Φεστιβάλ / Βραβεία

Berlinale 2021: To Flix βλέπει και γράφει για όλες τις ταινίες που διεκδικούν τη φετινή Χρυσή Αρκτο

στα 10

Από την 1η μέχρι και τις 5 Μαρτίου, το Flix βλέπει όλες τις ταινίες του επίσημου Διαγωνιστικού Προγράμματος του 71ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου.

Flix Team
Berlinale 2021: To Flix βλέπει και γράφει για όλες τις ταινίες που διεκδικούν τη φετινή Χρυσή Αρκτο

Δεκαπέντε ταινίες αποτελούν το Διαγωνιστικό Πρόγραμμα του 71ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου που ξεκινάει την 1η Μαρτίου. Δεκαπέντε ταινίες που είναι έτοιμες για την online παγκόσμια πρεμιέρα τους και ανυπομονούν για να μοιραστούν τα μεγάλα βραβεία της διοργάνωσης.

Το Flix παρακολουθεί και θα γράφει καθημερινά, από 1η μέχρι και 5 Μαρτίου, για τις ταινίες που διαγωνίζονται.

Το 71ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου διεξάγεται σε δύο μέρη: από την 1η μέχρι και τις 5 Μαρτίου - μόνο για δημοσιογράφους και επαγγελματίες και από τις 9 έως τις 20 του Ιουνίου για το κοινό. Διαβάστε όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε για το Φεστιβάλ εδώ.


memory box 607

Memory Box των Τζοάνα Χατζηθωμά, Χαλίλ Ζορέζ (Γαλλία, Λίβανος, Καναδάς, Κατάρ)

Η Μάια, μια ανύπαντρη μητέρα, ζει στο Μοντρεάλ μαζί με τη μητέρα της και την έφηβη κόρη της, την Αλεξ. Την παραμονή των Χριστουγέννων φτάνει στο σπίτι ένα κουτί γεμάτο από σημειωματάρια, κασέτες και φωτογραφίες που η Μάια έστελνε στην καλύτερη της φίλη από τη Βηρυτό του 1980, την εποχή του εμφύλιου πολέμου. Η Μάια δείχνει απρόθυμη να ανοίξει το κουτί και να βυθιστεί στις μνήμες της εφηβείας της κρύβοντας με τη σιωπή της ένα ακόμη ανοιχτό τραύμα, αλλά η Αλεξ βρίσκει μέσα σε αυτό το θησαυρό τους το παρελθόν της μητέρας της και ένα λόγο για να μπορέσει να επικοινωνήσει μαζί της. Θα ρουφήξει σαν ένα μυθιστόρημα που διαβάζεις χωρίς να το αφήσεις ούτε λεπτό, τα γράμματα των δύο κοριτσιών, τις ερωτικές τους περιπέτειες, τα τραγούδια που τις έφεραν κοντά και όλα όσα τις κράτησαν μακριά.

Με αφορμή την πραγματική δική της αλληλογραφία με την καλύτερη της φίλη την εποχή που η δεύτερη είχε μετακομίσει στο Παρίσι από τη Βηρυτό τη δεκαετία του ‘80, η Τζοάνα Χατζηθωμά φτιάχνει μαζί με το άλλο της καλλιτεχνικό μισό, τον Χαλίλ Ζορέζ (μαζί έχουν συνσκηνοθετήσει ντοκιμαντέρ και ταινίες μυθοπλασίας - θυμηθείτε το «Θέλω να Δω» του 2008 με την Κατρίν Ντενέβ - αλλά και συνυπογράψει εγκαταστάσεις, παραστάσεις και κείμενα, όλα γύρω από το παλλόμενο παρελθόν και παρόν του Λιβάνου) μια ταινία που έρχεται να επιβεβαιώσει με σκληρή τρυφερότητα πως «η πατρίδα όλων είναι η μνήμη», αναδιπλώνοντας σε κινηματογραφικό κώδικα τις έννοιες του ατομικού και του συλλογικού σε τρία διαφορετικά επίπεδα.

Η Αλεξ βρίσκει στο «κουτί της μνήμης» μια συναρπαστική «αναλογική» ενηλικίωση που μοιάζει να της λείπει μέσα σε ένα κόσμο που μοιάζει να μικραίνει ολοένα και περισσότερο για να χωράει στις διαστάσεις της οθόνης του κινητού της. Η Μάια θα βρει μέσα σε ένα σύμπαν φτιαγμένο από κομμάτια της εφηβικής της ηλικίας, εκτός από το θάρρος του να επιστρέψει σε μια εποχή που της άφησε την πικρή γεύση της απόρριψης και έναν τρόπο να καλύψει το κενό επικοινωνίας με την κόρη της. Και οι Χατζηθωμά και Ζορέζ θα βρουν μέσα στο ίδιο κουτί ένα καλειδοσκόπιο μέσα στο οποίο αντικατοπτρίζονται σε βιωματικές δόσεις ποπ αναφορών και παράλληλων δράσεων δύο και περισσότερων κινηματογραφικών χρόνων, από τους Blondie μέχρι τους Stranglers και από τους βομβαρδισμούς της Βηρυτού μέχρι τις μικρές ή τις μεγάλες προδοσίες που χαρτογράφησαν τη σύγχρονη Ιστορία του Λιβάνου και των ανθρωπων του.

Σε μια ταινία - λεύκωμα που η χειροποίητη υφή της την μετατρέπει σε ένα συλλογικό βίωμα, από αυτά που χάνονται μέσα στις απρόβλεπτες διαδρομές της μνήμης και ίσως μερικές φορές αντηχούν πιο δυνατά απ' όσο είναι στην πραγματικότητα, αλλά η αίσθησή τους σημαδεύει ανεξίτηλα το παρόν και το μέλλον. Ρόμπυ Εκσιέλ


I'm Your Man 607

I'm Your Man της Μαρία Σράντερ (Γερμανία)

Βερολίνο, κάπου στο κοντινό μέλλον. Μία εταιρία κατασκευάζει ρομπότ-συντρόφους για τους μοναχικούς ανθρώπους των μητροπολιτικών κέντρων. Αλγόριθμοι μελετούν τις συνήθειες, τα όνειρα, τους φόβους σου και προγραμματίζουν τα θηλυκά ή αρσενικά ρομπότ, ώστε να προλαβαίνουν κάθε σου επιθυμία. Να σου παρέχουν φροντίδα, ασφάλεια, λύσεις, συντροφικότητα. Αγάπη; Είναι δυνατόν εκεί να βρίσκεται και η αγάπη; Η Αλμα, μια 45χρονη ανθρωπολόγος που εργάζεται στο μουσείο της Περγάμου, δεν αποδέχεται την ιδέα. Μοναχική (μετά από έναν χωρισμό με συνάδελφο που της στοίχισε πολύ), κυνική (το μυαλό της είναι το δυνατότερο της εργαλείο), ταγμένη στην έρευνά της, πείθεται να γίνει πειραματόζωο στην μελέτη και να πάρει τον «Τομ» σπίτι, γιατί το αφεντικό της τής τάζει ένα οικονομικό πακέτο που θα στηρίξει το προσωπικό της πρότζεκτ. Η συμβίωση όμως θα είναι προβληματική. Οσο το ανθρωποειδές προσπαθεί να την ικανοποιήσει, τόσο εκείνη αντιστέκεται. Σταδιακά όμως, η χωρίς φίλτρο προσέγγιση του «Τομ», η χωρίς ατζέντα κατανόηση των αναγκών της, η «προγραμματισμένη» (;) καλοσύνη του, την αιφνιδιάζουν. Και φυτεύουν αμφιβολίες στις βεβαιότητές της. Ποια είναι τα όρια και ποιος τα καθορίζει; Ποιος αποφασίζει τι μάς κάνει ανθρώπους; Και πόσο πιο ανθρώπινοι απέναντί μας υπήρξαν τελικά... οι άνθρωποι;

Βασισμένη στην ομίτιτλη νουβέλα της Εμα Μπρασλάβσκι, η Μαρία Σράντερ (σκηνοθέτης του τηλεοπτικού «Unorthodox», αλλά και των «Stefan Zweig: Farewell To Europe» και «Love, Life») σκηνοθετεί μία sci-fi δραμεντί που χρησιμοποιεί το εύρημα της A.I. νοημοσύνης για να προκαλέσει τη -συναισθηματική- δική μας. Πόσο ανοιχτοί είμαστε να βρούμε την αγάπη έξω από τα κουτάκια μας; Πόσο θωρακισμένους μάς κρατά το μυαλό μας; Πόσο εγωιστές στο συναίσθημά μας; Πόσο πιο οικεία η μοναξιά μας, όσο κι αν μάς τρομοκρατεί η σκέψη ότι θα γεράσουμε μόνοι;

Γυρισμένο κατά τη διάρκεια του lockdown λόγω πανδημίας στο Βερολίνο (με γυρίσματα και στο κλειστό για το κοινό μουσείο της Περγάμου), η «παγερή» του ατμόσφαιρα ταίριαξε γάντι στις αποστειρωμένες προϋποθέσεις της πανδημίας. Η απόσταση, πώς μάς προστατεύει και πώς οφείλουμε να καταργούμε γίνεται άσκηση και μέρος του DNA της ταινίας. Δεν έχει σημασία τι το έχει προκαλέσει: είμαστε μόνοι μας, χωρίς αγκαλιές.

Πρόκειται για σπουδαία ταινία; Οχι. Αλλά, καμιά φορά, και στη ζωή και στο σινεμά, δεν είσαι ρομπότ, δεν ψάχνεις την τελειότητα. Ενα «κορίτσι γνωρίζει ανθρωποειδές αγόρι» παραμύθι (στα πλαίσια του «Her» ή του «Ex Machina», αλλά και πολύ διαφορετικό ως αισθητική και ύφος) διανθίζεται με σύγχρονους προβληματισμούς, χιούμορ κι ένα πρωταγωνιστικό ζευγάρι που θα σε κερδίσει σταδιακά. Θα μπεις κι εσύ με τις αμφιβολίες σου στην sci-fi αλληγορική ιστορία τους. Ομως η γενναιόδωρη καθαρότητα της Μάρεν Εγκερτ, που ερμηνεύει την ψυχρή ακαδημαϊκό με πληγωμένη δύναμη, και η άκαμπτη αθωότητα του βρετανού Νταν Στίβενς («Downton Abbey», «Eurovision Song Contest»), στον δεύτερο γερμανόφωνο ρόλο της καριέρας του, λυγίζουν τις αντιστάσεις. Αν κάποιος σου λέει με το βλέμμα ακλόνητο «I'm Your Man», κάνε μια υπέρβαση. Πίστεψέ τον. Και στη ζωή και στο σινεμά, δεν το ακούς συχνά. Πόλυ Λυκούργου

Fabian Going to the Dogs 607

Fabian – Going to the Dogs του Ντόμινικ Γκραφ (Γερμανία)

Το ομότιτλο βιβλίο του Εριχ Κέστνερ το οποίο διασκευάζει για την οθόνη ο Ντόμινικ Γκραφ στο «Fabian — Going to the Dogs» (Fabian oder Der Gang vor die Hunde), ήταν ένα από εκείνα που χρησιμοποιήθηκαν ως προσάναμμα για τις φωτιές των ναζί που έκαιγαν όσα βιβλία θεωρούσαν ρυπαρά, διεφθαρμένα ή επικύνδυνα. Η ιστορία του «Fabian», διαδραματίζεται στο τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, το 1931, όταν η σκιά του Χίτλερ πέφτει όλο και πιο βαριά πάνω στη χώρα και οι στολές της χιτλερικής νεολαίας -και οι πράξεις- τους γίνονται όλο και πιο συνηθισμένο θέαμα.

Ο Γιάκομπ Φάμπιαν, συγγραφέας στην καρδιά, δουλεύει σε ένα διαφημιστικό γραφείο για τα χρήματα αλλά η καρδιά του είναι αλλού. Βουτά με ενθουσιασμό στην ξέφρενη ζωή μιας πόλης που ζει ακόμη στην μέθη μιας ευφορίας που φλερτάρει με την παρακμή, λίγο πριν από την πτώση. Ο Φάμπιαν όπως τον αποκαλούν όλοι είναι όμως ιδεαλιστής και πιστεύει ότι υπάρχει ακόμη χώρος για το καλό, ακόμη κι όταν όλα δείχνουν το αντίθετο. Ο φίλος του Στέφαν Λαμπούντε, ένας πλούσιος ιδεαλιστής προτιμά τις ηδονές που η ζωή έχει να προσφέρει καθώς περιμένει να μάθει αν το διδακτορικό του θα τον φέρει στους κόλπους του πανεπιστημίου. Στην διάρκεια μιας νύχτας ο Φάμπιαν θα γνωρίσει την Κορνέλια, μια νεαρή δικηγόρο σε ένα κινηματογραφικό στούντιο που ονειρεύεται να γίνει πρωταγωνίστρια και η αγάπη τους θα ανθίσει παρά τις αντιξοότητες ακόμη κι όταν ο Φάμπιαν χάσει τη δουλειά του αλλά θα αποδειχθεί αδύναμη απέναντι στις υποχωρήσεις που η Κορνέλια είναι πρόθυμη να κάνει για να πετύχει τον στόχο της.

Ο Ντόμινικ Γκραφ, κινηματογραφεί την πλούσια, σύνθετη ιστορία των τριών αυτών χαρακτήρων και του κόσμου γύρω τους με έναν συχνά υπερβολικά φλύαρο τρόπο, ειδικά όταν προσπαθεί να περιγράψει την ξέφρενη ζωή της πόλης, στοιβάζοντας split screen το ένα πάνω στο άλλο, χρησιμοποιώντας πλάνα αρχείου για να εικονογραφήσει τους εξωτερικούς χώρους και μια σειρά ακόμη από τεχνάσματα που αδυνατίζουν παρά θωρακίζουν την αφήγησή του. Οταν το φιλμ βρίσκει την δύναμή του, σε παρασύρει στην ιστορία των τριών αυτών ανθρώπων που σε ξεναγούν στην πραγματικότητα μιας εποχής και αποτελούν με κάποιο τρόπο το καναρίνι στο ορυχείο για όσα θα ακολουθήσουν, όμως στην διάρκεια των τριών ωρών του χάνει συχνά την αποτελεσματικότητα και την συνοχή του, φλερτάρει με τον ναρκισσισμό και την πολυλογία. Γιώργος Κρασσακόπουλος

albatros 607

Albatros του Ξαβιέ Μποβουά (Γαλλία)

Ο 40χρονος Λοράν είναι ένας τίμιος άντρας. Ζει στις επαρχιακές ακτές της Νορμανδίας. Είναι τοπικός χωροφύλακας. Η οκογένειά του έχει ρίζες εκεί – όλοι ήταν ναυτικοί. Για αυτό και το «Αλμπατρος» το σκάφος του παππού, το μοντέλο του οποίου έχει ο εγγονός στολισμένο στο σαλόνι του και το καμαρώνει. Ο Λοράν, μετά από 10 χρόνια σχέσης και μια 6χρονη κόρη ζητά από τη σύντροφό του να τον παντρευτεί. Θα κάνουν ένα τεράστιο πάρτι να το γιορτάσουν. Ταυτόχρονα, καθημερινά, κάνει το σωστό στη δουλειά του: δεν επεμβαίνει με τσαμπουκάδες στους καυγάδες των ντόπιων, μπαίνει γενναία στη μέση όταν πρόκειται για ενδοοικογενειακή βία, μαλώνει τους εφήβους που δεν φοράνε κράνος, τρέχει να συμπαρασταθεί στους τοπικούς κτηνοτρόφους, που δεν τους φτάνει η κρίση, έχουν κι έναν κλέφτη ανάμεσά τους να τους λεηλατεί τα εργαλεία. Ενας από αυτούς τους κτηνοτρόφους είναι ο 35χρονος Ζιλιάν. Παλεύει με τα χρέη του, παλεύει με τις αντιξοότητες, κουράστηκε. Θέλει να αυτοκτονήσει. Ο Λοράν προσπαθεί με αυτοθυσία να τον μεταπείσει. Κι εκεί, γίνεται το κακό....

Ο Ξαβιέ Μποβουά («Τίμημα της Δόξας», «Ενώπιον Θεών και Ανθρώπων», «N'oublie pas que tu Vas Mourir», «Le Petit Lieutenant») μάς έχει συνηθίσει στο αργό, υπομονετικό ξεδίπλωμα ιστοριών κι ανθρώπων. Εδώ όμως είναι σαν να τον παρασύρουν τα ρεύματα του ωκεανού, να χάνει το δρόμο, να πνίγεται. Στην προσπάθειά του να κάνει κάτι σύνθετο, ψυχαναλυτικό, καταλήγει να σκηνοθετεί τρεις ταινίες. Επιμένει 50 λεπτά της ώρας να αποδεικνύει, περιστατικό περιστατικό, πόσο καλοπροαίρετος και αξιοπρεπής και σωστός αστυνομικός είναι ο Λοράν. Οταν θα συμβεί το τραγικό λάθος, ο Μποβουά θέλει να είμαστε σίγουροι: η ζωή ενός τίμιου ανθρώπου καταστράφηκε.

Ο Ζερεμί Ρενιέ στον κεντρικό ρόλο κουβαλά αυτό το βάρος ικανά και με φυσικότητα. Μετά όμως, στο δεύτερο κομμάτι, πρέπει να δείξει απότομη μετάβαση στην ενοχή, την αυτοκαταστροφή, την παραίτηση. Και μετά ακολουθεί κι ένα τρίτο: όταν πρέπει να αναμετρηθεί με τις ανεμοθύελλες, την αγριεμένη θάλασσα και τη μοίρα των προγόνων του.

Ολα αυτά θα ήταν αρκετά ενδιαφέροντα, αν σεναριακά (ο Μποβουά συνυπογράφει μαζί με τους Φρεντερίκ Μορό και Μαρί-Ζουλί Μαλ) υπήρχε μία στιβαρή σύνδεση των τριών πράξεων. Μία λογική ή συναισθηματική εξέλιξη. Ενα χτίσιμο προς την κορύφωση. Μία τολμηρή κάθαρση. Αντιθέτως, το σκαρί του Μποβουά αποδεικνύεται εύθραυστο στην πάλη με τα κύματα: σειρά από κλισέ, ανυπόστατοι χειρισμοί των χαρακτήρων κι ένα ζαχαρωμένο, μελοδραματικό φινάλε οδηγούν το «Αλμπατρος» σε ναυάγιο. Πόλυ Λυκούργου

Bad Luck Banging or Loony Porn 607

Bad Luck Banging or Loony Porn του Ράντου Ζούντε (Ρουμανία, Λουξεμβούργο, Κροατία, Τσεχία)

Εκτός από τον τίτλο της που θα μπορούσαμε να μεταφράσουμε ως «Κακότυχο Γαμήσι ή Παλαβό Πορνό», η ταινία του Ράντου Ζούντε έχει τον υπότιτλο «σχεδίασμα για ένα δημοφιλές φιλμ» και η καρτέλα των τίτλων συνοδεύεται από ένα απόσπασμα από την «Μαχαμπαράτα»: «Δυστυχώς κανείς δεν αντιλαμβάνεται ότι ο κόσμος βυθίζεται στον ωκεανό του χρόνου που είναι γεμάτος από εκείνους τους τεράστιους κροκόδειλους που ονομαζουμε εξασθένηση και θάνατο». Το φιλμ ξεκινά με ένα ζευγάρι που κινηματογραφεί το δικό του ερασιτεχνικό porn tape και που ακόμη και τα χτυπήματα στην πόρτα από την ηλικιωμένη μητέρα της πρωταγωνίστριας που της ζητά να εκτελέσει την συνταγή της στο φαρμακείο, δεν είναι ικανά να διακόψουν την hardcore δράση του ανδρογυνου. Ομορφα.

Κι αυτή είναι μόνο η αρχή σε μια ταινία που χωρίζεται σε κεφάλαια με μεσότιτλους υπό τους χιουμοριστικούς ήχους του «Eh Toto» του Μπόμπι Λαπουάν, που σε προειδοποιούν ότι αυτό που ακολουθεί μπορείς να το πάρεις όσο σοβαρά ή αστεία θέλεις. Το πρώτο μέρος ακολουθεί την ηρωίδα του σπιτικού αυτού πορνό, Εμι, να περπατά στους δρόμους μιλώντας στο τηλέφωνο και γρήγορα θα αντιληφθείς ότι η home movie που γύρισε με τον σύζυγό της, έχει διαρρεύσει στο διαδίκτυο και πως η θέση της στο σχολείο όπου εργάζεται, βρίσκεται σε κίνδυνο εξαιτίας της. Η κάμερα του Ζούντε θα την ακολουθήσει από μακριά ή κοντυτερα στους δρόμους, στην επίσκεψη στο σπίτι της διευθύντριας, δίνοντας σχεδόν ίσο χρόνο στην ηρωίδα του, όσο αφήνει στην κάμερά του να περιπλανηθεί σε διαφημιστικές πινακίδες ή ταλαιπωρημένες προσόψεις κτιρίων. Σε οδηγούς που δεν σέβονται τίποτα. Σε χυδαία αυτοκίνητα. Ή σε μια γριά στο δρομο που λέει στην κάμερα: «φάε το μουνί μου». Γιατί αυτός είναι ο κόσμος που ζούμε.

Το δεύτερο μέρος που τιτλοφορείται «μικρό λεξικό ανεκδότων, σημείων και θαυμάτων» δεν έχει καμία σχέση με την ιστορία της Εμι, αλλά σχηματίζει μια εικόνα της κοινωνίας γύρω της. Το κομμάτι αυτό επεξηγεί με ειρωνικό, κυνικό και σαρδόνιο τρόπο λέξεις και ιδεές όπως «βιβλιοθήκη», «»χρήμα», «ανέκδοτα για ξανθιές», «κινηματογράφος», «κουζίνα», «κουλτούρα», «μοντάζ» «συναγωνισμός», «παιδιά», ημερομηνίες που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την σύγχρονη ρουμάνικη ιστορία ή θεσμούς όπως «ορθόδοξη εκκλησία», «στρατός», «οικογένεια», αλλά και πράγματα που συνδέονται με το προηγούμενο κεφάλαιο όπως «πορνογραφία», ή «πίπα» που όπως μαθαίνουμε είναι η πρώτη σε αναζητήσεις λέξη στο online λεξικό. Η δεύτερη είναι η λέξη «ενσυναίσθηση».

Επιστρέφοντας πίσω στην κεντρική ιστορία, το τρίτο μέρος που έχει τον τίτλο «πράξη και υπονοούμενα (sitcom)», διαδραματίζεται στην διάρκεια της συνεδρίασης των γονέων στο σχολείο της Εμι που γίνεται σε εξωτερικό χώρο με αποστάσεις και (ειρωνικές, τι άλλο;) μάσκες λόγω του κορονοϊού. Κινηματογραφημένο σαν θεατρική φάρσα ή κακογυρισμένο sitcom, αυτό το τρίτο μέρος αποσαφηνίζει χιουμοριστικά (κατά στιγμές μάλιστα με επιτυχημένο τρόπο), την υποκρισία που δείχνει να αποτελεί το modus operandi μιας ολόκληρης κοινωνίας. Μόνο που το μήνυμα έχει ληφθεί πολύ πριν φτάσουμε ως εκεί και ο τρόπος που ο Ζούντε επιμένει να μας το εξηγεί ξανά και ξανά, καταλήγει μάλλον διδακτικός κι εξυπνακίστικος, προκλητικός για χάρη μιας πρόκλησης που λειτουργεί καλύτερα όταν δεν είναι αμετροεπής ή συγκαταβατική. Πιστό στην λογική του more is more, το φιλμ τελειώνει με τρία πιθανά φινάλε, και τον Φιλανδό Μ.Α. Νούμινεν να τραγουδά Βιτγκενστάιν στους τίτλους, απόλυτα ταιριαστά, για μια ταινία που δείχνει να θέλει να είναι πιο ενημερωμένη, πιο παράξενη, πιο ιδιαίτερη, πιο ειρωνική πιο έξυπνη και πιο «μπροστά», ακόμη κι από τους ίδιους τους θεατές της. Γιώργος Κρασσακόπουλος

introduction 607

Introduction του Χονγκ Σανγκ-σου (Κορέα)

Σε έναν Κορεάτη Ρομέρ εξελίσσεται με τα χρόνια ο Χονγκ Σανγκ-σου, δημιουργός τριών, πλέον, δεκαετιών, με επίσημες συμμετοχές και βραβεία σε όλα τα μεγάλα κινηματογραφικά φεστιβάλ του κόσμου, Κάννες, Βενετία, ο οποίος μόλις πέρσι τιμήθηκε στην Berlinale με το Βραβείο Σκηνοθεσίας, την Αργυρή Αρκτο, για το «The Woman Who Ran».

Εάν το ύφος του Χονγκ είναι ο μινιμαλισμός, αυτή εδώ είναι η πιο αφαιρετική ταινία του εδώ και πολλά χρόνια, φυσικά ασπρόμαυρη, μια λεπτεπίλεπτη ανάσα ζωής, λυρική, συνεσταλμένη, αλλά με τη δύναμη της βεβαιότητας της νιότης. Ο Γιουνγκό επισκέπτεται το ιατρείο του βελονιστή πατέρα του και κλέβει μια ματιά από τον διάσημο ηθοποιό ασθενή του. Λίγο καιρό μετά, η μητέρα του θα του συστήσει τον ηθοποιό, ελπίζοντας ότι εκείνος θα εμπνεύσει στο γιο της ν' ακολουθήσει σπουδές στην υποκριτική ή, τέλος πάντων, να βρει ένα στόχο στη ζωή του. Η Τζουόν, η κοπέλα του Γιουνγκό, είναι στο Βερολίνο: θα εγκατασταθεί εκεί για να σπουδάσει. Η μητέρα της θα της συστήσει μια όμορφη, πετυχημένη καλλιτέχνη, ελπίζοντας ότι εκείνη θα τη βοηθήσει να βρει την αυτοπεποίθηση που της λείπει και να ξεχάσει τον Γιουνγκό.

Δυο μητέρες παρεμβαίνουν στις ζωές των παιδιών τους, μια γενιά προσπαθεί να διορθώσει τα λάθη της επόμενης πριν, ακόμα, τα κάνει, αλλά εις μάτην. Οι νέοι θα κάνουν τις δικές τους «συστάσεις» με τη ζωή που απλώνεται μπροστά τους, δίνοντας και παίρνοντας, σαν το κύμα της χειμωνιάτικης θάλασσας.

Δομημένη σε σύντομα κεφάλαια, σε μια διάρκεια που με βία ξεπερνά τη μία ώρα, η νέα ταινία του Χονγκ είναι η επιτομή της διακριτικότητας. Αποφεύγοντας το έγχρωμο, λες για να μην ενοχλήσει, ο σκηνοθέτης στήνει σύντομες σκηνές διαλόγων που, όλες μαζί, απλώς μεταφέρουν στοιχειώδεις πληροφορίες κι έναν πλήρη χάρτη συναισθημάτων. Κάποιες από αυτές είναι καθοριστικές για την πλοκή, άλλες, όπως εκείνη του Γιουνγκό με την ώριμη, στερημένη χαρά, γραμματέα του πατέρα του, περιττές αλλά πολύτιμες. Οι ήρωες μιλούν, σκέφτονται, στέκονται, περπατούν, βουτούν στο παγωμένο νερό ή σ' ένα ζεστό όνειρο, καπνίζουν ασταμάτητα, τις στιγμές πριν ή μετά από κάτι σημαντικό. Γιατί αυτές οι στιγμές είναι που έχουν σημασία και που ο Χονγκ γνωρίζει καλά ότι θα ξετυλιχθούν, όσο και να προσπαθήσεις να τις αναχαιτίσεις. Μια ταινία πολύ μικρή, υπέροχα ασήμαντη, σπουδαία και μαζί φευγαλέα, σαν μια συνηθισμένη ζωή. Λήδα Γαλανού

next door 607

Next Door του Ντάνιελ Μπρουλ (Γερμανία)

Στο πανέμορφο, ατμοσφαιρικό, γοητευτικά παρηκμασμένο και μαζί τόσο ανερχόμενο (πρώην ανατολικό) Βερολίνο ζει ο Ντάνιελ, διάσημος ηθοποιός, με την όμορφη γυναίκα του, το φρόνιμο παιδάκι του και τη νεαρή νταντά του. Ο Ντάνιελ ετοιμάζεται να πετάξει, αυθημερόν, ως το Λονδίνο για μια καυτή οντισιόν, ένα ρόλο σ' ένα υπερηρωικό franchise. Πριν ξεκινήσει για το αεροδρόμιο, πηγαίνει για ένα γρήγορο καφέ στην τοπική του μπιραρία, κι αυτή γοητευτικά παρηκμασμένη, όπως κι η ιδιοκτήτριά του. Εν μέσω τηλεφωνημάτων κι αυτόγραφων, ο ηθοποιός θα πιάσει κουβέντα με τον Μπρούνο, ένα θαμώνα που μόνο αρνητικά έχει να πει για τις ερμηνείες του Ντάνιελ. Πώς, όμως, ο Μπρούνο γνωρίζει τόσα πολλά για τη ζωή του ηθοποιού και γιατί μοιάζει αποφασισμένος να τον παγιδεύσει σ' έναν ιστό οικογενειακών ψεμάτων κι αποκαλύψεων;

Ο (διάσημος ηθοποιός, ειδικά στην Ευρώπη), Ντάνιελ Μπρουλ, κάνει το πρώτο του βήμα στη σκηνοθεσία, με μια ταινία ποτισμένη με τη νεότερη γερμανική κοινωνικοπολιτική παράδοση. Οσο από τα «τηλεφωνήματά» του με τους Αμερικανούς παραγωγούς αντιλαμβανόμαστε την ειρωνεία του δημιουργού/ηθοποιού για τα blockbusters και το ξεπούλημα του κινηματογράφου (με τρόπο μάλλον αρτηριοσκληρωτικό και κλισέ), από τη συζήτησή του - προοδευτικά μετατρεπόμενη σε ανάκριση - με τον Μπρούνο ψυχανεμιζόμαστε ότι ο διχασμός του Βερολίνου δεν ξεπεράστηκε ποτέ. Η κηλίδα της Στάζι, η υποκρισία της νέας ανώτερης τάξης, η «αναβάθμιση» μιας (ή μισής) πόλης που δεν έχασε, αλλά έκρυψε καλά την αληθινή της ταυτότητα, αναδύονται μέσα από ένα μακρόταλο, διακοπτόμενο, διάλογο.

Μόνο που, ως σκηνοθέτης, ο Ντάνιελ Μπρουλ δεν ξέρει πώς να δώσει πνοή, ρυθμό, αέρα, δύναμη σ' αυτή την ατέρμονη συζήτηση. Με λίγα, καταχρηστικά εξωτερικά, περνά το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας του μέσα στο μπαρ, με τους ήρωές του να μιλούν και να πίνουν καθιστοί, με κάθε νέο σκαλοπάτι της αποκάλυψης να χάνεται στα όρια του προηγούμενου, θεατρικά, στατικά, τελικά ανιαρά. 

Αν η ταινία αγγίζει όλα τα καίρια προβλήματα της σημερινής γερμανικής κοινωνίας, το κάνει με τρόπο σχηματικό και αντικινηματογραφικό. Αν, από την άλλη, βρίσκεται στο διαγωνιστικό της φετινής Berlinale, το χρωστά στην επώνυμη υπογραφή της. Κι αν στον Ντάνιελ Μπρουλ προταθεί να παίξει σε υπερηρωική ταινία, θα τον συμβουλεύαμε να το κάνει. Συγγνώμη, το έχει κάνει ήδη.
Λήδα Γαλανού

Natural Light 607

Natural Light του Ντένες Νάγκι (Ουγγαρία, Λετονία, Γαλλία, Γερμανία)

Βορράς, δάσος, χιόνι, σιωπή. Μια χούφτα άντρες μεταφέρουν σε μια σχεδία, κατά μήκος του ποταμού, ένα κουφάρι, ένα φρεσκοσκοτωμένο τάρανδο. Σιωπή - τίποτα στη διαδρομή τους και στην αυστηρή φύση γύρω τους δεν μυρίζει πόλεμο. Για λίγο. Οι Γερμανοί στρατιώτες παγιδεύουν τη σχεδία και τους άντρες και τεμαχίζουν, μεθοδικά και διεξοδικά, το ζώο.

Το έτος είναι 1943 και οι Ούγγροι στρατιώτες, σύμμαχοι των Γερμανών Ναζί, είναι υπεύθυνοι για την «εκκαθάριση» της Ουκρανίας, οργώνουν τα δάση και τις αγροτικές περιοχές για να εντοπίσουν τους Ρώσους παρτιζάνους. Εκεί θα βρεθεί ο Ιβάν Σεμέτκα, σιωπηλός κι αυτός, φωτογράφος με αποστολή να απαθανατίζει τα τραγικά ενσταντανέ του πολέμου. Ενα ζοφερό γύρισμα της τύχης θα φέρει τον Ιβάν επικεφαλής του μικρού λόχου. Ερχεται μαζί με την ευθύνη και η άφεση για όσα φρικιαστικά συμβαίνουν μπροστά στα μάτια του; Υπάρχει μέσα του, μέσα σ' οποιονδήποτε, η δύναμη να σταματήσει τη βία ή, τουλάχιστον, να μιλήσει καθαρά γι' αυτή;

Ο Ούγγρος Ντένες Νάγκι, στο ντεμπούτο του στη μυθοπλασία, κάνει μια αντιπολεμική ταινία αργή και υποβλητική, μονότονη και σκοτεινή τόσο, ώστε κανείς να μην μπορεί να γλιτώσει από την οδύνη της. Δεν έχει νόημα ν' αποστρέψεις το βλέμμα: τίποτε από τη θηριωδία του πολέμου δεν συμβαίνει μπροστά στην κάμερα - εκεί βλέπουμε μόνο πρόσωπα, μάτια, τις αντιδράσεις σ' αυτήν, την ενοχή, τον τρόμο. Οχι μακριά, νοηματικά, από το ντεμπούτο του συμπατριώτη του, «Ο Γιος του Σαούλ», ο Νάγκι ακολουθεί μια εξίσου εστέτ προσέγγιση, αλλά από μια άλλη πλευρά. Οχι του ρεαλισμού, αλλά ενός μοντέρνου εξπρεσιονισμού. Κοντινά στα πρόσωπα, στις λεπτομέρειες, μια αυξανόμενη αίσθηση γκροτέσκ, εικόνες σχεδόν μονόχρωμες, στο «φυσικό χρώμα» του πολέμου, δηλαδή της λάσπης και του σκοταδιού, στις οποίες με κόπο διακρίνεις τη δράση. Και γυρισμένη με το «φυσικό φως» που μόνο αμυδρά σκεπάζει το Κακό και μόνο διστακτικά προσφέρει μια (θρησκευτική;) κάθαρση.

Η ουγγρική, η πανανθρώπινη ενοχή για τον πόλεμο λειτουργεί ως μια παραβολή για τη σημερινή ανάληψη ευθύνης, απέναντι στο νεοναζισμό, στο ρατσισμό, στη βία. Με εργαλείο ανθρώπους που, συχνά άθελά τους, έζησαν με τα πιο χαμερπή ένστικτα της φύσης τους και επιβίωσαν, στη σιωπή, με μια αμφιλεγόμενη στωικότητα. Το «Natural Light» είναι μια ταινία για λίγους, αλλά μια ταινία για όλους. Λήδα Γαλανού

Forest - I See you Everywhere 607

Forest – I See You Everywhere του Μπενς Φλιγκάουφ (Ουγγαρία)

Επτά ιστορίες αποτελούν το παλίμψηστο του Μπενς Φλιγκάουφ, του Ούγγρου σκηνοθέτη που αθόρυβα αλλά με ακρίβεια (από το ντεμπούτο του μεγάλου μήκους «Forest» του 2003 μέχρι το «Milky Way» του κέρδισε τη Χρυσή Λεοπάρδαλη στο Λοκάρνο και το «Just the Wind» που κέρδισε το 2012 το μεγάλο βραβείο της Επιτροπής στη Berlinale) και την παραμικρή έκπτωση στο ανθρώπινο σινεμά της παρατήρησης που τον έκανε γνωστό, χτίζει ένα σύμπαν από ταινίες με έντονη προσωπική σφραγίδα, τόλμη και μια υποδόρια ένεση genre που κινείται με αφαιρετική ευκολία από το δράμα στην επιστημονική φαντασία και από το θρίλερ στην ανθρώπινη «κωμωδία».

Ολες οι ιστορίες της νέας του ταινίας ξεκινούν από μικρές ή και μεγαλύτερες καθημερινές στιγμές - μια εργασία για το σχολείο, μια μικρή έκρηξη ζήλειας, μια εξαφάνιση, μια σοβαρή εγχείρηση που θα γίνει το πρωί, ένα forum για το «Dungeons & Dragons» που έχει ανησυχήσει τους γονείς των παιδιών ενός καθολικού σχολείου, ένας γιατρός που πουλάει ψεύτικες ελπίδες σε μελλοθάνατους, ένα ζευγάρι που δεν μπορεί να κάνει παιδιά… Μέσα στα λίγα λεπτά που διαδραματίζονται, οι διαστάσεις των ιστοριών αλλάζουν και το εκτόπισμα τους μεγαλώνει, από στιγμές γίνονται σχεδόν μικρά μονόπρακτα και από εκεί βιβλικά παραδείγματα, παραβολές με αδιόρατο κοινό σημείο συνάντησης όλα όσα χωράνε ανάμεσα στο θάνατο και τη ζωή.

Εννοιες όπως η ελπίδα, ο θρήνος, η απώλεια, η επιθυμία στροβιλίζονται μέσα σε κλειστούς χώρους διαμερισμάτων για να συνθέσουν περισσότερο μια κλειστοφοβική πινακοθήκη καταστάσεων, με το παράλογο και το μεταφυσικό να εισβάλλουν αναπάντεχα εκεί όπου εξαντλούνται πλέον τα λόγια και η λογική. Θυμίζοντας το «Short Cuts» του Ρόμπερτ Αλτμαν, πλην της σάτιρας και τη λογική με την οποία γράφει τις μικρές κοσμικές ιστορίες του ο Ρέιμοντ Κάρβερ πλην του χιούμορ, ο Μπεν Φλιγκάουφ γίνεται το βλέμμα του θεατή απέναντι στην ανθρώπινη κατάσταση, με (πολύ) μικρές εκρήξεις φωτός που γεννιούνται μέσα από το (βαθύ) σκοτάδι.

Οχι τυχαία, κάθε ιστορία ξεκινάει με την τελική της εικόνα και όλη η ταινία ξεκινάει με αυτό που θα είναι η τελική της ιστορία. Σε έναν επώδυνο κύκλο ζωής που διατρέχει από την ασημαντότητα μέχρι το νόημα της ζωής και ενώ καμία της ιστορία δεν έχει σεναριακό κοινό με την άλλη αλλά παρακολουθείται σαν μια ενιαία ταινία. Ρόμπυ Εκσιέλ

What Do We See When We Look at the Sky? 607

What Do We See When We Look at the Sky? του Αλεξάντρ Κομπερίτζε (Γερμανία, Γεωργία)

Η δεύτερη μεγάλου μήκους του Αλεξάντρ Κομπεράιτζε ξετυλίγεται σαν ένα αστικό παραμύθι, που πασπαλίζει με ρομαντισμό τους δρόμους και τα πάρκα του Κουτάισι της Γεωργίας, μιας πόλης όπου η σύγχρονη ζωή μπορεί να συνυπάρχει με την πίστη στο «κακό μάτι» κι όπου τα ξόρκια μπορεί ακόμη να πιάνουν. Με μια διάρκεια που φτάνει τις δυόμισι ώρες θα μπορούσες να την πεις και ταινία «ποταμό», αλλά περιγράφοντας κυρίως τον αβίαστο τρόπο με τον οποίο κυλά, την κελαρυστή μουσικότητα του τόνου της, τα υπέροχα τοπία της πόλης ή της ψυχής που διασχίζει.

Το φιλμ ξεκινά με μια τυχαία γνωριμία, ο Γκιόργκι και η Λίζα σκοντάφτουν ο ένας πάνω στον άλλο στην αυλή του σχολείου κι όταν τυχαία ξανασυναντηθούν την ίδια μέρα, θα κανονίσουν ένα ραντεβού για την επόμενη, δίχως καν να ανταλλάξουν όχι τηλέφωνα αλλά ούτε καν ονόματα. Ομως αυτό που δεν ξέρουν είναι πως το ραντεβού τους θα κανονιστεί κάτω από την επήρεια μιας κατάρας, και πως όταν ξυπνήσουν το άλλο πρωί, η εξωτερική εμφάνιση και των δυο θα έχει αλλάξει. Κι έτσι, παρότι και οι δυο τους θα πάνε στο ραντεβού, δεν θα συναντηθούν γιατί ο ένας δεν θα αναγνωρίσει τον άλλο. Και κάπως έτσι ξεκινά μια από τις πιο απροσδόκητα ρομαντικές, ανεπιτήδευτα όμορφες και φρέσκιες ταινίες που είδαμε εδώ και πολύ καιρό, ένα φιλμ που σε κρατά σε εγρήγορση ακόμη και στις στιγμές όπου σχεδόν τίποτα δεν συμβαίνει και που ανακαλύπτει την μαγεία στο καθημερινό, το μικρό, το αδιάφορο.

Το «What do we See When We Look in the Sky», δεν θα μπορούσε να έχει έναν καλύτερο τίτλο, αφού όπως κι ο μεγάλος γαλάζιος θόλος πάνω από τα κεφάλια μας, έτσι και η ταινία του Κομπεράιτζε είναι κάτι στο οποίο μπορείς να δεις όχι μόνο ότι υπάρχει εκεί, αλλά να γίνει ο καμβάς για να προβάλλεις πάνω της, οτιδήποτε άλλο θες. Με μια αφήγηση που δεν κλείνεται ερμητικά στον εαυτό της, αλλά μπορεί να δώσει «πρωταγωνιστικό ρόλο» στα πάντα από τα αδέσποτα σκυλιά, μια παρέα παιδιών που παίζουν ποδόσφαιρο, ή μια μπάλα που επιπλέει στο ποτάμι, το φιλμ γίνεται ένα μωσαϊκό από εικόνες και ιστορίες, από πράγματα μικροσκοπικά που όμως μπορούν να δείχνουν μεγαλειώδη, από προσωπικές, άγνωστες μυθολογίες που μπορούν να μοιάζουν με τις δικές σου που κρατάς κρυμμένες μέσα στην καρδιά ή το μυαλο σου.

Γιατί όπως σε κάνει να καταλάβεις αυτή η πανέμορφη, εμψυχωτική, ιστορία, μερικές φορές το να δεις την αληθινή φύση των πραγμάτων ή των ανθρώπων, πρέπει να το κάνεις μέσα από το φίλτρο του σινεμά. Που ίσως δεν μπορεί να μας αλλάξει το πως δείχνουμε, αλλά μπορεί να αλλάξει το πως κοιτάμε. Κι αν δεν μας κάνει να ερωτευτούμε έναν άνθρωπο, μπορεί τουλάχιστον να μας κάνει να αγαπήσουμε πολύ μια ταινία. Μια ταινία σαν αυτή. Γιώργος Κρασσακόπουλος

Petite Maman 607

Petite Maman της Σελίν Σιαμά (Γαλλία)

«Δεν φταις εσύ για τη θλίψη μου.» Ποια είσαι εσύ και ποια είμαι εγώ, ποια είναι η θλίψη και ποιος, τελικά, φταίει γι' αυτήν; Η απάντηση, σε όλα, είναι «η ζωή» σ' αυτήν, την πέμπτη ταινία της Σελίν Σιαμά, ίσως την πιο απλή, αληθινή, προσωπική.

Η οκτάχρονη Νελί έχει μόλις χάσει τη γιαγιά της - δεν πρόλαβε να της πει κι ένα καλό αντίο. Μαζί με τη μαμά της, Μαριόν και τον μπαμπά της, πηγαίνουν στο πατρικό της Μαριόν, στο σπίτι της γιαγιάς, μέσα στο ονειρικό δάσος, για να το αδειάσουν και να το κλείσουν. Τη δεύτερη κιόλας μέρα, η Μαριόν θα φύγει. Η Νελί, ανακαλύπτοντας το σπίτι, παίζοντας στο δάσος, θα κάνει μια καινούρια φίλη: είναι κι αυτή οκτώ χρόνων και τη λένε Μαριόν.

Αν η Σιαμά στις προηγούμενες ταινίες της («Waterlillies», «Tomboy», «Girlhood», «Το Πορτρέτο μιας Γυναίκας που Φλέγεται»), καταπιανόταν σκόπιμα, οξυδερκώς, σε βάθος με τη γυναικεία φύση, τη διάσταση και τα (μη) όριά της, εδώ το κάνει με τον πιο φυσικό τρόπο. Χωρίς στόχο, μόνο με τον βιωματικό απόηχο, όπως αυτός αποτυπώνεται στο σενάριό της, στη σκηνοθεσία της, στην κατανυκτική, ξανά, φωτογραφία της Κλερ Ματόν. Γιατί ήταν κορίτσι κι είναι γυναίκα, απλώς.Ντυμένη στα παστέλ χρώματα της προηγούμενης γενιάς, ή όπως αυτά χαράσσονται στη μνήμη και στο ανοιξιάτικο φως που ακολουθεί το θάνατο και φέρνει τη γέννηση, η «Μικρή Μαμά» μιλά για την απώλεια. Οχι μόνο των ανθρώπων, αλλά και της παιδικής ηλικίας, της ασφάλειας, της πηγαίας χαράς. Η Σιαμά ποτέ δεν δείλιασε μπροστά στα δύσκολα κι εδώ δουλεύει με δυο μικρά κορίτσια, αδελφές, αντλώντας από τα μάτια τους ευαίσθητες ερμηνείες.

Παραμύθι, ταινία φαντασίας, μια φέτα οικογενειακής ζωής, το φιλμ της μιλά σοβαρά κι αστεία για το πώς έχουμε, τελικά, όλοι το ίδιο DNA, πώς δεν ξεχνάμε, παρά μόνο όταν δεν ακούμε. Πώς κάθε μαμά και κόρη είναι ο ίδιος άνθρωπος, πώς ο χρόνος έχει, αναπόφευκτα, σημασία. Και το κάνει χωρίς έπαρση και χωρίς ίχνος βαρυσήμαντου, σε μια ταινία ακόμα πιο δύσκολη γι' αυτό το λόγο. Ταξιδεύοντάς μας για λίγο, μόλις εβδομήντα λεπτά, σ' ένα σπίτι στο δάσος, εκεί όπου ο ήλιος κι η σκιά των δέντρων κρύβουν τα προβλήματα και σημασία έχει μόνο το παιχνίδι. Για λίγο. Λήδα Γαλανού

Ballad of a White Cow 607

Ballad of a White Cow των Μπεχτάς Αναΐσα και Μαριάμ Μογκαντάμ (Ιράν, Γαλλία)

Μετά την εκτέλεση του θανατοποινίτη συζύγου της, η Μίνα προσπαθεί να επιβιώσει στο σημερινό Ιράν μαζί με την κωφή κόρη της, αντιμέτωπη με την έλλειψη χρημάτων, την απειλή της οικογένειας του συζύγου της ότι θα της πάρουν την επιμέλεια του παιδιού και κυρίως με μια κοινωνία που θεωρεί την θανατική ποινή «ανθρώπινο δικαίωμα» και που στην οποία, όπως εύγλωττα αναφέρει ένας μεσίτης όταν η Μίνα μετά από μια άδικη έξωση ψάχνει απεγνωσμένα ένα καινούριο διαμέρισμα: «χήρες, ιδιοκτήτες σκύλων και γατών και ναρκομανείς δεν είναι δεκτοί».

Οταν θα μάθει ότι ο άνδρας της εκτελέστηκε άδικα ενώ ήταν αθώος, η Μίνα θα προσπαθήσει να διεκδικήσει μια επίσημη συγγνώμη από το διάτρητο δικαστικό σύστημα και ακριβώς τη στιγμή που κάθε ελπίδα της για μια αξιοπρεπή ζωή εξαλείφεται, θα εμφανιστεί στο δρόμο της ο Ρέζα, ένας άνδρας που θα τη βοηθήσει να ορθοποδήσει και με τον οποίο την δένει ένα μυστικό που δεν πρέπει να μάθει ποτέ.

Η υπεροχή του ιρανικού σινεμά είναι εμφανής και εδώ, στην πρώτη κοινή μυθοπλαστική απόπειρα των Μπεχτάς Αναΐσα και Μαριάμ Μογκαντάμ, μετά το ντοκιμαντέρ «The Invincible Diplomacy of Mr Naderi» που συνσκηνοθέτησαν το 2017: χειρουργική κοινωνική παρατήρηση ένος αδέκαστου συστήματος που συνθλίβεται από τη διαφθορά και συνθλίβει τις γυναίκες και τους αδύναμους, πλέξη ιστορίας που ξεκινάει από τα βάθη της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας για να επαναδιαπραγμευτεί με στιβαρό τρόπο τις θεματικές της εκδίκησης, της συγχώρεσης, της εξιλέωσης, πλανοθεσία που τοποθετεί το δράμα στις διαστάσεις μιας κλειστοφοβική εμπειρίας που σε καταπίνει, ερμηνείες - κυρίως από την Μαριάμ Μογκαντάμ του «Closed Curtain» του Τζαφάρ Παναχί και τον Αλιρεζά Σανιφάν που δεν στέκονται στην υπερβολή, αλλά ορίζουν με τρόπο αρχετυπικό τον περιβάλλοντα χώρο.

Μια θαρραλέα μείξη κοινωνικού δράματος και χιτσοκικού θρίλερ (με έξτρα αναφορά στο γάλα του «Suspicion») που ακόμη κι όταν δεν πετυχαίνει τις τέλειες ισορροπίες, καταφέρνει να λειτουργήσει ως μια καταγγελία για την ισχύουσα ακόμη στο Ιράν θανατική ποινή (σχεδόν σα φυσική συνέχεια της περσινής Χρυσής Αρκτου «Το Κακό δεν Υπάρχει» του Μοχάμαντ Ρασούλοφ), να εκμοντερνίσει - στο μέτρο που αποφεύγει τα κινηματογραφικά κλισέ που συναντάμε συχνά - την ιρανική αφήγηση των τελευταίων δεκαετιών και να γίνει ο ατελής καθρέφτης μιας ανθρώπινης κατάστασης που με τη σειρά της ισορροπεί ανάμεσα στο προκαθορισμένο από τη μοίρα (ή από το Θεό) και το τυχαίο (του ανθρώπου). Μανώλης Κρανάκης

Wheel of Fortune and Fantasy 607

Wheel of Fortune and Fantasy του Ριγιουσούκε Χαμαγκούτσι (Ιαπωνία)

Ο Ιάπωνας σεναριογράφος/σκηνοθέτης των «Happy Hour» και «Αsako I & II» επιστρέφει με μία σπονδυλωτή ιστορία συμπτώσεων, (λανθασμένων) επιλογών, μοίρας και εξιλέωσης. Στο πρώτο κεφάλαιο («Μαγεία, Ή Κάτι Λιγότερο Από Βεβαιότητα») δύο κολλητές φίλες συζητούν σ' ένα ταξί την απρόσμενη ερωτική γνωριμία της μίας με έναν άντρα. Την οικειότητα που το ζευγάρι ένιωσε από την πρώτη στιγμή, τη «μαγεία». Οταν η πρόσφατα ερωτευμένη κοπέλα βγαίνει από το ταξί, η άλλη σκοτεινιάζει και παρακαλεί τον οδηγό να την πάει σε μία διεύθυνση. Εκεί, θα αντιμετωπίσει «τον άντρα» - ο οποίος, κατά σύμπτωση, ήταν ο πρώην της, με τον οποίο είχαν έναν οδυνηρό χωρισμό. Θαμμένα συναισθήματα, μυστικά, μετάνοια, ενοχές. Ποια θα διαλέξει – όχι μόνο εκείνος, αλλά κι εκείνη; Τον εαυτό της ή τη φίλη της;

Στο δεύτερο κεφάλαιο («Πόρτα Ορθάνοιχτη») ένας καθηγητής λογοτεχνίας έχει ξεκάθαρη πολιτική στο γραφείο του: η πόρτα μένει ανοιχτή, ακόμα και στις πιο δύσκολες αντιπαραθέσεις με τους μαθητές του. Η αποβολή ενός γίνεται σε κοινή θέα κι ο νεαρός φοιτητής θα τον εκδικηθεί, μήνες μετά. Θα στείλει την ερωμένη του να τον δελεάσει ερωτικά, ενώ τον ηχογραφεί, ώστε να τον απολύσουν. Μόνο που η ζωή, ο έρωτας ή η λογοτεχνία (η κοπέλα θα απαγγείλει στον καθηγητή ένα ιδιαίτερα σεξουαλικό κεφάλαιο του βιβλίου του) κρατούν τα ηνία στην έκπληξη. Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης και της προσπάθειας αποπλάνησης, εκείνη θα τον ερωτευθεί. Θα τον προστατέψει. Ή έτσι νομίζει.

Στο τρίτο κεφάλαιο μία ντροπαλή κοπέλα αποφασίζει να γυρίσει στην γενέτειρά της και να παραστεί στο reunion του σχολείου της. Θέλει να ξαναβρεί την χαμένη της αγάπη, μία γυναίκα που ήταν ο ήλιος στη ζωή της, όταν στην μοναχική της εφηβεία κατάλαβε ότι ήταν γκέι. Τρόμαξε όμως και το έσκασε για σπουδές στο Τόκιο. Εκεί έμαθε ότι η αγάπη της παντρεύτηκε κι έκανε παιδιά. Με απογοήτευση συνειδητοποιεί ότι εκείνη δεν εμφανίζεται ποτέ στο πάρτι. Ομως, η μοίρα της παίζει ένα παιχνίδι: την βλέπει στο σταθμό του τρένου το άλλο πρωί.

Εξομολογήσεις, ανατροπές, ανθρωπιά, έκπληξη, συγκίνηση. Πώς θα ήταν οι ζωές μας αν είχαμε πάρει άλλες αποφάσεις, αν είχαμε στρίψει σε άλλα μονοπάτια, αν τολμούσαμε να πάμε μπροστά όταν οι φόβοι μάς κράτησαν πίσω; Αν ο τροχός της τύχης μάς είχε βοηθήσει και λίγο;

Ο Χαμαγκούτσι συνθέτει ένα κολάζ ιστοριών, ένα δράμα δωματίου με ανθρώπους που μιλούν αδιάκοπα, συγκρούονται, αναμετριούνται, μετανιώνουν, μονιάζουν, χωρίζουν, στηλώνονται ή καταρρέουν στην αγκαλιά του άλλου. Η μελαγχολία των άδειων χώρων που τοποθετεί τη δράση του, θυμίζει τις ζωές μας – τη στιγμή που κρισάρουμε και σκεφτόμαστε πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να τις έχουμε διαχειριστεί. Ταυτόχρονα η μητροπολιτική κίνηση (έξω από τα ταξί, τα λεωφορεία και τα τρένα όπου συναντιούνται οι ήρωες) τρέχει μπροστά. Κανείς δεν σε περιμένει να αποφασίσεις.

Με πανέξυπνη πένα, ο Χαμαγκούτσι ανατρέπει όσα νομίζουμε ότι βλέπουμε. Ή όσα νομίζουν οι ήρωες ότι ζουν. Τραβάει συνεχώς το χαλί, μάς/τους αφαιρεί τον έλεγχο. Οχι γιατί θέλει να δείξει ότι ο άνθρωπος δεν είναι άξιος της μοίρας του. Αλλά γιατί βλέπει τη ζωή σαν μία σειρά από στιγμές που αλλάζουν τα δεδομένα μας – κι εμείς καλούμαστε να τις αποδεχτούμε, να προσαρμοστούμε και να προχωρήσουμε μπροστά. Πικρό, πονεμένο, θλιμμένο και τρυφερό, με στιγμές που αγγίζουν την ποίηση, αυτό το κινηματογραφικό sachiko κεντάει διακριτικά τα μηνύματά του, αλλά σταματάει με αυτοπεποίθηση τον τροχό των συναισθημάτων όταν το βέλος συναντά την καρδιά. Πόλυ Λυκούργου

Mr Bachmann and His Class 607

Mr Bachmann and His Class της Μαρία Σπετ (Γερμανία)

O «Herr Bachmann» είναι ένας 64χρονος καθηγητής μουσικής, γλώσσας και μαθηματικών σ' ένα γυμνάσιο μεταναστών στο Σταντάλεντορφ, μία γερμανική εργατική κωμόπολη. Κι ο ίδιος απόγονος Πολωνών μεταναστών (το επίθετο το άλλαξε ο παππούς του όταν τη δεκαετία του 30 η κυβέρνηση ζήτησε από τους μετανάστες να «προσαρμοστούν» στον κοινωνικό ιστό, επιλέγοντας ένα κλασικό γερμανικό όνομα) καταλαβαίνει πολύ καλά τα παιδιά απέναντί του. Προέρχονται από κάθε γωνιά της γης: Ρουμανία, Βουλγαρία, Τουρκία, Ρωσία, Αφρική. Κάποια γεννήθηκαν εδώ, άλλα ήρθαν μεγάλα και δυσκολεύονται ιδιαίτερα με τη γλώσσα. Κάποια εξωστρεφή, κι άλλα κλειδωμένα κάτω από τη μπούρκα τους. Τους κάνει ερωτήσεις για τις πατρίδες, τις κουλτούρες, τις θρησκείες, τις οικογένειές τους. Φέρνει μπροστά τη διαφορετικότητά τους και την επαινεί. Τα βάζει να βοηθούν το ένα το άλλο, να λύνουν τις εθνικιστικές ή απλώς εφηβικές διαφορές τους, να κοιτάζουν κατάματα τις δυσκολίες τους, να κάνουν όνειρα. Αυτό το τελευταίο έρχεται πολλές φορές σε σύγκρουση με τους μεροκαματιάρηδες γονείς που έχουν άλλα σχέδια για τα παιδιά: χρειάζονται εργατικά χέρια. Μέσα από τη μουσική, τις κουβέντες, τους καυγάδες, τις περιπλανήσεις στη φύση, τα μουσεία, τις εκπαιδευτικές εκδρομές, ένας άνθρωπος (ντυμένος με ACDC Tshirts και πλεκτά τζαμαϊκανά σκουφάκια – σα roadie μπάντας) δίνει αγώνα για να εμπνεύσει ένα τσούρμο έφηβους να πατήσουν στα πόδια τους. Εκείνος δεν τα θέλει «να προσαρμοστούν» και να αλλάξουν. Αλλά να βρούν το δρόμο τους σε μια χώρα, σε μια Ευρώπη που κι ο ίδιος ονειρεύεται πολυπολιτισμική.

Η ντοκιμαντερίστας Μαρία Σπετ (προσωπική φίλη του Ντίτερ Μπάκμαν) γίνεται για μία ολόκληρη σχολική χρονιά μία μύγα στον τοίχο αυτής της τάξης. Η κάμερά της μένει καρφωμένη ακίνητη στο πλάι, πίσω ή δίπλα του – ακόμα κι όταν είναι στον ώμο παραμένει διακριτική, χωρίς επιδειξιομανίες, να παρατηρεί. Καμία ένδειξη φωτισμού ή μικροφώνων – σαν όλα να είναι στημένα αόρατα από πριν, για να τα ξεχνάς.

Κι αυτό είναι το μεγαλύτερο δώρο της ταινίας: το βλέπεις στα παιδιά, έχουν ξεχάσει τις κάμερες. Οι συμπεριφορές τους αυθόρμητες, άμεσες, κωλοπαιδίστικες, εξυπνακίστηκες, αθώες, τρυφερές. Στην ερώτηση «πες μας με ποια μέλη της οικογένειάς σου ήρθες εδώ και ποια έμειναν στη χώρα σου» ένα κοριτσάκι θα βάλει τα κλάματα. Απότομα. Σαν να την ξεπέρασε η ερώτηση. Θα βυθίσει το μουτράκι της στο θρανίο και ζευγάρια χέρια διπλανών θα την αγκαλιάσουν. Αλλά η κάμερα δε θα κάνει κοντινά. Ηταν μία συνηθισμένη στιγμή στην τάξη. Οπως κι αυτή που θα μιλήσουν για το σεξ, ποια θα ήταν η ηλικία που θα δοκίμαζαν, έχουν ερωτευτεί ποτέ; Ή ο Μπάκμαν θα εξαντλήσει στις ερωτήσεις έναν bully για τη συμπεριφορά του σε συμμαθητή του. Και μετά θα τους επιβάλει να παίξουν μαζί ένα κομμάτι. Να συνεργαστούν στην αρμονία.

Ναι, οι σχεδόν 4 ώρες του ντοκιμαντέρ απαιτούν από τον θεατή υπομονή και αφοσίωση. Αλλά η Σπετ δεν θέλει να κάνει κάτι επιφανειακό. Δε θέλει «να σου δείξει». Θέλει «να νιώσεις». Και αυτό απαιτεί σύνδεση. Απαιτεί ώρες που ξεχνάς κι εσύ κάμερες κι οθόνες. Δένεσαι με τα παιδιά, ξέρεις τα ονόματά τους πια, με τι παλεύουν στην τάξη, με ποιους έχουν να δώσουν αγώνες στο σπίτι. Η κάμερα της Σπετ θα βγει κι έξω από το σχολείο. Οσο ακούμε τη φωνή του Μπάκμαν να διδάσκει, θα γλιστρήσει έξω από τα παράθυρα στην κίνηση στους δρόμους. Στην έξοδο των εργοστασίων που σχολάνε οι γονείς. Στον γκρι βιομηχανικό ουρανό. Στα όρια μιας μικρής πόλης που δεν έχει χτιστεί για να στεγάσει το όραμα κανενός.

Πάντα όμως μπορεί να βρεθεί ένας, αρκετά τρελός. Κι αν είσαι τυχερός, θα τον έχεις καθηγητή σου. Πόλυ Λυκούργου

A Cop Movie 607

A Cop Movie του Αλόνσο Ρουιζπαλάσιος (Μεξικό)

Τρία χρόνια μετά το εξαιρετικό «Museo», ο Αλόνσο Ρουιζπαλάσιος, επιστρέφει στο διαγωνιστικό του Βερολίνου με μια ταινία που είναι εξίσου ευρηματική κι ανατρεπτική στο είδος της όσο εκείνη, ακόμη κι αν αυτή τη φορά είναι πολύ πιο δύσκολο να προσδιορίσεις το «είδος» στο οποίο ανήκει. Αυτή η «Αστυνομική Ταινία» ξεκινά μοιάζοντας με ντοκιμαντέρ αλλά εξαιρετικά σκηνοθετημένο και υπερβολικά στυλιζαρισμένο, τόσο που να πιστεύεις ότι οι αληθινοί αστυνομικοί που ακολουθεί, υποδύονται τους εαυτούς τους αναβιώνοντας στιγμές από την αστυνομική τους εμπειρία για χάρη της κάμερας.

Η Τερέζα κι ο Μοντόγια και οι δυο έγιναν αστυνομικοί ακολουθώντας τα βήματα μελών των οικογενειών τους, η πρώτη του πατέρα της ο οποίος όχι μόνο δεν ήθελε η κόρη του να γίνει αστυνομικός αλλά δεν πίστευε ότι μπορούσε επειδή ήταν γυναίκα κι ο δεύτερος του μεγαλύτερου αδελφού του. Στην διάρκεια των δύο πρώτων κεφαλαίων της ταινίας ο καθένας θα αφηγηθεί την ιστορία του στην κάμερα, στην διάρκεια του τρίτου θα ανακαλύψεις ότι μέσα από την κοινή τους πορεία στην αστυνομία, ερωτεύτηκαν κι έγιναν ζευγάρι.

Και κάπου εκεί το φιλμ θα μας αποκαλύψει πως η Τερέζα κι ο Μοντόγια που βλέπουμε στην οθόνη είναι δυο ηθοποιοί που πέρασαν από την αστυνομική ακαδημία και για μηνες υποδύονταν τους αστυνομικούς προκειμένου να αποκτήσουν μια πιο καθαρή ματιά στους ρόλους που καλούνταν να παίξουν, αυτούς των αληθινών αστυνομικών που υποδύονται και οι οποίοι στη συνέχεια θα κάνουν κι αυτή την εμφάνισή τους στην οθόνη. Παράλληλα, βλέπουμε πλάνα από τα βίντεο ημερολόγια που κρατούσαν οι δυο ηθοποιοί στην διάρκεια της προετοιμασίας τους και της εκπαίδευσής τους, κάτι που προσθέτει έξτρα επίπεδα στην meta φύση μιας ταινίας που αρέσκεται να μπλέκει τα όρια μεταξύ μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ κατασκευής και πραγματικότητας.

Η ιδέα και η τεχνική πλευρά της ταινίας είναι τουλάχιστον εκτυπωσιακή με την σκηνοθεσία να χτίζει μια θαυμάσια ατμόσφαιρα και ρυθμό, την φωτογραφία του Εμιλιάνο Βιλανουέβα να φωτίζει τους ήρωες και τους χώρους που κινούνται, τους δρόμους της πόλης του Μεξικού με ελκυστικό και φωτογενή τρόπο και την μουσική (που περιλαμβάνει από κομμάτια tropicalia έως πολλά μουσικά θέματα του Λάλο Σίφριν), να πηγαίνει συχνά κόντρα στο πιο σκοτεινό πνεύμα αυτών για τα οποία μιλά το φιλμ. Τα οποία ακόμη κι όταν αποσαφηνίζονται εντούτοις, δεν αποτελούν καμμιά σπουδαία αποκάλυψη, ούτε αποκτούν μεγαλύτερη βαρύτητα με τον τρόπο που το φιλμ τα αντιμετωπίζει. Η διαφθορά στην αστυνομία, ο τρόπος που λαμβάνει χώρα η εκπαίδευση, το κοινωνικό υπόβαθρο της πλειοψηφίας των αστυνομικών, η προβληματική δομή του εσωτερικού του συστήματος είναι πράγματα που δεν μοιάζουν ούτε ακριβώς σοκαριστικά ούτε κάτι που ακούμε για πρώτη φορά. Ναι το φιλμ του Ρουιζπαλάσιος μιλα για αυτά με έναν αναμφίβολα καινούριο τρόπο, αλλά δεν είμαστε σίγουροι ότι αυτό από μόνο του αρκεί.

Το 71ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου διεξάγεται σε δύο μέρη: από την 1η μέχρι και τις 5 Μαρτίου - μόνο για δημοσιογράφους και επαγγελματίες και από τις 9 έως τις 20 του Ιουνίου για το κοινό. Διαβάστε όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε για το Φεστιβάλ εδώ.

βερλιναλε