Oποιος έχει έρθει ήδη σε επαφή με το σινεμά του Ρικ Αλβερσον και κυρίως με τις δύο τελευταίες (από τις τέσσερις συνολικά) μεγάλου μήκους ταινίες του («The Comedy», «Entertainment», φυσικά ειρωνικοί οι τίτλοι), γνωρίζει πως πρόκειται για έναν ακραιφνώς ιδιόμορφο και διχαστικό δημιουργό, ο οποίος ιχνηλατεί τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης και δη της αντρικής ταυτότητας, αποδομώντας οποιαδήποτε έννοια αφηγηματικότητας και συναισθηματικής ταύτισης του θεατή. Στο The Mountain, τη νέα του ταινία, η οποία συμμετείχε κάπως αναπάντεχα στο φετινό Διαγωνιστικό Πρόγραμμα της Βενετίας ως μια πρώτη είσοδος του σκηνοθέτη στα μεγάλα φεστιβαλικά σαλόνια, ο Αμερικανός σκηνοθέτης συνεχίζει αυτή τη μοναχική και ιδιαίτερη πορεία του, θυσιάζει όμως την αιχμηρότητα του οράματος του για χάρη μιας πιο συμβατικής και mainstream (για τα δικά του δεδομένα πάντα) κινηματογράφησης, με άνισα, αλλά σίγουρα ενδιαφέροντα, αποτελέσματα.
Σε ένα ασφυκτικά τετράγωνο κάδρο, το οποίο αντικατοπτρίζει φορμαλιστικά την αποπνικτική ατμόσφαιρα και τον συντηρητισμό της Αμερικής των μέσων του προηγούμενου αιώνα, ο Aλβερσον μας συστήνει τον νεαρό Αντι, ο οποίος δουλεύει στο παγοδρόμιο, όπου ο πατέρας του προπονεί νεαρές αθλήτριες του καλλιτεχνικού πατινάζ. Με μια μητέρα αδιευκρίνιστα απούσα κι έναν πατέρα ερμητικά κλεισμένο στους δικούς του εφιάλτες, ο Αντι ζει μια κενή νοήματος καθημερινότητα, η οποία θα ανατραπεί όταν μετά το θάνατο του πατέρα του τον επισκεφτεί ο μυστηριώδης νευρολόγος και ψυχίατρος Δόκτωρ Γουάλας (για τους φίλους Γουόλι) Φάινς, ο οποίος θα τον πληροφορήσει ότι η μητέρα του έχει πεθάνει κατά το διάστημα της νοσηλείας της στο ψυχιατρείο από το οποίο εκείνος απολύθηκε, ενώ θα του προτείνει να τον ακολουθήσει στο ταξίδι του στα άσυλα και τα ψυχιατρεία της αμερικανικής ενδοχώρας για να τον φωτογραφίζει κατά τη διάρκεια των λοβοτομών στους ασθενείς του. Ο Αντι θα αποδεχτεί την πρόταση του γιατρού και θα ξεκινήσει έτσι ένα ταξίδι μέσα στην άβυσσο των ψυχικών διαταραχών και της κατακερματισμένης σεξουαλικότητας.
Βασισμένος στην πραγματική ιστορία του διαβόητου Γουόλτερ Φρίμαν, ενός γιατρού, ο οποίος στη διάρκεια της δεκαετίας του 50 πραγματοποίησε εκατοντάδες λοβοτομές, ο Αλβερσον ουδόλως ενδιαφέρεται για μια βιογραφική αναπαράσταση ή για μια γραμμική κι αριστοτελική δραματουργία, αλλά χρησιμοποιεί τα πραγματικά περιστατικά για να καταδυθεί για άλλη μια φορά στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, με μία ελλειπτική, στα όρια του μινιμαλισμού, αφήγηση, η οποία προσπαθεί να παντρέψει τη στατικότητα των πλάνων και την χρωματική παλέτα του Ρόι Αντερσον με την ενδογενή παράνοια του Ντέιβιντ Λιντς και των αμερικανικών εξορμήσεων του Βέρνερ Χέρτσογκ.
Σ’ αυτή την αναμφίβολα φιλόδοξη διακειμενική σύζευξη, ωστόσο, οι βασανιστικοί νεκροί χρόνοι και οι αποδραματοποιημένες βινιέτες από τις ενδιάμεσες στάσεις στα ψυχιατρεία της εποχής με την τρέλα και την παράνοια να ελλοχεύουν στο βάθος του κάδρου μετατρέπουν την πορεία του νεαρού πρωταγωνιστή σε μια αυτιστική και εσωστρεφή ομφαλοσκόπηση, η οποία δεν καταφέρνει ποτέ να γίνει προσιτή και προσπελάσιμη στον θεατή, κυρίως γιατί πίσω από την αινιγματική ομορφιά των πλάνων και μια ατμόσφαιρα απελπισμένου ζόφου, όπως αυτή διαρκώς υπονοείται, αλλά ποτέ δεν εκδηλώνεται, ο Αλβερσον δεν έχει ουσιαστικά μια ιστορία να αφηγηθεί, παρά θυσιάζει την όποια ακεραιότητα του οράματος του σε ανερμάτιστες προθέσεις και φτηνούς τελικά εντυπωσιασμούς, σε ένα διανοουμενίστικο και υπεροπτικό freakshow, το οποίο αρνείται πεισματικά να σου προσφέρει την ικανοποιήση που παραπλανητικά εξαρχής υπόσχεται.
Γιατί τι άλλο θα μπορούσε να είναι η παντελώς ανεκμετάλλευτη παρουσία δύο ηθοποιών φετίχ του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, του Ούντο Κίερ και του Ντενίς Λαβαντ, οι οποίο ξοδεύουν το cult status τους, σε δύο απροκάλυπτα σχηματικούς ρόλους; Ειδικά ο δεύτερος στο ρόλο του πατέρα που θα προσλάβει τον γιατρό Γουάλας για τη λοβοτομή της κόρης του τερματίζει τους διάσημους μανιερισμούς του και δυναμιτίζει ολοκληρωτικά το όλο εγχείρημα με εν πολλοίς ακατάληπτους μονολόγους για το νόημα της τέχνης και τους «θεούς του βουνού» (αν απορείτε για τον τίτλο της ταινίας), οδηγώντας την ταινία σε μια αλλοπρόσαλλη και μετέωρη κορύφωση. Ο μόνος που καταφέρνει να δώσει μια υπόνοια ολοκληρωμένου χαρακτήρα είναι ο Τζεφ Γκόλντμπλουμ στο ρόλο του γιατρού Φάινς, με μία σαρδόνια και μαεστρική ερμηνεία που δίνει μια ειρωνική διάσταση στα τεκταινόμενα.
Το «The Mountain» μοιάζει με ένα όνειρο που διακόπτεται απότομα ή μάλλον με έναν εφιάλτη από τον οποίο ευτυχώς ή δυστυχώς ξυπνάς, μόλις αυτός έχει ξεκινήσει. Ο Ρικ Aλβερσον σίγουρα δεν θα διευρύνει τον περιορισμένο κύκλο των θαυμαστών του (τα γιουχαϊσματα στους τίτλους τέλους στην πρώτη δημοσιογραφική προβολή το αποδεικνύουν) και η ταινία μένει στη μνήμη ως ένα ενδιαφέρον πείραμα που καταλήγει σε μια φιλόδοξη αποτυχία και σε μια υπόσχεση που ποτέ δεν πραγματοποιείται, αφηνοντας τελικά τον θεατή με θραύσματα μόνο λυρισμού και ομορφιάς.