Οι ταινίες εικονικής πραγματικότητας (αγγλιστί Virtual Reality ή VR για τους πιο εξοικειωμένους) υπόσχονται να αποτελέσουν το επόμενο βήμα στην κινηματογραφική εμπειρία, επεκτείνοντας την αίσθηση μιας τρισδιάστατης προβολής σε κάτι που περικυκλώνει τον θεατή και, αν χρησιμοποιηθεί σωστά, τον βυθίζει σε έναν ολόκληρο κόσμο τον οποίο καλείται να εξερευνήσει.
Πέρυσι, η Μόστρα της Βενετίας είχε φιλοξενήσει πιλοτικά μια μικρή συλλογή φιλμ μικρού μήκους VR ως δείγμα των τάσεων του μέλλοντος, συμπεριλαμβάνοντας στο πρόγραμμά της και σκηνές από την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία εικονικής πραγματικότητας, η οποία αφορούσε τη ζωή του Χριστού και είχε στόχο να δώσει την ευκαιρία στον θεατή να γίνει κομμάτι της Γέννησης, του Μυστικού Δείπνου, της προδοσίας του Ιούδα και φυσικά της Ανάστασης, με τρόπο που κανένα άλλο φιλμ μέχρι τότε δεν είχε καταφέρει.
Το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα ήταν βέβαια απογοητευτικό και επιπέδου σχολικής παράστασης όμως η αρχή είχε ήδη γίνει. Λίγους μήνες μετά, στο πιο πρόσφατο φεστιβάλ των Καννών, ο Αλεχάντρο Γκοζάλες Ινιαρίτου παρουσίασε, με τον Εμανουέλ Λουμπέσκι και πάλι στη διεύθυνση φωτογραφίας, ένα project εικονικής πραγματικότητας που αποκάλυπτε ότι η βιομηχανία του θεάματος έβλεπε θετικά την νέα τεχνολογία και ότι βαρυσήμαντοι δημιουργοί ήταν ήδη διατεθειμένοι να δοκιμάσουν τις νέες αφηγηματικές δυνατότητες που προσέφερε το μέσο.
Για αυτό και φέτος, η 74η μόστρα συμπεριέλαβε στο πρόγραμμά της ένα ολόκληρο παράλληλο διαγωνιστικό τμήμα ταινιών εικονικής πραγματικότητας, οι οποίες ανάμεσά τους περιλαμβάνουν το νέο project της Λόρι Aντερσον αλλά και μια ταινία VR του Τσάι Μινγκ Λιανγκ, που αποτελεί και την πρώτη απόπειρα της (όλο και περισσότερο κομβικής σημασίας στην παγκόσμια κινηματογραφική βιομηχανία) Κίνας.
Με τις προβολές να λαμβάνουν χώρα στο έτσι κι αλλιώς ξεχωριστής αίσθησης Lazzaretto Vecchio, ένα μικρό νησί απέναντι από το Λίντο που στην πορεία της ιστορίας του χρησιμοποιήθηκε ως νοσοκομείο για επιδημικές ασθένειες, λεπροκομείο αλλά και στρατιωτικός σταθμός, το νεοσύστατο αυτό τμήμα όχι μόνο προσφέρει μια ματιά στους τρόπους που μπορεί να επεκταθεί η κινηματογραφική εμπειρία αλλά και μια αναζωογονητική ανάσα στην φεστιβαλική καθημερινότητα που συχνά βολεύεται και περιορίζεται στις καθημερινές δομές της. Πόσω μάλλον όταν στο Lazzaretto Vecchio έχει στηθεί το πιο όμορφο μπαρ του φεστιβάλ, στα γρασίδια της εσωτερικής αυλής.
O Τσάι Μινγκ Λιανγκ είναι περιχαρής μετά την προβολή του VR project του, «The Deserted»
Το καλό είναι ότι ήδη το πρόγραμμα περιλαμβάνει ένα μεγάλο εύρος θεματικών. Aπό το ιταλικό «Gomorra VR – We own the streets» που επιχειρεί να τοποθετήσει τον θεατή στο επίκεντρο μαφιόζικων διαδρομών μέχρι το ρετρό «Miyubi» σχετικά με ένα ρομπότ που «υιοθετείται» από μια οικογένεια τη δεκαετία του 1980 και το «The Deserted» του Τσάι Μινγκ Λιανγκ που επεκτείνει σε 360 μοίρες τον εικαστικό καμβά του σκηνοθέτη, οι ταινίες εικονικής πραγματικότητας επενδύουν στο κοινωνικό σινεμά, την φαντασία και φυσικά το κινούμενο σχέδιο, κάνοντας την ανυπομονησία για την πρώτη ταινία τρόμου σε VR όλο και μεγαλύτερη.
Το κακό είναι ότι ακόμα τα δείγματα προδίδουν την απειρία, με κυριότερο πρόβλημα την ανάπτυξη μιας στρωτής αφηγηματικής γραμμής μέσα σε όλο αυτό το εικαστικό επιχείρημα. Το «Miyubi» των Φελίξ Λαζενές και Πολ Ραφαέλ εισάγει διαδραστικά στοιχεία στην προβολή του για να δώσει επιπλέον ενδιαφέρον στην αδιάφορη μάλλον εκτέλεση της ιστορίας. Αντιθέτως, στο «The Deserted» ο Τσάι Μινγκ Λιανγκ συνεχίζει να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα επενδύοντας σε αργά, στατικά, ενδοσκοπικά πλάνα, μόνο που εδώ υπάρχουν πολύ περισσότερα στοιχεία του «κάδρου» που μπορεί κανείς να εξερευνήσει.
Το μεγάλο στοίχημα βέβαια είναι η δημιουργία καλών ταινιών ανεξάρτητα από την καινοτομία της τεχνολογίας. Oπως συνέβη και με το 3D, το νέο μέσο μπορεί να επικρατήσει μόνο αν συνεισφέρει σε μία έτσι κι αλλιώς ουσιώδη αφήγηση. Μέχρι τότε όμως, η υπόσχεση των δυνατοτήτων ξεπερνά τον όποιο προβληματισμό. Το σινεμά εξάλλου υπόσχεται να διαβάζει συνεχώς με νέο τρόπο την πραγματικότητα. Και με την τεχνολογία της εικονικής πραγματικότητας, αυτή η ανάγνωση μπορεί να γίνει σίγουρα πολύ πιο άμεση και σαφώς εντονότερη.
Tags: Venezia 74, Venezia 2017