Η εμφάνιση του ονόματος του Σίνια Τσουκαμότο στους τίτλους έναρξης του «Killing», της νέας του ταινίας που έκλεισε το φετινό επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα στην Βενετία, συνοδεύτηκε από ένα ενθουσιώδες και παρατεταμένο χειροκρότημα κι αυτό αποδεικνύει το cult following του Ιάπωνα σκηνοθέτη εδώ και τρεις δεκαετίες, από τη στιγμή δηλαδή που το πρώτο «Tetsuo» σύστησε στον πλανήτη το παραληρηματικό κυβερνοπάνκ όραμά του.
Νικητής μάλιστα του βραβείου των Οριζόντων το 2011 με το «Kotoko», ο Τσουκαμότο διεκδικεί φέτος το Χρυσό Λιοντάρι, με λιγοστές είναι αλήθεια αξιώσεις, όχι επειδή η ταινία του δεν είναι καλή, κάθε άλλο, αλλά επειδή εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει ένα είδος κινηματογράφου που δεν βραβεύεται ποτέ στα φεστιβάλ ως μια λιγότερο σοβαρή (ή μάλλον σοβαροφανής) επιλογή. Τέσσερα χρόνια μάλιστα μετά την πρώτη συμμετοχή του στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα με το απογοητευτικό «Fires On The Plain», ένα αχρείαστο remake του κλασικού αντιπολεμικού δράματος του Κον Ιτσικάουα, το ενθουσιώδες και παρατεταμένο χειροκρότημα αυτή τη φορά ευτυχώς επαναλήφθηκε και στους τίτλους τέλους.
To «Killing» είναι η πρώτη ταινία εποχής για τον Ιάπωνα σκηνοθέτη και η παρθενική φορά που καταπιάνεται με ένα από πλέον χαρακτηριστικά κινηματογραφικά είδη της χώρας του, τις ταινίες με ήρωες σαμουράι. Τοποθετημένη στα μέσα του 19ου αιώνα, σε μια εποχή μετάβασης από την φεουδαρχία στην οργανωμένη κεντρική εξουσία και με τους περισσότερους σαμουράι να έχουν ξεπέσει μετά από δύο αιώνες ειρήνης σε περιπλανώμενους ronin, η ταινία επικεντρώνεται στον νεαρό Τσουζούκι , ο οποίος επιβιώνει παρέχοντας προστασία σε μια οικογένεια αγροτών έξω από το Εντο. Εκεί περνάει τις μέρες του εκπαιδεύοντας τον Ιτσισούκε, γιο της οικογένειας, ο οποίος ονειρεύεται να γίνει κι αυτός πολεμιστής, ενώ η κόρη της οικογένειας κατακρίνει αυτή την εκπαίδευση, αν και φλερτάρει επιθετικά και σαδομαζοχιστικά με τον φιλοξενούμενο της. Η άφιξη του Σαουαμούρα (τον οποίο υποδύεται ο ίδιος ο Τσουκαμότο), ενός ακόμα, παλαίμαχου αυτή τη φορά, σαμουράι, και η είδηση που αυτός μεταφέρει για αναταραχές κι έναν επερχόμενο εμφύλιο πόλεμο στη χώρα θα ανατρέψουν τα δεδομένα, καθώς ο Σαουαμούρα αναζητά έμπειρους πολεμιστές στην περιοχή προκειμένου να σχηματίσει τον δικό του στρατό και θα προτείνει στους δύο νέους να έρθουν μαζί του στο Κιότο. Η πρόταση αυτή θα προκαλέσει απροσδόκητες ψυχολογικές μεταπτώσεις και σωματικές αντιδράσεις στον νεαρό σαμουράι, ενώ η εμφάνιση μιας συμμορίας κακοποιών στην περιοχή θα οδηγήσει την ιστορία στη δραματική της κορύφωση και θα φέρει όλους αντιμέτωπους με τα κίνητρα και τις συνέπειες της πράξης του φόνου.
Με διάρκεια μόλις 80 λεπτά, το «Killing» φυσικά δεν επιδιώκει να αναλύσει ή να παρουσιάσει διεξοδικά τον ιδιαίτερο κώδικα τιμής των σαμουράι και τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που οδήγησαν στην παρακμή τους, αυτό άλλωστε έγινε πολλάκις κι ενίοτε αριστουργηματικά στη μεγάλη οθόνη από πολλούς εμβληματικούς ή μη συμπατριώτες του Τσουκαμότο στο παρελθόν. Αυτό που ενδιαφέρει τον Τσυκαμότο είναι να προσεγγίσει το είδος με το δικό του, ιδιαίτερο όραμα. Η αρχική σκηνή με το πυρακτωμένο σίδερο που σφυρηλατείται ανελέητα προκειμένου να μετατραπεί σε ξίφος, όσο το καταιγιστικό score του προσφάτως εκλιπόντα και σταθερού συνεργάτη του Τσουκαμότο, Τσου Ισικάουα, βομβαρδίζει τα αυτιά, δίνει τον τόνο για την ασθματική κινηματογράφηση που θα ακολουθήσει.
Με μια παροξυσμική κάμερα που τρέμει και πάλλεται διαρκώς, όπως το ξίφος στα χέρια του νεαρού πολεμιστή, ο Τσουκαμότο παρούσιαζει τη δράση απογυμνωμένη και ωμή, ακολουθώντας ενστικτωδώς τους χαρακτήρες του, χωρις να στέκεται σε κίνητρα και χωρίς υπολογισμούς και δεύτερες σκέψεις. Είναι μαλιστα τόση η ορμητικότητά του, που μετατρέπει την κακή ποιότητα της ψηφιακής κινηματογράφησης και το πασιφανές χαμηλό κόστος παραγωγής σε προτερήματα, δίνοντας μια τραχιά υφή στην εικόνα και μια επιτακτικότητα στο ρυθμό που μοιάζουν να αντικατοπτρίζουν την αγριότητα της εποχής και τον παραλογισμό της τελετουργικότητας και του κώδικα τιμής των Ιαπώνων πολεμιστών.
Αναπόφευκτή συνέπεια όλων αυτών των αισθητικών επιλογών του σκηνοθέτη είναι να ανανεώνει μεν η ταινία τον ιδιαίτερο μύθο του και την αγάπη των θαυμαστών του έργου του, να στερείται, όμως, από την άλλη του βάθους και της ανάλυσης των χαρακτήρων που θα την αναβάθμιζαν σε κάτι περισσότερο και πιο ουσιαστικό. Ακόμα κι αν δεχτούμε το οξύμωρο ενός σαμουράι που όχι μόνο δεν έχει σκοτώσει ποτέ στη ζωή του, αλλά αρνείται σθεναρά και με έκδηλα σωματικά συμπτώματα να το πράξει (όπως ο υψηλός πυρετός του Τσουζούκι στην είδηση του επερχόμενου πολέμου και εν όψει της προοπτικής να σκοτώσει για πρώτη φορά ή η κατατονική αβουλία του να εκδικηθεί τη συμμορία των κακοποιών), οι πράξεις του και η συμπεριφορά του ποτέ δεν επεξηγούνται. Ο Τσουκαμότο ουδόλως ενδιαφέρεται να εντρυφήσει στην περιπλοκότητα του κεντρικού του χαρακτήρα, τα κίνητρα του οποίου παραμένουν ακατάληπτα.
Το ίδιο συμβαίνει και με την πολύ ενδιαφέρουσα σχέση του Τσουζούκι με την Γιου, την κόρη της οικογένειας. Η προφανώς εξουσιαστική έλξη ανάμεσά τους εκδηλώνεται με δύο αποκαλυπτικές σκηνές φετιχιστικής σωματοποίησης του καταπιεσμένου πόθου, η δυναμική όμως της σχέσης τους δεν αναπτύσσεται και δεν οδηγεί πουθενά και καταλήγει σε εκδηλώσεις αλλοπρόσαλλης υστερίας από την Γιου Αόι, η οποία ερμηνεύει τη συνονόματή της ηρωίδα.
Ολα αυτά ενδεχομένως να είναι μικρά γράμματα για όσους παρακλολουθούν ευλαβικά το σινεμά του Τσουκαμότο, το οποίο βρίσκει με το «Killing» μια από τις πιο ώριμες και ολοκληρωμένες στιγμές του και συνεχίζει να μεταλλάσσεται και να εξελίσσεται, παραμένοντας ωστόσο το ίδιο.