Το 1848 δυο πλοία του βρετανικού βασιλικού στόλου ξεκίνησαν ένα ταξίδι τόσο φιλόδοξο, όσο και παράλογο, με στόχο ν’ ανακαλύψουν το «Βορειοδυτικό Πέρασμα», τη διαδρομή από την Ευρώπη προς την Αμερική, μέσω της Αρκτικής, που θα συντόμευε τις διαδρομές των εμπορικών πλοίων. Τα ονόματά τους, λες και προκαθόριζαν τη μοίρα τους: ήταν ο Τρόμος και το Ερεβος. Η ιστορία είναι πραγματική (για την ακρίβεια, τα δυο κουφάρια των πλοίων ανακαλύφθηκαν στο βυθό του ωκεανού μόλις το 2014), οι ήρωες αληθινοί, όπως και το (προκαθορισμένο, σχεδόν), τέλος τους στον κατάλευκο, συμπαγή πάγο. Αυτό που δεν έγινε ποτέ γνωστό, είναι το πώς οι περίπου 150 άνδρες του πληρώματος πέθαναν και, ακόμα περισσότερο, πώς έζησαν τα χρόνια που αναγκάστηκαν να περάσουν εκεί, τόσο απομονωμένοι που οι συνθήκες ζωής τους υπερβαίνουν τη σημασία της λέξης.
Διαβάστε ακόμη: Οι καλύτερες νέες τηλεοπτικές σειρές του 2018 (ως τώρα)
Αυτή η πραγματική και γεμάτη κενά, απορίες και υποθέσεις, ιστορία, έγινε μυθιστόρημα το 2007 από τον Νταν Σίμονς, ο οποίος συμπληρώνει όσα καλύπτει το μυστήριο με δικές του, συναρπαστικές εικασίες, βασισμένες, ωστόσο, σε πιθανά ενδεχόμενα, ευρήματα και σε μαρτυρίες των Ινουίτ. Το βιβλίο του Σίμονς διασκεύασε σε σειρά 10 ωριαίων επεισοδίων ο Ρίντλεϊ Σκοτ ως παραγωγός, με showrunner τον Ντέιβιντ Καζγκάνιτς, με τελευταία πονήματα τα σενάρια του «A Bigger Splash», αλλά και της «Suspiria» για τον Λούκα Γκουαντανίνο.
Κι εδώ σταματούν τα δεδομένα, γιατί το «The Terror» είναι μια σειρά που δεν παίρνει τίποτε ως δεδομένα, πέρα από τον θάνατο. Μια σειρά τρόμου μεν, με την έννοια της αγωνίας, της βίας, του σπλάτερ (όχι για λιγόψυχους, τα τεμαχισμένα κορμιά, η αγριότητα και η σήψη δεν έχουν τελειωμό), αλλά πολύ περισσότερο με την έννοια της απύθμενης υπαρξιακής φρίκης για το σημείο στο οποίο μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος αγωνιζόμενος με απόγνωση για να ζήσει, εγκαταλείποντας σταδιακά κάθε στοιχείο που κάνει τη φύση του ανθρώπινη.
Διαβάστε ακόμη: Μόνο ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς... διασώζεται τελικά από το «Patrick Melrose»
Η σουρεαλιστική εικόνα δυο καραβιών καρφωμένων στον συμπαγή πάγο της Αρκτικής, βεβαιώνει από την αρχή ότι αυτή εδώ η ιστορία δεν θα κινηθεί στη σφαίρα της λογικής. Για την ακρίβεια, δεν θα κινηθεί σχεδόν καθόλου κι οι άνδρες του Τρόμου και του Ερέβους θα έρθουν γρήγορα αντιμέτωποι με μια επιπλέον απειλή, μεταφυσική αυτή τη φορά, την υποψία ενός τρομερού πλάσματος που τους καταδιώκει, που είτε είναι πραγματικό, είτε αποτέλεσμα ομαδικής παραίσθησης, είναι ικανό να κόψει ένα (πολλά) σώμα στα δύο και να βάψει τον πάγο βαθύ κόκκινο.
Οι αναφορές στην «Κάθοδο των Μυρίων» που, άλλωστε, δηλώνονται και στο σενάριο, είναι ανατριχιαστικά εμφανείς. Οι άνδρες θα ζήσουν μαζί, με αριθμό που ελαττώνεται αδιάκοπα, βλέποντας τις ισορροπίες μεταξύ τους ν’ αλλάζουν μοιραία, βυθιζόμενοι στο άγνωστο, σε μια ανεξάντλητη τιμωρία, σε εντάσεις ταξικές, ρατσιστικές, κοινωνικές. Ακόμα και τα τακτικά flash backs, εκείνα που, από τη μια πλευρά, προσφέρουν «πολιτισμένο» και χρωματιστό διάλειμμα στο λευκό της εγκατάλειψης κι από την άλλη προσθέτουν σταδιακά background στην ιστορία, είναι ποτισμένα από την κοινωνική προκατάληψη, αλλά κι από τις αποδείξεις ενός σχεδίου που καταστρώθηκε παράτολμα, μόνο για το οικονομικό κέρδος, συνιστώντας, έτσι, μια ύβρη που «οφείλει» να τιμωρηθεί.
Μπορεί το τέλος των ηρώων να είναι περίπου προκαθορισμένο, αλλά το «The Terror» ασχολείται με τη διαδρομή τους ως αυτό. Ναι, είναι μια σειρά στην οποία παρακολουθείς πώς θα πεθάνουν άνδρες που γνωρίζεις ότι θα πεθάνουν (χωρίς αυτό ν’ αποκλείει μια-δυο απρόσμενες κι αμφίβολες εκπλήξεις στο φινάλε). Το καθένα από τα 10 επεισόδια κινείται γύρω από μια «αποστολή», μια ιδέα που μπορεί να βοηθήσει στην επιβίωσή τους. Και κινείται αργά, για να τεντώσει σκόπιμα τις αντοχές σου, όπως και των ηρώων – υποψιάζεσαι τη φρίκη που θ' ακολουθήσει, αλλά δεν μπορείς να σταματήσεις να βλέπεις. Οχι μόνο επειδή οι ήρωες, κεντρικοί και περιφερειακοί, είναι συναρπαστικά γραμμένοι ως χαρακτήρες, αλλά και γιατί τα αρχικά ένστικτα και ο σταδιακός τους εκφυλισμός, είναι τρομακτικά γνώριμα.
Με τη φωτογραφία του Γερμανού Φλόριαν Χόφμαϊστερ, βετεράνου της τηλεόρασης τον οποίο, όμως, για παράδειγμα, εμπιστεύτηκε ο Τέρενς Ντέιβις στο «Βαθύ Μπλε του Ερωτα», το αρκτικό σύμπαν του «The Terror» μόνο απορροφά, ποτέ δεν αντανακλά, το χρώμα. Τα πάντα ντύνονται στο γκρι, το μαύρο, το λευκό τόσο βαθύ σαν μαύρο κι αυτό, με διαφορετικά επίπεδα θαμπάδας, ανάλογα με την ομίχλη και το στάδιο στο οποίο βρίσκεται το Πολικό Σέλας.
Ο Μάρκους Φιέλστρομ, ο πειραματικός μουσικός που πέθανε τον περασμένο Σεπτέμβριο – και στον οποίο, μάλιστα, αφιερώνεται το επεισόδιο του φινάλε – ντύνει ιδανικά κι απόκοσμα τη σειρά, σχηματίζοντας ένα ηχητικό τοπίο, μέσα στο οποίο το πλήρωμα σταδιακά βλέπει να εκπνέουν όλες του οι πίστεις, στον Θεό, τη Βασίλισσα, την ιεραρχία, την τροφή, την πυξίδα, την ιατρική, τη λογική.
Η φρίκη στο «The Terror» έχει διπλή όψη: είναι αυτή της σάρκας που σαπίζει σταδιακά, ενός κρανίου που παραμένει για μήνες ανοιχτό, του καρναβαλιού που διοργανώνουν τα καράβια στη μέση του πουθενά για να τους ανεβάσει το ηθικό και που θα έχει, φυσικά, γκροτέσκα εξέλιξη («ένοιωσα ευδαιμονία που μύριζα ψημένο κρέας και τρόμο γιατί ήξερα τι ήταν και πάλι μου έτρεχαν τα σάλια»). Αλλά είναι κι αυτή των ανθρώπων που παλεύουν να κρατήσουν τα προσχήματα της πολιτισμένης συμπεριφοράς, ενώ νιώθουν, απελπισμένα, ότι θα χρειαστεί να την εγκαταλείψουν μπροστά στην ανάγκη της εξουσίας και της επιβίωσης.
Πάνω και πέρα απ’ όλα, ωστόσο, το «The Terror» έχει το συγκλονιστικότερο καστ που έχουμε δει εδώ και καιρό. Στους «πρωταγωνιστές», αν και η κατάταξη αλλάζει διαρκώς με την εξέλιξη της πλοκής, συναντάμε τον Σίραν Χάιντς (ο Πρώτος Καπετάνιος Τζον Φράνκλιν), με μια σαρωτική επιμονή οπτιμισμού και τον Τζάρεντ Χάρις (ο Δεύτερος Καπετάνιος Φράνσις Κρόζιερ), σ’ έναν τεράστιο ρόλο που, επιτέλους, ταιριάζει στο ταλέντο και το αυλακωμένο πρόσωπό του, στην ερμηνεία του ανθρώπου του τόσο ηττημένου από τη ζωή που βρίσκει τη δύναμη ν’ αναζητήσει το «απώτερο». Τον Τομπάιας Μένζις (το πρωτοπαλίκαρο Τζέιμς Φιτστζέιμς) με τη σπαρακτική ανάγκη επιβεβαίωσης, τον Ιαν Χαρτ (τον κυνικό Τόμας Μπλάνκι), με το πεισματικό χαμόγελο του βετεράνου, τον καθηλωτικά πρόθυμο και στοχαστικό Γιατρό Γκούντσερ του εκπληκτικού Πολ Ρέντι, την αποκάλυψη του Ανταμ Ναγκέιτις με το σπινθιροβόλο, διψασμένο, παρανοϊκό βλέμμα του μούτσου Κορνίλιους Χίκεϊ. Και μαζί μια δεκάδα σπουδαίων δευτεραγωνιστών που χαίρεσαι που ξανασυναντάς μετά από άλλες αγαπημένες τηλεοπτικές σειρές, αν και θέλεις να τους πεις, «λυπάμαι που βρισκόμαστε σε τέτοιες συνθήκες».
Το «The Terror» είναι μια σειρά που σου μαυρίζει την ψυχή και τη συνείδηση, αλλά τόσο καλά φτιαγμένη που, με την καρδιά βαριά, σπρώχνεις τον εαυτό σου να δει κι άλλο ένα επεισόδιο, κι άλλο ένα, γιατί πρέπει να νιώσεις την κάθαρση, ή να δεις πόσο χαμηλά μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος που ξέρει ότι θα πεθάνει. Είναι μια σειρά για την τραγική αδυναμία του ανθρώπινου σώματος και του μυαλού, για την προσβολή στη φύση, εκείνη που μπορεί, με μια της κίνηση, να σβήσει το αποτύπωμά σου για πάντα. Για την πλεονεξία του δυτικού πολιτισμού και το κόστος της. Και για όσους δεχτούν τη σύμβαση ότι θα υποφέρουν, αλλά θα αποζημιωθούν: κι αυτό αναφέρεται στους θεατές κι όχι στους ήρωες του «The Terror».
Διαβάστε ακόμη: