμένοντας γοητευτικά μετέωρη ανάμεσα στην pulp αισθητική και την αυστηρότητα του arthouse σινεμά. Με σχεδόν καθολική απουσία μουσικής (με εξαίρεση έναν απειλητικό βόμβο που φέρνει έντονα στο μυαλό τον δρόμο που ακολούθησε στη νέα σεζόν του «Twin Peaks» ο Ντέιβιντ Λιντς) και με το λεγόμενο ακαδημαϊκό ratio στην οθόνη να ενισχύει την έτσι κι αλλιώς διακριτή γεωμετρία των κάδρων, οι «Ακρότητες» αποτελούν, πέρα από την διαθήκη του ήρωά τους, και τη διαθήκη του ίδιου του δημιουργού, κάνοντας φανερά τόσο τα δυνατά του σημεία, όσο και τις αδυναμίες του.
Γιατί στην ιστορία ενός επισκόπου που διακατέχεται από ενοχές για τον θάνατο του γιου του και προσπαθεί να βρει καταφύγιο σε δραστικές μεθόδους αντίδρασης από άλλες θρησκείες, γίνονται εμφανείς και ο ατελής σκοτεινός ήρωας που παλεύει με την ηθική του, και η υποβόσκουσα exploitation αίσθηση που κάνει εκπλήξεις στις λεπτομέρειες (ειδικά λίγο πριν το φινάλε) και ένα όχι απόλυτα προφανές καταδικασμένο ρομάντζο (το οποίο προσφέρει την ταινία και την καλύτερη – και απρόσμενη – σκηνή της) και μια grindhouse υπερβολή που δεν περιορίζεται στις πιθανές δράσεις του Αιδεσιμότατου Τόλερ, ο οποίος δίνει μια νέα διάσταση στην θεωρία του όπλου (ή μήπως θα έπρεπε να πούμε «εκρηκτικού γιλέκου»;) του Τσέχοφ.
Ακόμα και η περιβαλλοντική ακτιβιστική υποπλοκή της ταινίας με τον τρόπο της συμβάλλει στο χτίσιμο αυτής της πολυσυλλεκτικής αφήγησης, που συνειδητά παραμένει μέχρι το τέλος καρφωμένη στο έδαφος, ρίχνοντας το μαύρο σε μία στιγμή που προκαλεί τον θεατή να αναρωτηθεί αν αυτό είναι όντως το τέλος. Θα τολμούσε να πει κανείς ότι οι «Ακρότητες» είναι ο φόρος τιμής του Σρέιντερ στο «Ημερολόγιο ενός Εφημέριου» του Ρομπέρ Μπρεσόν, με όλη την αυθάδεια, το θράσος και το εξαιρετικό ενδιαφέρον που κρύβει από την φύση της μια τέτοια σύγκριση.
Είναι κρίμα που αυτή η εκκεντρική και σίγουρα ξεχωριστή αφήγηση αυτοπεριορίζεται από γενικότητες που έχουν να κάνουν κυρίως με τις περιφερειακές υποπλοκές, θυσιάζοντας την αυστηρή ματιά της σε χαρακτήρες που φαντάζουν μονοδιάστατοι μπροστά στην πολυπλοκότητα του Αιδεσιμότατου Τόλερ. Μόνο εκείνος αποτελεί κλασικό ήρωα του Σρέιντερ, εμμονικό, βασανισμένο και καταδικασμένο σε μια αιώνια εσωτερική μάχη. Ο Σρέιντερ σχεδόν ποτέ δεν παραδίδεται στην ένταση που κρύβει η ιστορία του, ο Ιθαν Χοκ όμως καταφέρνει να δημιουργήσει έναν ατελή χαρακτήρα, που αποτελεί θύμα των δαιμόνων όσο βρίσκεται σε μόνιμη αναζήτηση όχι της κατάλληλης προσευχής αλλά της σωτηρίας του εαυτού του.
Απλά, όπως και στην περίπτωση του ήρωά του, είναι δύσκολο να ανακαλύψει κανείς τι πραγματικά είναι το ίδιο το φιλμ, καθώς δεν προσφέρει ούτε εύκολες διαδρομές αλλά ούτε και σαφείς απαντήσεις.