Στην σκηνή που κλείνει το πρώτο επεισόδιο της νέας σειράς του Showtime, ο Βίκτορ Φρανκενστάιν έρχεται αντιμέτωπος με το τέρας που δημιούργησε. Ομως τίποτα στο σκηνικό αυτό δεν είναι ακριβώς συνηθισμένο. Λίγες στιγμές νωρίτερα, η κάμερα τον ακολουθεί καθώς σκύβει μπροστά από το κρεβάτι της δημιουργίας (και του πόνου). Το τέρας, κοιμισμένο ακόμα, χάνεται από το οπτικό μας πεδίο, δύο φορές. Ξέρουμε πως θα ακολουθήσει κάποιο μεγάλο «μπου!» όμως αυτό δεν έρχεται. Ο Βίκτορ σηκώνεται και το πλάσμα είναι ακόμα εκεί.
Οταν αρχίζει να τρεμοπαίζει το φως, τότε ξέρουμε πως ήρθε η ώρα να συμβεί αυτό που είναι να συμβεί. Το τέρας ξυπνά, χαμένο από το οπτικό μας πεδίο (και του δημιουργού του) μέσα στο σκοτάδι. Ο Φρανκενστάιν το αναζητά φοβισμένος, κι εμείς ήδη αναγνωρίζουμε το σκηνικό από μια εκ χιλιάδων ταινιών τρόμου. Είμαστε έτοιμοι για το τίναγμα, για το όρμηγμα μες στο σκοτάδι, για τον τρόμο και, πιθανώς, το θάνατο. Αντ’αυτού, όταν αντικρύζουμε το τέρας, είναι από μακρυά, μια μικρή αχτίδα φωτός από το κερί μες στο υγρό σκοτάδι του υπογείου. Το τέρας όμως δεν απειλεί. Είναι στη γωνία, σχεδόν κουλουριασμένο στον τοίχο, ανάμεσα σε απόγνωση και πανικό. Δεν ξέρει τι είναι, γιατί είναι εκεί. Κοιτάζει τον ‘πατέρα’ του και ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλό του. Τίτλοι τέλους.
Είναι μια απίστευτη σκηνή κλεισίματος του επεισοδίου γνωριμίας, στη διάρκεια του οποίου κατά κύριο λόγο παρακολουθούμε δύο χαρακτήρες να μας εισάγουν στον κόσμο της σειράς και να αρχίζουν το σχηματισμό μιας ιδιότυπης κλίκας κυνηγών τεράτων.
Ηγέτης είναι ο Σερ Μάλκολμ Μάρεϊ (Τίμοθι Ντάλτον, θυμωμένος και με φλόγες να βγαίνουν από τα μάτια του), ο οποίος μαζί με τη μυστηριώδη Βανέσα Αϊβς αρχίζουν να μαζεύουν κόσμο, με απώτερο σκοπό να βρει ο Μάρεϊ την κόρη του, την οποία έχει βουτήξει ο Δράκουλας. Την Αϊβς παίζει η Εβα Γκριν, η οποία είναι μια από εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις ηθοποιών που πάντα αξίζει να βλέπεις οτιδήποτε κάνουν, είναι σαν το μπέικον στο φαγητό ή σαν τα cowbells στα remix τραγουδιών: Πάντα κάνουν το αποτέλεσμα καλύτερο. Η Γκριν κατάφερε να με κάνει να ενδιαφερθώ για το σίκουελ των «300», καταλαβαίνει κανείς τι θα συμβαίνει με μια απόκοσμη σειρά όπου παίζει μια ‘αινιγματική ηρωίδα’ με ασαφείς μεταφυσικές διασυνδέσεις.
Η μεγάλη της στιγμή είναι στο δεύτερο επεισόδιο, σε μια εκτεταμένη σεκάνς σεάνς (πες το γρήγορα δέκα φορές) όπου μετατρέπει τον εαυτό της σε δοχείο ερμηνευτικού δαιμονισμού, παρακολουθείς με ανοιχτό το στόμα κάτι τόσο απόκοσμο, camp, καθηλωτικό, τρομακτικό, αστείο, που δεν έχεις ιδέα πώς να αντιδράσεις. Γελάς και ανατριχιάζεις ταυτόχρονα, τρομάζεις και γουρλώνεις τα μάτια, είναι ένα διαφυγόν βραβείο Οσκαρ για ταινία του Εντ Γουντ. Τα όρια ανάμεσα στο καλό, το κακό, το αστείο, το σοβαρό, καταρρίπτονται. Είναι σα μια μικρογραφία ολόκληρης της σειράς, στην πραγματικότητα.
Ο πιλότος, και ακολούθως η σειρά, χρωστά το ύφος και τον τόνο της στον Χουάν Αντόνιο Μπαγιόνα του «Ορφανοτροφείου», ενός όχι τρομερά πρωτότυπου, πάντως υποβλητικού και πολύ όμορφου δείγματος ισπανικού τρόμου προ λίγων ετών. Ο Μπαγιόνα κάνει τρομερά στιβαρή δουλειά κατευθύνοντας την οπτική πλευρά των πραγμάτων στη σειρά του Showtime, καταφέρνοντας να πιάσει στιγμές με την ίδια ένταση, είτε ο τρόμος είναι προφανής, είτε κυριαρχεί το gore και η αηδία, είτε θέλει να εστιάσει στην εξωτερίκευση κάποιας εσωτερικής έντασης- από το κλάμα του τέρατος μέχρι τη σεάνς της Αϊβς.
Δημιουργός και σεναριογράφος όλης της πρώτης σεζόν, ο φανταστικός Τζον Λόγκαν, ειδικός στην εναλλακτική ανάγνωση εμβληματικών αφηγηματικών ηρώων. Ο Λόγκαν έχει κάνει εκπληκτική δουλειά (ανα)δημιουργώντας ήρωες-σύμβολα, από τον υπερήρωα-πριν-την-ώρα-του Μάξιμο του «Μονομάχου» μέχρι τον Χάουαρντ Χιουζ του «Aviator» κι από τον Τζέιμς Μποντ που ένωσε το παρελθόν με το μέλλον του εκπληκτικού «Skyfall» μέχρι… τον Ζορζ Μελιές του «Hugo». Δεν είναι λίγο να μπορείς να κοιτάς το παρελθόν με τρόπο διαφορετικό από ό,τι οι υπόλοιποι. Πάντως με τους διάσημους λογοτεχνικούς ήρωες που φέρνει μαζί στο «Penny Dreadful», αυτό (ξανά) καταφέρνει.
Πρέπει κανείς να αναρωτήθηκε παρακολουθώντας το «Penny Dreadful», αν αυτός είναι ο τρόπος να κάνεις κάτι που στο χαρτί μοιάζει χιλιοειπωμένο, να φαίνεται ως συναρπαστικό και διαφορετικό. Η ιδέα της ομάδας κυνηγών τεράτων, του αφηγηματικού mash-up μισής και βάλε ντουζίνας τρομο-χαρακτήρων του public domain, δεν είναι κάτι καινούριο. (Αλλά, άνθρωποι που ευθύνεστε για το τερατώδες κινηματογραφικό «League of Extraordinary Gentlemen», βλέπετε; Δεν ήταν και τόσο δύσκολο.) Την ιστορία του Φρανκενστάιν την έχουμε δει σε παραλλαγές από την πλευρά του τέρατος, του δημιουργού, του outsider, έχουμε δει τον χαρακτήρα ως καλό, ως κακό, ως τέρας, ως θύμα.
Ομως βλέπεις μια απλή σκηνή στο «Penny Dreadful» και νιώθεις πως ο Τζον Λόγκαν έχει κάτι φρέσκο να δώσει. Αντίστοιχη η προσέγγισή του σε όλους τους γνωστούς χαρακτήρες. Την ιστορία της Μίνα Χάρκερ. Τον Ντόριαν Γκρέι. Το βικτωριανό Λονδίνο. Τα πνεύματα που καλούν. Ολα συνδέονται με τρόπους που βάζουν μπροστά τους χαρακτήρας πρώτα και κύρια ως τέτοιους, παρά ως ήδη αναγνωρισμένα brand names: Η σειρά δεν παίζει με την ιδέα πως ‘θα ξαναπούμε την ιστορία του Βίκτορ Φρανκενστάιν με 1-2 εξυπνακίστικα spins’, παρά σου συστήνει έναν νέο, ηθικά διχασμένο ήρωα που, απελευθερωμένος από τις συμβάσεις της σκέψης, αναζητά την αλήθεια του πέρα από τα θνητά όρια που βλέπουμε εμείς γύρω μας. Και μετά σου λέει, “by the way, αυτός είναι ο Βίκτορ. Μάλλον τον ξέρεις.” Και τώρα, θα τον μάθεις ξανά.
Penny dreadfuls ήταν κάτι φτηνές εκδόσεις του 19ου αιώνα στην Αγγλία, κόστιζαν αρχικά 1p., και δημοσίευαν φτηνιάρικες ιστορίες τρόμου και μυστηρίου σε συνέχειες, τυπωμένες σε κιτρινισμένο, χαμηλής ποιότητας χαρτί. Η ονομασία της σειράς φέρνει στο νου κάτι αντίστοιχο με το «Pulp Fiction» λοιπόν, αναγνώριση από έναν δημιουργό πως αυτό που πρόκειται να μας παρουσιάσει είναι μια σύγχρονη, σαφώς αρτιότερης παραγωγής, εκδοχή αυτών των φτηνών ιστοριών που πιθανώς κάποτε ενέπνευσαν αυτόν καθώς και γενιές συν-θεατών και -αναγνωστών.
Το «Penny Dreadful» δεν επαναστατεί αντίστοιχα με τη φόρμα, αλλά μοιάζει εξίσου απενοχοποιημένο απέναντι στο υλικό προέλευσής του. Ενα ολόκληρο καστ, με μπροστάρηδες βεβαίως τους Ντάλτον και Γκριν, μοιάζει απίστευτα αφοσιωμένο στην ενσάρκωση αυτών των ηρώων που πρώτα απ’όλα, πριν το όποιο shock value τους, κουβαλάνε κενά και τραύματα μέσα τους, αρκετά ώστε να θες να τους δεις είτε να πετυχαίνουν, είτε να αποτυγχάνουν μεγαλειωδώς και εντίμως. Ο Λόγκαν έχει μια πολύ συγκεκριμένη ιδέα μες στο μυαλό του ως προς το τι είναι το κάθε τέρας που χρησιμοποιεί, αναγνωρίζει τη βαρύτητά του και φέρνει νέες ιδέες στο τραπέζι για τη σημασία του.
Σε ένα επεισόδιο προς το μέσον πλέον της σεζόν, το τέρας του Φρανκενστάιν (ένα τέρας, έστω) ξεφεύγει από τη μοίρα στην οποία έχει περιπέσει ύστερα από την εγκατάλειψη του θεού/πατέρα/δημιουργού, κάνοντας ό,τι κάθε γιος θα έκανε έχοντας μείνει μόνος: Αναζητά την αντίθετη κατεύθυνση. Γεννημένος μες στη βία, με προδιάθεση προς το έγκλημα, το τέρας μαγεύεται από το θέατρο, από τους ηθοποιούς που κάθε βράδυ πεθαίνουν επί σκηνής και γεννιούνται ξανά για να επαναλάβουν το ρόλο τους την επόμενη νύχτα, σε έναν κύκλο θεατρικότητας της ζωής που μιλάει βαθιά στην ψυχή του πλάσματος. Βρίσκει διέξοδο διαβάζοντας, μαθαίνοντας, αναζητώντας την ευαισθησία στην τέχνη, μαζί με την απάντηση στο μεγάλο Γιατί.
Η δράση είναι ικανοποιητική, τα χρώματα κάνουν κάθε πλάνο να μοιάζει με πίνακες, οι ερμηνείες διαλύουν τα όρια μεταξύ σοβαρού και camp (δεν αναφερθήκαμε στον αγνώριστο Τζος Χάρτνετ αλλά κι αυτός εξαιρετικός), τα τέρατα (και τα ‘Τέρατα’) μοιάζουν με πειστικές, υπαρκτές οντότητες, η ένταση (σεξουαλική και μη) διαπερνά τα τεκταινόμενα σε κάθε σχεδόν σκηνή, η αγωνία είναι διάχυτη, η Μυστηριώδης Κυρία Αϊβς είναι από μόνη της ένας μαγνήτης τηλεθέασης, όμως εν τέλει όλα αρχίζουν και τελειώνουν στο πώς το «Penny Dreadful» καταφέρνει να κοιτά παλιές ιδέες και ονόματα, από διαφορετικές γωνίες.
Ξεκίνησα να το βλέπω με την προδιάθεση της καλοφτιαγμένης τρασίλας, αλλά πολύ σύντομα διαπίστωσα πως ήταν κάτι διαφορετικό. Δεν είναι τα penny dreadfuls του πατέρα μας-- αλλά θα είχε θέση σε αυτά. Γι’αυτό και είναι τόσο απολαυστικό.
Διαβάστε ακόμα: