Τίποτα δεν είναι όπως το ξέρετε σε αυτή τη λογοτεχνική μεταφορά, που δεν μυρίζει ναφθαλίνη και πούδρα, αλλά χώμα και σάρκα. Ολα μοιάζουν διαφορετικά, αλλά όλα είναι χωρίς αμφιβολία πετυχημένα.
Ακόμη και το γεγονός ότι τον Χίθκλιφ στα «Ανεμοδαρμένα Υψη» της Αντρεα Αρνολντ τον υποδύεται ένας (η καλύτερα δύο, σε διαφορετικές περιόδους της ζωής του), μαύρος ηθοποιός, μοιάζει εδώ φυσιολογικό κι ούτε για μια στιγμή σαν εξυπνακίστικος νεωτερισμός, όπως το να φοράς σύγχρονα κοστούμια σε μια αρχαία τραγωδία.
Το ίδιο ταιριαστό, αν και απόλυτα καινούριο είναι όλο το ύφος της ταινίας, που δεν υπακούει σε καμιά λογική και καμιά ευαισθησία που μάστιζε μέχρι τώρα τις μεταφορές των έργων των αδελφών Μπροντέ (κι όχι μόνο) στην οθόνη.
Η ματιά της Αρνολντ δεν είναι αυτού του παρατηρητή μιας άλλης εποχής, δεν ενδιαφέρεται να καταγράψει την ηθική και τους τρόπους, πάει κατευθείαν για την καρωτίδα, μιλά για τα ένστικτα, την επιθυμία, την σκληρότητα, τα πάθη.
Βλέποντας το φιλμ νιώθεις τον αέρα να σου μαστιγώνει το πρόσωπο, μουσκεύεις από την υγρασία της χειμωνιάτικης εξοχής, μυρίζεις τα σώματα των ηρώων, νιώθεις να λερώνεσαι όταν τσαλαβουτούν στις λάσπες.
Το σπάσιμο της φόρμας είναι απόλυτο, είναι σαν να βλέπεις την κάμερα του «Red Road» ή του «Fish Tank» να βρίσκεται ξαφνικά εκτός τόπου και χρόνου, όμως το αποτέλεσμα είναι συναρπαστικό.
Αφαιρώντας διαλόγους, μουσική, τεχνάσματα, δίνοντας στην φύση ρόλο πρωταγωνιστή, κινηματογραφώντας από απόσταση αναπνοής, έντομα, ζώα, ηθοποιούς, βράχια, δέντρα, με το ίδιο ενδιαφέρον, το φιλμ μεγεθύνει την ένταση των όσων παρακολουθείς σε βοηθά να τα βιώσεις κι όχι απλά να τα κοιτάζεις.
Κι αν στην ουσία, το φιλμ κινηματογραφεί μόνο το πρώτο μισό του βιβλίου, τίποτα δεν μοιάζει να λείπει, αφού αυτή όλη η διαδρομή της σχέσης του Χίθκλιφ με την Κάθριν έχει ολοκληρωθεί με τρόπο όσο έντονο, δραματικό και πονεμένο ταιριάζει σε μια τέτοια ιστορία αγάπης.
Διαβάστε περισσότερα για την ταινία εδώ
Παρακάτω δείτε και τέσσερις σκηνές από την ταίνια