Η Χάνα δεν είναι ένα συνηθισμένο κορίτσι. Μεγαλωμένη από τον πατέρα της, πρώην υπάλληλο της CIA, στην άγρια φύση της Φινλανδίας, έχει το σθένος, την αντοχή και τα οξυμένα ένστικτα ενός στρατιώτη. Η ανατροφή της και η εκπαίδευσή της είχαν ένα και μόνο σκοπό: να γίνει η καλύτερη δολοφόνος. Οταν είναι έτοιμη θα βγει στον κόσμο, σε μια αποστολή που θα τη φέρει αντιμέτωπη όχι μόνο με επικίνδυνους αντιπάλους και την αδίστακτη γυναίκα που ενορχηστρώνει τη δράση τους, αλλά κυρίως με την αλήθεια για τον ίδιο της τον εαυτό.
Από την εφηβική ηλικία της ηρωίδας του, μέχρι τον πρότερο σκηνοθετικό βίο του ανθρώπου που την υπογράφει, τίποτα δεν είναι τυπικό μιας συνηθισμένης κινηματογραφικής περιπέτειας στη «Hanna» του Τζο Ράιτ. Ο σκηνοθέτης της «Περηφάνιας και Προκατάληψης», της «Εξιλέωσης» και του (αποτυχημένου) «Σολίστα» δεν μοιάζει η πιο προφανής επιλογή για μια ταινία με ηρωίδα μια teenager εκπαιδευμένη δολοφόνο σε αποστολή βαθιά προσωπική. Ακριβώς γι αυτό κατορθώνει να εμφυσήσει στην ενδιαφέρουσα -αν και σε σημεία τόσο υπερβολική που σχεδόν γκρεμίζει την κινηματογραφική σύμβαση- ιστορία του, μια ματιά και μια ιδιαίτερη αίσθηση του ρυθμού που καθιστά το φιλμ, από τα πρώτα κιόλας πλάνα, ξεχωριστό.
Η «Hanna» κυλά με τη ράθυμη αβεβαιότητα ενός παραμυθιού, αφήνοντάς μας μόνο να οσμιστούμε την αληθινή φύση των ηρώων της, αλλά ξέρει πότε να επιταχύνει με ακρίβεια που συχνά μοιάζει τόσο αξιοθαύμαστη, όσο οι πολεμικές ικανότητες ή η γλωσομάθεια της έφηβης ηρωίδας. Οι σκηνές της δράσης, επενδυμένες με την -κατά στιγμές ενοχλητική- μουσική των Chemical Brothers, δεν έχουν τίποτα από την καρτούν, ποπ βία ενός ανάλογου χολιγουντιανού προϊόντος. Ισως έχει να κάνει με την απόκοσμη παρουσία της Σίρσα Ρόναν, ένα κορίτσι που μοιάζει σαν αλλόκοτο ξωτικό από τον κόσμο των δασών όπου μεγάλωσε η ηρωίδα της. Ισως πάλι με τη στρεβλωμένη ηθική των ηρώων του, ή τον τρόπο που τους σκιαγραφεί, ως μικρά αξιοπερίεργα, που κινούνται από τον πόλο του κωμικού ως το πεδίο της τραγωδίας.
Κι επειδή κανένα παραμύθι δεν θα ήταν πετυχημένο δίχως την κακή του μάγισσα, αυτό εδώ, τη βρίσκει στο πρόσωπο της Κέιτ Μπλάνσετ που υποδύεται την πράκτορα της CIA Μαρίσα Βίγκλερ σαν μια γυναίκα που έχει τα πάντα εκτός από καρδιά. Δυστυχώς, όπως και η ηρωίδα της, έτσι και η ταινία επενδύει περισσότερο στην εξυπνάδα και την προνοητικότητα, ξεχνώντας στην πορεία να δώσει στον θεατή κάτι να κρατηθεί, σε ένα περισσότερο συναισθηματικό και λιγότερο κινηματογραφικό επίπεδο.
Ετσι ακόμη κι αν αναγνωρίζεις τη σωστή χρήση του ταλέντου, της ευφυίας, των χρημάτων, δύσκολα μπορείς να απολαύσεις το φιλμ ως κάτι περισσότερο από μια εξαιρετικά φιλόδοξη και αρκούντως πετυχημένη άσκηση ύφους. Ή σαν ένα κινηματογραφικό γενετικό πείραμα, που θέλει να κάνει το arthouse σινεμά πιο ανταγωνιστικό, δυνατό, αποτελεσματικό, προσθέτοντας στο DNA του, υλικό από τον κώδικα των action films.