Η ταινία του Αλόνσο Ρουιζπαλάσιος ξεκινά όπως πιθανότατα ταιριάζει σε ένα φιλμ με τον τίτλο «Ληστείο στο Μουσείο», στο παρελθόν. Μέσα από αρχειακό υλικό, παρακολουθούμε την μεταφορά ενός τεράστιου μονολιθικού αγάλματος του θεού Τλαλόκ, από τον τόπο όπου βρισκόταν για αιώνες στο καινούριο ανθρωπολογικό μουσείου της πόλης του Μεξικό την είσοδο του οποίου θα διακοσμούσε το 1964. Δρόμοι χρειάστηκαν να ανοιχτούν, ένα ειδικό φορτηγό να κατασκευαστεί και καλώδια του ηλεκτρικού να κοπούν προκειμένου το άγαλμα του θεού να φτάσει στην καινούρια κατοικία του.
Κι από το κοντινό (και το πολύ πολύ μακρινό) παρελθόν, το φιλμ του Ρουιζπαλάσιος μας προσγειώνει στο 1985, παίρνοντας την αληθινή ιστορία της κλοπής 140 αμύθητης αξίας εκθεμάτων του μουσείου για να την μεταμορφώσει σε μια συναρπαστική, μελαγχολική, κωμωδία αγωνίας σχεδόν τόσο πλούσια σε «εκθέματα» όσο ένα μουσείο της ανθρώπινης πολυπλοκότητας.
Βασικός ήρωας είναι ο Χουάν κι ο φίλος του Γουίλσον ήδη τριαντάρηδες αλλά ακόμη φοιτητές κτηνιατρικής και τουλάχιστον ο Χουάν γόνος μιας καλοβαλμένης αστικής οικογένειας που όμως δεν μοιάζει ικανός να βρει τον δρόμο του, να κάνει το επόμενο βήμα.
Παραμονή Χριστουγέννων, ο Χουάν θα αρνηθεί να ακολουθήσει την οικογενειακή παράδοση και να φορέσει το κοστούμι του Αη Βασίλη, μεταποιημένο από το νούμερο του παππού του στο δικό του πολύ μικρότερο και μαζί με τον Γουίλσον, που θέλει να περάσει την βραδιά με τον άρρωστο πατέρα του, θα σπρώξουν μπροστά το μεγαλόπνοο σχέδιο που είχαν καταστρώσει για την παραμονή της πρωτοχρονιάς: θα μπουν στο μουσείο και δίχως κανείς να τους αντιληφθεί, θα κλέψουν μικρά σε μέγεθος μα αμύθητα σε αξία εκθέματα.
Και κάπως έτσι θα ξεκινήσει η περιπέτειά τους που θα τους βοηθήσει να αντιληφθούν ότι ακόμη κι αν έφεραν σε πέρας με ιδιαίτερη ευκολία μια εντυπωσιακή ληστεία, δεν παύουν να παραμένουν χαμένοι, αφού κανείς δεν πρόκειται να αγοράσει τόσο εύκολα αναγνωρίσιμα και διάσημα αρχαία. Και κάπως έτσι το ταξίδι τους προς τους υποψήφιους αγοραστές και μια εύκολη περιουσία θα γίνει γρήγορα μια διαδρομή αυτογνωσίας και μάλιστα με τον πιο επώδυνο τρόπο.
Ο Ρουιζπαλάσιος χτίζει την ταινία του πάνω σε μια σειρά από θεματικές με πιο προφανή -και εξαιρετικά αιχμηρή- αυτήν της ιστορικής και πολιτιστική κληρονομιάς και την σύλησή της μέσα στους αιώνες, αλλά κι άλλες μικρότερες σε μέγεθος μα όχι σε αντίκτυπο, όπως την φιλία, τις σχέσεις πατέρων και γιών, την ταξική ταυτότητα, τις διαδρομές της ενηλικίωσης.
Μα κυρίως χτίζει την από την αρχή ως το τέλος απολαυστική ταινία του πάνω σε υπέροχα δομημένες σκηνές και εικόνες, με την σεκάνς της κλοπής στο μουσείο να βρίσκει μια αξιοθαύμαστη ισορροπία ανάμεσα στην ελαφρότητα και την αγωνία. Κι ο τόνος του παραμένει πάντα γοητευτικά ακατάτακτος κωμικός αλλά και μελαγχολικός, συχνά σχεδόν σλάπστικ μα το επόμενο λεπτό συναισθηματικά σαρωτικός, δραματικός μα ποτέ μελοδραματικός, πάντα απρόβλεπτος.
Με την φωτογραφία να φλερτάρει με το ρετρό και ονειρικό κι ένα σωρό από μικρές ή μεγαλύτερες λεπτομέρειες να δίνουν στο φιλμ τον χαρακτήρα ενός πάτσγουορκ που θες να εξερευνήσεις σε λεπτομέρεια τα υλικά που το συνθέτουν, το «Museo» κάνει όπως λέει μια «ρέπλικα της αληθινής ιστορίας», μα την κάνει με τρόπο απόλυτα κινηματογραφικό, δείχνοντας την διαφορά ανάμεσα στην αλήθεια και το σινεμά και το πως το δεύτερο μπορεί να γίνει πολύ πιο αληθινό και πολύπλευρο σε σχέση με τα στεγνά και συχνά μονοδιάστατα γεγονότα.