Ο κόσμος αλλάζει, ο Ελία Σουλεϊμάν μένει ίδιος. Τουλάχιστον, όσο μένει ίδια η κατάσταση του Παλαιστινιακού, την οποία σχολιάζει με τον δικό του, μανιερίστικο μεν, αλλά κωμικό και μελαγχολικό τρόπο, πάντα, ο δημιουργός. Είναι η λιτανεία του Επιταφίου στη Ναζαρέτ κι ο Χριστιανός Ορθόδοξος παπάς, με το ποίμνιό του, επιστρέφει στην Εκκλησία: κάποιοι από μέσα αρνούνται ν' ανοίξουν την πόρτα. Αλλά το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι κι ο γενειοφόρος ιερέας παρατάει σταυρό και μίτρα και, με μια κλωτσιά, σπάει την κλειδαριά. Αυτή είναι η εναρκτήρια σκηνή του «It Must Be Heaven» κι όσο κι αν η μορφή του ευλαβικού ιερέα με τη δυναμική κλωτσιά προκαλεί το γέλιο, η προειδοποίηση είναι ηχηρή.
Στην τρίτη του ταινία που συμμετέχει στο Φεστιβάλ Καννών (μετά τον «Χρόνο που Απομένει» του 2009 και το «Divine Intervention» του 2002), ο Ελία Σουλεϊμάν κάνει ένα ονειρικό και πραγματικό ταξίδι από τη γενέτειρά του στην Παλαιστίνη ως τις μεγάλες μητροπόλεις, το Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, με το πρόσχημα της αναζήτησης παραγωγού για το νέο του φιλμ. Ηρωας και παρατηρητής είναι ο ίδιος, ή μάλλον το κινηματογραφικό alter ego του. Γραφικά στιλιζαρισμένος, με το καπελάκι του που δεν φεύγει ποτέ από το κεφάλι, με μάτια ορθάνοιχτα και πρόσωπο σοβαρό, χωρίς ν' αρθρώσει παρά μόνο μία (συμβολική) λέξη σ' όλο το φιλμ, ο Σουλεϊμάν της ταινίας παραπέμπει στο ανέκφραστο χιούμορ του Μπάστερ Κίτον, στη χαριτωμένα αδέξια στατικότητα του Ζακ Τατί.
Μπροστά στα μάτια του ξετυλίγεται η καθημερινή ζωή στις μεγάλες πρωτεύουσες κι εκείνος «θαυμάζει», με την σάτιρα του παραλόγου ενός... τρελού του χωριού, με την αυτοσυγκράτηση ενός ναΐφ φιλοσόφου. Η ταινία κυλά ανεκδοτολογικά, με μικρά ενδεικτικά επεισόδια: ένα σύνολο άνισο, με κάποια μικρά αριστουργήματα (όπως η συναναστροφή του μ' ένα μικροσκοπικό σπουργίτι που μπαίνει από το παράθυρο και παίζει με το πληκτρολόγιο του υπολογιστή του, ή η χορογραφία των αστυνομικών πάνω στα segways τους, ή ο διάλογός του με τον Γάλλο παραγωγό Βενσάν Μαραβάλ της Wild Bunch, ή το πέρασμα του Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ που λέει στο τηλέφωνο ότι βρίσκεται μ' έναν «Παλαιστίνιο από την Παλαιστίνη, όχι Παλαιστίνιο από το Ισραήλ»), κι άλλα ιδιαίτερα προφανή, ή αποτυχημένα στην υπερβολή τους (όπως η επίσκεψή του σ' ένα αμερικανικό σούπερ μάρκετ όπου όλοι οπλοφορούν, ή η διαμαρτυρία μιας... αγγέλου από την Παλαιστίνη στο Σέντραλ Παρκ). Το ένα μετά το άλλο, γεωμετρικά στοιχισμένα, με τη γοητευτική αισθητική του, τα επεισόδια αποκαλύπτουν έναν Δυτικό κόσμο όπου ο πολίτης είναι, χωρίς ακριβώς να το συνειδητοποιεί, δέσμιος των Αρχών, των ένστολων, των απαγορεύσεων.
Η δουλειά του Σουλεϊμάν έχει πάντα ενδιαφέρον, εκείνος είναι, άλλωστε, ένας από τους ελάχιστους Παλαιστίνιους σκηνοθέτες (ή ανθρώπους των τεχνών γενικώς), που πραγματεύονται το πολιτικό ζήτημα της πατρίδας τους χωρίς βία, χωρίς επιθετικότητα, μόνο με οξυδέρκεια και πνευματώδες χιούμορ - γι' αυτό κι είναι τόσο εύστοχο το σχόλιο του «δυτικού παραγωγού» ότι δεν θ' αναλάβει την ταινία του γιατί δεν είναι «αρκετά Παλαιστινιακή». Ωστόσο στην ταινία, από τη μια πλευρά το σχόλιό του σποραδικά ακούγεται απλοϊκό ή προφανές, ενώ η ίδια η φιγούρα του είναι τόσο στιλιζαρισμένη που δεν επιτρέπει στις σκηνές ανάσες αυθορμητισμού ή ελευθερίας. Ο Ελία Σουλεϊμάν της ζωής και της ταινίας κοιτάζει, παρατηρεί και κρίνει, χωρίς ποτέ να βάζει τον εαυτό του μέσα στην εξίσωση, περιβαλλόμενος άρα από μια λεπτή αίσθηση υπεροψίας. Οπως έκανε πάντα, μαζί με τη χάρη των σεναρίων του, την ομορφιά των πλάνων του και την εξυπνάδα του μυαλού του.