Το εργαστήριο τρέιλερ της διημερίδας της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου «Riding the Greek Wave» που ολοκληρώθηκε χθες το βράδυ, Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου, υπήρξε ήδη από την ανακοίνωση του προγράμματος της διοργάνωσης μια από τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές της. Και σε κάθε περίπτωση η πρακτική πλευρά του πώς το ελληνικό σινεμά (ή οποιαδήποτε εθνική κινηματογραφία) μπορεί να βρει το δρόμο προς μια διεθνή αγορά.
Με συντονιστή τον Απόστολο Καρακάση, λέκτορα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στο τμήμα Κινηματογράφου της Σχολής Καλών Τεχνών και με τη συμμετοχή των ειδικών, Μάρκους Χου (Πρόεδρο της αμερικανικής εταιρείας διανομής Strand Releasing) και Μάικλ Βέμπερ (Διευθυντή της εταιρείας διεθνών πωλήσεων Match Factory), το εργαστήριο τρέιλερ είχε σαν αποστολή του να δημιουργήσει μέσα σε δύο ημέρες τα τρέιλερ δύο ελληνικών ταινιών, όπως αυτά θα μπορούσαν να λειτουργήσουν για την προώθησή τους στο εξωτερικό.
Οι ταινίες που χρησιμοποιήθηκαν ως πειράματα ήταν το «Wild Duck», η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Γιάννη Σακαρίδη (διαβάστε περισσότερα εδώ) που βρίσκεται ακόμη στο στάδιο του μοντάζ και η «Κόρη» του Θάνου Αναστόπουλου που βγαίνει στις αίθουσες στις 4 Οκτωβρίου.
Δύο διαφορετικές ταινίες μεταξύ τους που όμως ανήκουν και οι δύο σε ένα arthouse ευρωπαϊκό κύκλωμα και έχουν τις βάσεις για μια διεθνή καριέρα.
Η διαδικασία είχε ως εξής:
Πριν την έναρξη της διημερίδας και του εργαστηρίου, ο Μάρκους Χου είχε δει τις δύο ταινίες και είχε δώσει σημειώσεις σε δύο Ελληνες μοντέρ για το πως ο ίδιος θα έφτιαχνε το κάθε τρέιλερ. Τα πρώτα αυτά cut των δύο τρέιλερ παρουσιάστηκαν την πρώτη ημέρα στους συμμετέχοντες του εργαστηρίου, που αποτελούνταν κατά βάση από σκηνοθέτες, παραγωγούς και μοντέρ, οι οποίοι στην πλειοψηφεία τους είχαν δει και αυτή με τη σειρά τους τις δύο ταινίες, έτσι ώστε να μπορούν να συνεισφέρουν στη δημιουργιά των τρέιλερ.
Το κάθε τρέιλερ συζητήθηκε εξονυχιστικά, διατυπώθηκαν παρατηρήσεις, διαφωνίες, προσθήκες και αφαιρέσεις και τα τρέιλερ έφυγαν και πάλι για το μοντάζ, προκειμένου να παρουσιαστούν και πάλι τη δεύτερη ημέρα του εργαστηρίου, αυτή τη φορά «διορθωμένα».
Ενδιάμεσα, ό,τι διαδραματίστηκε στις δύο αυτές ημέρες του εργαστηρίου της διημερίδας της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου υπήρξε ίσως ο πιο εύχρηστος οδηγός για τη σημασία που έχει ένα τρέιλερ για την προώθηση και «πώληση» μιας ταινίας, για την έννοια ενός «διεθνούς τρέιλερ» και τη διαφορά του από ένα τρέιλερ για χρήση στη χώρα προέλευσής του και για τα στοιχεία που πρέπει να περιέχει ένα τρέιλερ προκειμένου να «λειτουργήσει» με απώτερο πάντα σκοπό να στείλει τους θεατές στο σινεμά.
Χωρισμένο τελικά σε δύο σκέλη - στα πρακτικά παραδείγματα της κατασκευής των δύο τρέιλερ και σε μια γενικότερη συζήτηση γύρω από την προώθηση μιας ταινίας -, το εργαστήριο ήρθε να επιβεβαιώσει πολλά πράγματα που ήταν ήδη γνωστά για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η διεθνής κινηματογραφική αγορά αλλά και να συστήσει τρόπους και τεχνικές με τις οποίες ένα σινεμά σαν το ελληνικό, ακριβώς στην εποχή της άνθισής του, μπορεί να εισβάλλει μέσα σε αυτήν.
Ο Μάρκους Χου, Πρόεδρος της αμερικανικής εταιρείας διανομής Strand Releasing, με ειδίκευση στη διανομή ταινιών απ' όλον τον κόσμο, ωστόσο ήταν σαφής πως το σημαντικότερο πράγμα στο τρέιλερ μιας ταινίας είναι να φτιάχνεται χωρίς την εμπλοκή του σκηνοθέτη της. Οχι μόνο γιατί ο δημιουργός μιας ταινίας είναι συναισθηματικά εμπλεκόμενος σε αυτήν, αλλά γιατί συνήθως αντιμετωπίζει το τρέιλερ σαν μια σύμπτυξη της ταινίας του, φιλοδοξώντας να χωρέσει μέσα σε αυτό όλες τις ωραίες εικόνες του ταυτόχρονα με την πάντοτε άγονη προσπάθεια του να πει όλη την ιστορία της ταινίας του μέσα σε δύο λεπτά.
Αναφερόμενος στις εμπειρίες του, ο Χου δήλωσε πως κάθε φορά που διανέμει μια ταινία οποιασδήποτε εθνικότητας στην Αμερική, φτιάχνει ο ίδιος μαζί με τους συνεργάτες του ένα τρέιλερ, προσπαθώντας να είναι σε συνεννόηση με τον σκηνοθέτη της, αλλά κρατώντας το δικαίωμα η τελική απόφαση να είναι δική του.
Σύμφωνα με τον Χου ένα τρέιλερ για ένα διεθνές κοινό πρέπει να είναι δελεαστικό, να προδίδει το production value της ταινίας, να αποκαλύπτει τα στοιχεία της πλοκής που είναι απολύτως απαραίτητα, να μην ασχολείται με ηθοποιούς που μπορεί να είναι γνωστοί σε εθνικό επίπεδο αλλά όχι διεθνώς και σε ειδικές περιπτώσεις μπορεί αυτό να μην έχει απόλυτη σχέση με το ύφος ή το ρυθμό της ταινίας, αλλά αρκεί να μεταφέρει την ατμόσφαιρά της. Συμπληρωματικά και όπου αυτό είναι εφικτό, ένα τρέιλερ αποκτά ιδιαίτερη δύναμη όταν περιέχει αποσπάσματα από κριτικές σημαντικών εντύπων ή ηλεκτρονικών μέσων και φυσικά αν περιέχει συμμετοχές ή και διακρίσεις σε διεθνή φεστιβάλ. Συμπληρώνοντας σε αυτό το σημείο ο Βέμπερ δήλωσε πως στην εποχή μας μια arthouse ταινία έχει ανάγκη περισσότερο από οτιδήποτε τη συμμετοχή της σε κάποιο Διεθνές Φεστιβάλ, με την έννοια πως τόσο οι διανομείς όσο και το κοινό εμπιστεύονται ως σημάδι κάποιας αξίας την ένδειξη ενός - ακόμη και μικρού ή άγνωστου Φεστιβάλ - πάνω στην αφίσα μιας ταινίας.
Ανάμεσα στα πολλά θέματα που άνοιξαν στη διάρκεια του εργαστηρίου κυρίαρχο υπήρξε το ποσοστό των «αποκαλύψεων» της πλοκής που θα έπρεπε ιδανικά να περιέχει ένα τρέιλερ. Ο Μάικλ Βέμπερ της Match Factory υπήρξε αποστωμοτικός, δηλώνοντας πως τα περισσότερα τρέιλερ των αμερικανικών εμπορικών κωμωδιών περιέχουν στα δύο λεπτά τους όλα τα καλά αστεία της ταινίας, γεγονός που δεν αποτρέπει (μάλλον το αντίθετο) το κοινό να μπει στην αίθουσα και πως συνήθως το μεγάλο ποσοστό του κοινού θέλει να καταλάβει από το τρέιλερ ακριβώς τι θα δει πηγαίνοντας στο σινεμά. Ο Μάρκους Χου, από την άλλη, δεν ήταν απόλυτα σίγουρος πως πρέπει να αποκαλύπτεις τα πάντα στο κοινό από το τρέιλερ και πως μπορείς πάντα να κρατάς τις δυνατές σκηνές σου ως έκπληξη για την αίθουσα.
Τα δύο παραδείγματα των ελληνικών ταινιών υπήρξαν διαφωτιστικά.
Στην περίπτωση του «Wild Duck» του Γιάννη Σακαρίδη, το τρέιλερ που φτιάχτηκε βασίστηκε πάνω σε μια αφηγηματική δομή, προσπαθώντας να μεταφέρει στοιχέια της πλοκής αλλά και το production value της ταινίας. Στη διάρκεια της κατασκευής του αντιμετωπίστηκε το θέμα των «αποκαλύψεων» της πλοκής, ενώ τελικά έγινε αποδεκτή μια εκδοχή του που αποκαλύπτει αυτά που είναι απολύτως απαραίτητα.
Αντίθετα στην «Κόρη» του Θάνου Αναστόπουλου επιχειρήθηκε μια πιο αντισυμβατική μέθοδος με ένα τρέιλερ μονταρισμένο πάνω στη μουσική που κατάφερε να μεταφέρει την ένταση της ταινίας χωρίς ωστόσο να αποκαλύψει σχεδόν τίποτα από την υπόθεσή της.
Και τα δύο τρέιλερ, ωστόσο, υπήρξαν αποτελεσματικά, κατά τον Χου, για την «πώληση» τους στις διεθνείς αγορές και το κοινό, αφού σε δελεάζουν να δεις την ταινία, άσχετα από το πόσο αυτή μοιάζει ή όχι με το τρέιλέρ της.
Ανάμεσα στα υπόλοιπα ενδιαφέροντα που συζητήθηκαν κατά τη διάρκεια του εργαστηρίου ήταν το κόστος ενός τρέιλερ που μπορεί - σε περιπτώσεις μεγάλων blockbusters - να αγγίξει τον προϋπολογισμό μιας μέσης καλλιτεχνικής ταινίας, οι διαφορές ανάμεσα στα τρέιλερς, τα τίζερς και τα promo reels, η σημασία του λανσαρίσματος ενός τρέιλερ στο Διαδίκτυο (στην περίπτωση της Αμερικής στο ITunes) αρκετές εβδομάδες πριν την έξοδο της ταινίας, αλλά και το μεγαλύτερο ίσως συμπέρασμα που βγήκε από το εργαστήριο.
Αυτό δεν ήταν άλλο από το γεγονός πως στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κανένας κανόνας ή συνταγή για το πως πρέπει να προωθήσεις μια ταινία. Απειρα παραδείγματα που αναφέρθηκαν επιβεβαίωσαν πως ό,τι λειτουργεί ιδανικά σε μια περίπτωση είναι εντελώς ακατάλληλο για μια άλλη ταινία, αλλά και πως τελικά το κοινό παραμένει ο πιο απρόβλεπτος παράγοντας στην επιτυχία μιας ταινίας.
Διαβάστε ακόμη: