To κείμενο που ακολουθεί είναι αναδημοσίευση από την κριτική που γράφτηκε στο Φεστιβάλ Καννών 2014.
Ξεκινώντας με μια σκηνή που μοιάζει προορισμένη να μείνει κλασσική (και κλείνοντας με μια ακόμη εξίσου συναρπαστική εικόνα) το «White God» ακολουθεί στα πρώτα του πλάνα ένα κορίτσι που κάνει ποδήλατο σε μια άδεια σχεδόν εγκαταλειμμένη Βουδαπέστη. Ενα αυτοκίνητο παρατημένο στη μέση μιας γέφυρας, η αίσθηση πως κάτι τραγικό έχει συμβεί στην πόλη. Και ξαφνικά από τη γωνία ενός δρόμου μια αγέλη από σκυλιά, όχι απλώς δεκάδες, μα εκατοντάδες, έρχονται τρέχοντας ξέφρενα γαβγίζοντας προς την κατεύθυνση του κοριστιού.
Ναι, το «White God» ξέρει να κερδίζει την προσοχή μας και θα το κατόρθωνε ακόμη και γι αυτή μόνο την σκηνή, για το θάρρος των δημιουργών του φιλμ να γράφουν και να κινηματογραφήσουν ένα σενάριο που θα απαιτούσε για να γυριστεί όχι ένα ούτε δύο, μα διακόσια σκυλιά.
Ο πρωταγωνιστής όμως (που στην επίσημη πρεμιέρα του φιλμ την άνοιξη έγινε ο πρώτος σκύλος που ανέβηκε στην σκηνή του φεστιβάλ των Καννών) είναι ένας μόνο σκύλος (στην πραγματικότητα δύο σκύλοι που υποδύονται το ίδιο ζώο), ο Χάγκεν, ένα αξιαγάπητο ημιαίμο που ανήκει σε ένα νεαρό κορίτσι χωρισμένων γονιών. Οταν η μητέρα της θα πρέπει να φύγει για τρεις μήνες στην Αυστραλία για τη δουλειά της, η Λίλι θα μείνει με τον πατέρα της, που δεν βλέπει με καλό μάτι το γεγονός ότι θα πρέπει να φιλοξενήσει στο σπίτι και το σκύλο.
Η εχθρότητα των γειτόνων απέναντι στο ζώο κι ένας καινούριος νόμος που φορολογεί τους ιδιοκτήτες μη καθαρόαιμων σκυλιών θα οδηγήσει τον πατέρα της Λίλι να παρατήσει τον Χάγκεν στο δρόμο, προς μεγάλη απογοήτευση της κόρης του. Ο σκύλος θα προσπαθήσει να επιβιώσει στο δρόμο, θα καταλήξει να πουληθεί σε ένα διοργανωτή παράνομων σκυλομαχιών και τελικά όταν το σκάσει από εκεί, θα καταλήξει στη μάντρα με τα αδέσποτα.
Το πρώτο μέρος, όταν ο Χάγκεν και η νεαρή ιδιοκτήτριά του θέλουν να ενωθούν ξανά, θυμίζει κάτι τόσο τρυφερό και σχεδόν παιδικό όσο το «Απίθανο Ταξίδι», την ιστορία δυο σκύλων και μιας γάτας που προσπαθούν να γυρίσουν στο σπίτι τους, αλλά σύντομα θα πάρει μια πολύ σκοτεινή τροπή όχι μόνο στις σκηνές της κακοποίησης του Χάγκεν, μα κυρίως όταν ο εξαγριωμένος πλέον σκύλος θα το σκάσει από το κυνοκομείο ελευθερώνοντας μαζί του όλα τα αιχμαλωτισμένα σκυλιά και βγαίνοντας στην πόλη ζητώντας εκδίκηση.
Τα πλάνα με την αγέλη των σκύλων που τρέχουν στην πόλη είναι απλά συγκλονιστικά, ακόμη πιο αξιοθαύμαστα αφού γυρίστηκαν όχι με ειδικά εφέ μα με αληθινά σκυλιά, αλλά αυτό δεν εμποδίζει κάποιες από τις σκηνές της εκδίκησης του Χάγκεν να μοιάζουν αθέλητα αστείες. Και ναι, μπορεί να μοιάζει ελαφρώς υπερβολικό να δοκιμάσεις να πάρεις την ιστορία στα σοβαρά κοιτάζοντάς την μόνο στο πρώτο επίπεδο της αφήγησης, αλλά αυτό που προσπαθεί να κάνει ο Μουντρούτσο είναι λίγο πιο σύνθετο, αφού δεν θέλει πολλή σκέψη για να δεις το φιλμ ως μια πολιτική αλληγορία.
Ο ίδιος λέει ότι εμπνεύστηκε αυτή την παραβολή της εξέγερσης των αδυνάτων από την πρόσφατη άνοδο των νεοναζιστών στη χώρας του (εξ ού κι ο τίτλος που φέρνει στο νου το φιλμ του Σάμιουελ Φούλερ «White Dog» στο οποίο ένας ρατσιστής εκπαιδεύει το σκυλί του να επιτίθεται σε μαύρους) και η αλήθεια είναι πως το εύρημά του να αντιπροσωπεύσει τους αδύνατους και καταπιεσμένους του κόσμου με σκύλους είναι κάτι που λειτουργεί ιδιαίτερα καλά. Το ίδιο καλά λειτουργεί και η απόφασή του να κινηματογραφήσει την ιστορία του σα μια καθαρόαιμη ταινία είδους -αν και αυτή η αίσθηση μειώνεται όταν το βάρος πέφτει στους δίποδους πρωταγωνιστές, αφού πολλά από τα δικά τους κομμάτια θα μπορούσαν να λείπουν δίχως το φιλμ να χάσει κάτι στην ένταση ή τον αντίκτυπό του.
Ακόμη κι έτσι πάντως το φιλμ του Μουντρούτσο είναι μάλλον «παράξενο» και τολμηρό και μια αληθινά ενδιαφέρουσα άσκηση σε ένα σινεμά είδους από ένα σκηνοθέτη που μοιάζει να βρίσκει έναν ενδιαφέροντα δρόμο στο σινεμά του μετά από αρκετές ταινίες (όπως το «Delta» ή το «Tender Son: the Frankenstein Project») που αν και έκαναν σαφή την ύπαρξη ταλέντου και ματιάς, έμοιαζαν φυλακισμένες σε έναν στείρο και στεγνό φορμαλισμό.
Δείτε ένα κλιπ από το φιλμ:
Διαβάστε αναλυτικά το πρόγραμμα του 55ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης εδώ