Μέσα σε ένα μόλις χρόνο ο Τζέιμς Φράνκο βρέθηκε στα τρία μεγαλύτερα κινηματογραφικά φεστιβάλ του κόσμου: στο Βερολίνο με το «Interior, Leather Bar», στις Κάννες με τη διασκευή στο μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Φόκνερ «As I Lay Dying» και τώρα στη Βενετία - στο διαγωνιστικό πρόγραμμα - με το «Child of God», βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Κόρμακ ΜακΚάρθι.
Εχοντας βαρεθεί να ασχολούμαστε με τα όσα άπειρα πράγματα κάνει ο Φράνκο στον (πολύ) ελεύθερο χρόνο του, έχει ωστόσο ενδιαφέρον να κρίνει κανείς τη σκηνοθετική του καριέρα, αφού από τη βιογραφία του Σαλ Μινέο στο «Sal», την ιστορία της ζωής του Χάρι Κρέιν στο «Broken Tower», στα κομμένα λεπτά του «Ψωνιστηριού» που εμπνεύστηκε στο «Interior, Leather Bar» και στις δύο βαρβάτες λογοτεχνικές μεταφορές που τον έφεραν στις Κάννες και στη Βενετία, σε όλες τις ταινίες του Τζέιμς Φράνκο υπάρχει κάτι κοινό: ένας δημιουργός που δείχνει να είναι πορωμένος με αυτό που κάνει, αλλά όχι με τη στοιχειώδη ωριμότητα, υπομονή και ταλέντο για να εμφυσήσει στις ταινίες του κάποια... αλήθεια.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το «Child of God» - μια τολμηρή διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Κόρμακ ΜακΚάρθι, γραμμένου ιδιότροπα με πρόζα, αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο χωρίς συγκεκριμένο αφηγητή και χωρίς εισαγωγικά - είναι η καλύτερη του ταινία ως σκηνοθέτης, η πιο ολοκληρωμένη, αυτή με τις λιγότερες «ψαγμένες» ιδέες και σχετικά η πιο προσωπική.
Η ιστορία της είναι απλή, αφού αφηγείται την ιστορία του Λέστερ Μπάλαρντ, ενός outcast, εγκαταλελειμμένου και κυνηγημένου από όλους, λίγο παρανοϊκού, βίαιου και σχεδόν ερημίτη που προσπαθεί να επιβιώσει στο Τενεσί της δεκαετίας του '60.
Χωρισμένο σε τρία κεφάλαια - όπως και στο βιβλίο - το «Child of God» είναι κολημμένο πάνω στον ήρωα του, καθώς τον παρακολουθεί να γίνεται ο αποδιοπομπαίος τράγος μιας ολόκληρης κοινωνίας, ένα ζώο στις έρημες εκτάσεις της Αμερικής, ένας άνθρωπος τελείως χαμένος που δεν ξέρει τι θα πει κανονικότητα, αγάπη, σεξ, καταδικασμένος να χρησιμοποιεί τη βία ως μοναδική διέξοδο αντίδρασης στην απομονώση του.
Με πρωτοφανή ρεαλισμό, άγριες σκηνές ωμότητας (και δεν εννοούμε μόνο την αφόδευση του ήρωα on camera ή το σεξ με μια νεκρή κοπέλα...), πιστός στο ζοφερό σύμπαν του ΜακΚάρθι, με αυθεντική αναπαράσταση της εποχής και μια διαρκή αίσθηση πως για μερικούς ανθρώπους σε αυτή τη ζωή δεν υπάρχει έξοδος κινδύνου, ο Φράνκο είναι αυθόρμητος, το ίδιο ωμός με τον ήρωά του, αλλά και ο μοναδικός συνοδοιπόρος του σε ένα ταξίδι από τη ζωή στο θάνατο και ξανά στη ζωή.
To γιατί όλα τα παραπάνω δεν κάνουν όμως μια καλή - παρά μόνο αρκετά ενδιαφέρουσα - ταινία, είναι κάτι που νιώθεις να διατρέχει ολόκληρη το φιλμ και αυτό είναι η αδυναμία του Φράνκο να κάνει τον θεατή να ακολουθήσει τον Λέστερ στο βασανιστικό ταξίδι του, η «αλήθεια» που λέγαμε παραπάνω πως λείπει από τις ταινίες του.
Δεν βοηθάει και η υπερβολική ερμηνεία του ηθοποιού και θεατρικού συγγραφέα Σκοτ Χέιζ, ο οποίος μπορεί να απομονώθηκε τέσσερις μήνες πριν να ξεκίνησει το γύρισμα στις σπηλιές του Τενεσί προκειμένου να προετοιμαστεί κατάλληλα, αλλά δείχνει να μην γνωρίζει ακριβώς τον ήρωα του, τουλάχιστον περισσότερο απ' όσο τον γνωρίζουμε και εμείς.
Το μόνο, όμως, που μοιάζει να ενδιαφέρει τον Φράνκο είναι η παρατήρηση, η διαρκής αγωνία για την επόμενη άγρια παραδοξότητα που θα κάνει τον θεατή να αναρωτηθεί για την ανθρώπινη εξαθλίωση και η ολοκλήρωση τελικά ενός σύμπαντος που δεν καταφέρνει να γίνει ποτέ η μεγάλη ταινία για την ανθρώπινη μοναξιά που θα μπορούσε να είναι.
Και αν είμαστε έτοιμοι να πάρουμε πίσω όσα (κακά) πιστεύουμε για τον Τζέιμς Φράνκο και (τουλάχιστον) τη σκηνοθετική του καριέρα, αυτό σίγουρα δεν τον κάνει ακόμη έναν σκηνοθέτη που ανυπομονούμε για την επόμενη ταινία του. Αν και είμαστε σίγουροι πως με τον τρόπο που τρέχει - πιο γρήγορα από το (όποιο) ταλέντο του - αυτή είναι έτοιμη...