Μπορεί το σινεμά του ενός να απέχει πολύ από αυτό του άλλου, όμως εκτός από το ότι και οι δυο παρουσίασαν στο φεστιβάλ ταινίες δυνατές και προκλητικές, η κάθε μια με τον τρόπο της, μοιάζουν να έχουν μια κοινή νοοτροπία απέναντι στον κινηματογράφο: Πιστεύουν μόνο στο όραμά τους και τις ιδέες τους, αυτά υπηρετούν και σε αυτά υπακούουν. Κι από κοντά, δείχνουν να είναι δυο από τους πιο ήρεμους ανθρώπους που έχουμε συναντήσει, κάτι που δεν είναι πάντα εύκολο να διακρίνεις στα φιλμ που υπογράφουν.
Βρεθήκαμε τον Κιμ Κι Ντουκ αμέσως μετά την θριαμβευτική πρώτη προβολή του «Pieta» κι ενώ ολόκληρο το Λίντο μιλούσε για το πώς η ταινία του διεκδικούσε ήδη κάποιο από τα μεγάλα βραβεία. Ο ίδιος ήταν χαρακτηριστικά ήρεμος, προστατευμένος πίσω από τη γαλήνια όψη του και την άρνησή του να μιλήσει οποιαδήποτε άλλη γλώσσα εκτός από τη μητρική του. Ακόμη κι έτσι όμως, η ικανοποίησή του από τον τρόπο που η Βενετία είχε αποδεχτεί την ταινία του ήταν εμφανής. Μετά από χρόνια απουσίας και μετά την παράξενη επιστροφή του με το «Arirang» το 2011, ο Κιμ Κι Ντουκ είναι ξανά εδώ. Κι αν με εκείνη την ταινία έδειχνε να αναζητά ακόμη τον βηματισμό του, με το «Pieta» όχι απλά τον βρήκε, αλλά ξεκίνησε ήδη να τρέχει.
«Η ιδέα γι αυτή την ταινία, μου ήρθε μετα το «Arirang», που ήταν για μένα κάτι σαν κάθαρση, σαν μια εξομολόγηση», εξηγεί ο ίδιος για την προέλευση της ιστορίας της νέας του ταινίας και τη σημασία που είχε γι αυτόν η δημιουργία της. «Εκεί είχα δουλέψει εντελώς μόνος μου, με τον ευατό μου, φτιάχνoντας διαφορετικούς χαρακτήρες μόνο από μένα. Το «Amen» που ακολούθησε, ήταν επίσης μια ταινία γυρισμένη μόνο με μένα και μια ηθοποιό, εξαιρετικά χαμηλού προϋπολογισμού. Το «Pieta» από την άλλη είναι λίγο σαν να αρχίζω ξανά από την αρχή, ένα βήμα μπροστά. Στη διάρκεια της προετοιμασίας και των γυρισμάτων, ήμουν πολύ νευρικός, ένοιωθα την ένταση αυτού που κάνω αλλά μαζί και μια μεγάλη χαρά. Γιατι για μένα αυτή η ταινία είναι σαν ένα καινούριο ξεκίνημα».
Μιλώντας για τις θεματικές του φιλμ και για την προφανή χριστιανική αναφορά του τίτλου, ο Κιμ Κι Ντουκ εξηγεί: «Ο τίτλος της ταινίας μου έχει μια αναφορά στον χριστιανισμό, όπως και το «Amen» , ή το «Samaritan Girl», αλλά για μένα αυτοί οι τίτλοι δεν έχουν να κάνουν με τα δικά μου πιστεύω, αλλά κυρίως με τους ήρωες και τις πράξεις τους. Ο τίτλος του φιλμ κάνει ακόμη πιο έντονη την βία των πράξεων των ηρώων μου. Και στις ταινίες αυτές, πάντα στο κέντρο της ιστορίας τους υπάρχει το χρήμα, κι όταν όλα επικεντρώνονται στο χρήμα, εξαρτώνται από αυτό, τότε πολλοί άνθρωποι -που η ζωή τους κυριαρχείται από την έλλειψή του- καταφεύγουν στον Θεό, εξαρτώνται από τη θρησκεία. Μέσα από αυτούς τους τίτλους λοιπόν, θέλω να κάνω μια αντίστιξη για τη βία του χρήματος, για τις δυναμικές που δημιουργεί, για τον τρόπο που διαβρώνει τους ανθρώπους και την κοινωνία».
Το χρήμα είναι κάτι που θα επανέλθει στην κουβέντα μας αρκετές φορές, είτε μέσα από τις θεματικές της ταινίας είτε από τις αναφορές στη δική του ζωή ή στο σινεμά της Κορέας, ή στην οικονομική πραγματικότητα της Ευρώπης αυτή τη στιγμή. Η βία της ταινίας του, η βία της ζωής στις κατώτερες εργατικές τάξεις της Κορέας, το δικό του παρελθόν ως εργάτης, η απόφασή του πριν από χρόνια να ξεφύγει από αυτό, ήταν κάποια από τα πράγματα για τα οποία μίλησε στη διάρκεια της κουβέντας μας, την οποία θα διαβάσετε στην ολότητά της όταν το «Pieta» βγει στις αίθουσες, μέσα στον Δεκέμβριο.
Οσο για τον Ουλριχ Ζάιντλ, βρεθήκαμε λίγες μέρες μετά την πρεμιέρα του «Paradise: Faith», κι ενώ οι ιταλικές εφημερίδες είχαν ήδη ανακαλύψει το σκάνδαλο του φεστιβάλ, σε μια σκηνή στην οποία η πρωταγωνίστρια, αυνανίζεται με τη βοήθεια ενός τεράστιου εσταυρωμένου. Ο ίδιος έμοιαζε να στέκεται κάπου πιο ψηλά απ' όλο αυτό και δεν είχε κανένα πρόβλημα να μιλήσει πάνω στο θέμα, αλλά ήταν κατηγορηματικά αρνητικός στην ιδέα πως η πρόθεσή του ήταν να προκαλέσει.
«Δεν ενδιαφέρομαι να σοκάρω, αλλά δεν θα αποφύγω ποτέ να δείξω πράγματα που δεν θέλουμε να δούμε, πράγματα που είναι ταμπού,» εξηγεί. «Πάντα όμως μέσα στα πλαίσια της ιστορίας μου, στα πλαίσια των χαρακτήρων της ταινίας. Αλλιώς θα ήταν απλά μια προσπάθεια να σοκάρω μόνο και μόνο για να σοκάρω, θα ήταν μια ανόητη πράξη δίχως λόγο. Και κάτι τέτοιο πολύ απλά δεν με ενδιαφέρει Τώρα για τη συγκεκριμένη σκηνή σε αυτή την ταινία προέκυψε πολυ φυσικά. Καθώς η ιστορία προχωρά, η αγάπη της ηρωίδας για τον Ιησού μεγαλώνει συνεχώς στη διάρκεια του φιλμ, γίνεται πιο έντονη, πιο βαθιά, οπότε έμοιαζε φυσικό για μένα να γίνει και ερωτική στη φύση της».
Οσο για τη σχέση του με τη θρησκεία, ο ίδιος λέει πως είναι «πολύ μπερδεμένη για να την περιγράψω με μια πρόταση. Μπορώ να πω ότι είναι κάτι που δεν με αφήνει αδιάφορο, αλλά είναι επίσης κάτι που μπορεί πολύ εύκολο να γίνει αντικείμενο και μέσο εκμετάλλευσης, να οδηγήσει σε ακραίες συμπεριφορές. Αλλά από την άλλη είναι κάτι που οι άνθρωποι αναζητούν και χρειάζονται. Και ο Θεός με κάποιο τρόπο πάντα επιστρέφει στη ζωή και τις ταινίες μου».
Εκτός από τη θρησκεία και τα «σκάνδαλα» που τον ακολουθούν, ο Ούρλιχ Ζάιντλ μας μίλησε ακόμη για τον τρόπο που δούλεψε με τους ηθοποιούς του στο φιλμ, επαγγελματίες και μη, για τη δυσκολία της πρωταγωνίστριας του, πιστής καθολικής, να καταλάβει το ρόλο, για τον τρόπο που βλέπει ο ίδιος το σινεμά και τη χώρα του, σε μια κουβέντα που θα διαβάσετε επίσης ολόκληρη όταν το «Paradise: Faith» βγει στις αίθουσες.