To Flix βρέθηκε στη συνέντευξη Τύπου του «A Killing of a Sacred Deer», της ταινίας του Γιώργου Λάνθιμου που από σήμερα το πρωί συζητιέται δυναμικά για ένα μεγάλο (και ίσως το μεγαλύτερο) βραβείο στο 70ο Διεθνές Φεστιβάλ των Καννών. Με μία σκοτεινή, σκληρή, μεταφυσική, βίαιη ιστορία που βρίσκει ρίζα στα αρχέγονα διλήμματα και τις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες, ένα άψογο σενάριο που μεταφέρει τους συμβολισμούς και τα ερωτήματα στο σήμερα και ένα εξαιρετικό καστ ηθοποιών (ποτέ ο Κόλιν Φάρελ δεν ήταν καλύτερος, ποτέ η Νικόλ Κίντμαν πιο ανατριχιαστική - αλλά τα πιτσιρίκια ήταν αυτά που έκλεβαν την παράσταση) ο Λάνθιμος πετυχαίνει ένα ατμοσφαιρικό θρίλερ εκδίκησης, δικαιοσύνης, θυσίας.
Διαβάστε την κριτική του Flix: «The Killing of a Sacred Deer»: Ενα θρίλερ εκδίκησης με τον τρόπο του Γιώργου Λάνθιμου
Διαβάστε αναλυτικά όλα όσα είπαν σκηνοθέτες και πρωταγωνιστές για την ταινία, το δύσκολο θέμα της, τον τρόπο που θέλουν να κάνουν σινεμά: με ρίσκο, πρόκληση και πάθος. Αλλά και καθόλου σοβαροφάνεια.
Επιστήμη ή μυθολογία; Λογική εξήγηση ή κατάρα;
Γιώργος Λάνθιμος: «Καταλαβαίνω γιατί μπορεί κανείς να αναρωτιέται πώς ο κεντρικός ήρωας, ένας γιατρός, ένας άνθρωπος της επιστήμης, θα ήθελε μία λογική εξήγηση για αυτό που συμβαίνει. Αυτό όμως είναι και το ερώτημα της ταινίας, αυτός ο σκοπός της: να ξεκινήσει αυτή την αναζήτηση στον κάθε θεατή ξεχωριστά. Δεν ξέρω να σας αποντήσω. Ποτέ δεν έχω τις απαντήσεις για τις ταινίες μου. Οι ερωτήσεις έχουν σημασία, να τις πάρουμε μαζί μας βγαίνοντας από την αίθουσα...»
Δικαιοσύνη ή θυσία;
Γιώργος Λάνθιμος: «Ηθελα να εξετάσω αυτό το κομμάτι της ανθρώπινης φύσης. Πώς διαμορφώνονται οι έννοιες της δικαιοσύνης, της ηθικής, της επιλογής, όταν ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με ηθικά διλήμματα. Φυσικά όλα αυτά προϋπήρχαν - στην ελληνική μυθολογία, την αρχαία ελληνική τραγωδία, αλλά και τη θρησκεία ακόμα. Δεν είναι δικές μου ιδέες. Αυτά τα αρχέγονα ερωτήματα απασχολούσαν τον άνθρωπο από την αρχή της ύπαρξής του. Ο τίτλος έχει μία μικρή αναφορά στις θυσίες που συναντάμε στα κλασσικά αρχαία κείμενα, υπάρχουν παραλληλισμοί με την «Ιφιγένεια». Με τον συνσεναριογράφο μου, τον Ευθύμη Φιλίππου, μάς ενδιέφερε να ανοίξουμε ένα διάλογο με το αρχαίο κείμενο, να δούμε πώς μπορεί αυτό να είναι ακόμα επίκαιρο στις σύγχρονες κοινωνίες, αν μπορεί να έχει εφαρμογή στη σημερινή κουλτούρα.»
Πόσο δύσκολο είναι να σκηνοθετεί παιδιά, όταν το θέμα της ταινίας είναι τόσο σκληρό:
Γιώργος Λάνθιμος: «Ναι, το θέμα της ταινίας είναι σκληρό, αλλά περισσότερο έτσι όπως αναπτύσσεται στο μυαλό του θεατή. Στα επί μέρους γυρίσματα όμως η ατμόσφαιρα δεν ήταν καθόλου σκοτεινή. Προσπαθώ να μην παίρνω τον εαυτό μου στα σοβαρά και να δημιουργώ και το ίδιο κλίμα και για τους συνεργάτες μου. Με τη Νικόλ είχαμε ένα αστείο κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων: "μην ξεχνάς ότι πρόκειται για κωμωδία". Το πιστεύω αυτό. Γιατί μόνο όταν αποτινάξεις τη βαρύτητα και τη σοβαροφάνεια μπορείς να δημιουργήσεις κάτι ενδιαφέρον και αληθινό. »
Νικόλ Κίντμαν: «Ο Γιώργος το έλεγε συνέχεια: "Νικόλ πρέπει να θυμάσαι ότι ο τόνος είναι κωμικός, κωμωδία γυρίζουμε". Φυσικά και ξέραμε πολύ καλά τι γυρίζαμε. Ομως ο Γιώργος δημιουργεί ένα εξαιρετικά ασφαλές περιβάλλον για τους ηθοποιούς του - και τα παιδιά και τους ενήλικες. Τα παιδιά ήταν προστατευμένα και ταυτόχρονα τόσο ταλαντούχα και ενθουσιασμένα που ήταν έτοιμα για όλα. Κάναμε πολλές πρόβες, περάσαμε αρκετό χρόνο μαζί, εξοικειωθήκαμε...»
Πώς καθοδηγεί τους ηθοποιούς του για να πετύχει αυτό το στιλ ερμηνειών;
Γιώργος Λάνθιμος: «Προσπαθώ να μην αναλύω, να μην εξηγώ τίποτα. Γιατί κι εγώ βρίσκομαι εκεί για να ανακαλύψω την αλήθεια της ιστορίας. Προτιμώ να βάζω τους ηθοποιούς να χρησιμοποιούν το σώμα τους, να γνωριζόμαστε μέσα από παιχνίδια για παράδειγμα. Να γινόμαστε ανόητοι, να γελάμε, να προσεγγίζουμε το γύρισμα χωρίς σοβαροφάνεια, χωρίς να παίζουμε ρόλους. Δε θέλω να τους καθοδηγήσω, να εξηγήσω κάτι κυριολεκτικά. Είμαι τυχερός που δουλεύω με ηθοποιούς της τάξεως της Νικόλ Κίντμαν ή του Κόλιν Φάρελ. Οσα λιγότερο τους λέω, τόσο καλύτερο το αποτέλεσμα. Με τη Νικόλ ανακάλυψα μία νέα μέθοδο: σε κάθε της ερώτηση, βγάζω επιφωνήματα και ήχους μόνο...» (σκάνε στα γέλια και η Νικόλ Κίντμαν γνέφει καταφατικά).
Νικόλ Κίντμαν: «Δεν εξηγεί τίποτα. Δεν δίνει καμία κατεύθυνση. Κάτι βρυχάται όταν τον ρωτάω, αλλά παραδόξως καταλαβαίνω. Οπως και καταλαβαίνω από τα μάτια του τι θέλει να πει. Είναι σίγουρα ένας παράδοξος τρόπος συνεργασίας με σκηνοθέτη. Απόλυτα δημιουργικός. Απόλυτα απελευθερωτικός. Παίρνει όλα τα βαρύδια από πάνω μας. Μας απελευθερώνει από την ένταση, το άγχος, την αγωνία να αρέσει αυτό που κάνουμε. Είναι παράξενο. Ειδικά για μένα που έχω συνηθίσει διαφορετικά. Είχα μόλις τελειώσει ένα θεατρικό όταν πήγα στο γύρισμα και ξαφνικά προσγειώθηκα σε κάτι εντελώς διαφορετικό. Ομως, για εμάς τους ηθοποιούς, αυτό μάς σπρώχνει στα άκρα. Μάς κάνει να αισθανόμαστε... ζωντανοί.»
Νιώθει η Νικόλ Κίντμαν ότι αυτή η ταινία πλησίασε το ύφος και την αισθητική του Κιούμπρικ στο «Μάτια Ερμητικά Κλειστά»
Νικόλ Κίντμαν: «Χμμμ δεν είδα τη συγγένεια. Εγώ διάβασα ένα σενάριο και υπνωτίστηκα. Ο Γιώργος δεν ήθελε καμία προετοιμασία. Ηθελε να έρθουμε στο σετ και απλά να... είμαστε. Επίσης έχει το ταλέντο να δημιουργεί μία ατμόσφαιρα στο γύρισμα που ξεχνάς τον εαυτό σου. Μου έλεγε κάτι εξαιρετικά δύσκολο για έναν ηθοποιό «σε παρακαλώ, θέλω να μην κάνεις τίποτα». Απίστευτη εμπειρία να πετάς από πάνω σου το "παίξιμο". Τον πήρα τηλέφωνο μετά το γύρισμα και του το είπα: ήταν μία από τις πιο σημαντικές εμπειρίες της ζωής μου. Νομίζω ότι με υπνώτισε...»
Γιώργος Λάνθιμος: «Κοιτάξτε, δεν ξέρω αν αυτό εννοείτε με την αισθητική και το ύφος, πάντως για μένα το σενάριο είναι που υπαγορεύει τη σκηνοθεσία. Πάντα με ενδιαφέρει να βρίσκω τον πιο ενδιαφέροντα τρόπο να γυρίσω την κάθε ιστορία. Εδώ, στη συγκεκριμμένη αφήγηση, ένιωσα ότι η κάμερα έπρεπε να κινείται λίγο περισσότερο, να ελλοχεύει, να αιφνιδιάζει, να παρατηρεί από ψηλά. Οπότε προσπάθησα να ακολουθήσω τις ανάγκες αυτές - όσο το επέτρεπαν φυσικά και πρακτικοί λόγοι στο σετ. Πάντα όμως ξεκινώ με το σενάριο. Ο χρόνος που διαθέτουμε με τον Ευθύμη στην ιστορία, τις ιδέες, τους ήρωες είναι για μένα εξαιρετικά σημαντικός. Οσο ασχολούμαι με το σενάριο, μέχρι να νιώσω ασφαλής, δεν με απασχολεί τίποτα άλλο: ποιοι θα παίξουν, που θα γίνει το γύρισμα. Μετά έρχεται το casting. Ημασταν πολύ τυχεροί με τη Νικόλ και τον Κόλιν. Επενδύσαμε επίσης πολύ χρόνο στο να βρούμε τα παιδιά. Κάναμε casting σε Αμερική, Αγγλία και Αυστραλία, είδαμε χιλιάδες παιδιά μέχρι να καταλήξουμε σε αυτά εδώ, για τα οποία είμαι πολύ περήφανος. Το σωστό casting είναι πολύ σημαντικό για μένα γιατί δε θέλω μετά να φοράω στους ηθοποιούς ένα ρόλο για τον οποίο δεν είναι σωστοί. Δε θέλω να τους μεταμορφώσω ή να τους καθοδηγήσω εγώ σε κάτι που φαντάστηκα. Θέλω να πάρω από αυτούς τη δική τους ανάγνωση. Είναι κάτι που πιστεύω ότι εμπλουτίζει τη διαδικασία μιας ταινίας. Οπως κι όλα όσα μπορεί να συμβούν σ' ένα γύρισμα - ο τόπος, η ατμόσφαιρα, ο καιρός, τυχαία γεγονότα, όλα τα βλέπω ως δυναμικές της ταινίας, όχι ως πρόβλημα. Δεν προσπαθώ να ελέγξω τίποτα. Παρόλο που όλα είναι έτοιμα με επαγγελματισμό, γραμμένα και οργανωμένα, όλα πάντα αλλάζουν στο γύρισμα. Η ταινία αλλάζει στο γύρισμα...»
Πώς αισθάνεται η Νικόλ Κίντμαν που έχει έρθει στις Κάννες με 4 πρότζεκτς
Νικόλ Κίντμαν: «Αυτό δεν είναι κάτι που έχεις στο μυαλό σου όταν δουλεύεις. Δεν το ξέρεις. Εσύ σκύβεις το κεφάλι και βγάζεις δουλειά. Και καμιά φορά τυχαίνει να κάνουν πρεμιέρα όλα μαζί. Πάντως νιώθω υπέροχα. Νιώθω ανοικτή και πανέτοιμη και τολμηρή ώστε να δοκιμάζω συνεχώς νέα πράγματα και να στηρίζω σκηνοθέτες που αγαπώ. Οπως η Τζέιν Κάμπιον (σ.σ. είναι εδώ και για την πρεμιέρα του νέου κύκλου του τηλεοπτικού «Top of a Lake» της Τζέιν Κάμπιον) που με ξέρει από 17 χρονών - εκείνη με ανακάλυψε...»
Πώς επιλέγει η Κίντμαν τέτοιους τολμηρούς ρόλους; Πώς νιώθει ασφαλής με τέτοια πρότζεκτ;
Νικόλ Κίντμαν: «Εχω την δική μου ηθική πυξίδα. Τον δικό μου άξονα. Και δεν έχει να κάνει τόσο με τη δουλειά μου ως ηθοποιός, όσο με το χαρακτήρα μου ως άνθρωπος. Από εκεί και πέρα όλα έχουν να κάνουν με τον σκηνοθέτη. Είσαι τόσο καλός ηθοποιός, όσο οι ευκαιρίες που σου παρουσιάζονται. Αν εμπιστεύομαι τον σκηνοθέτη, είμαι έτοιμη για κάθε ρίσκο που θα προτείνει. Φυσικά και ψάχνω τις προηγούμενες δουλειές του. Με το Γιώργο είδα τον "Κυνόδοντα" και συγκλονίστηκα. Θέλω να στηρίζω νέους σκηνοθέτες, ανθρώπους με φρέσκο όραμα, ή δημιουργούς που ακόμα δεν έχουν τη δύναμη να γυρίσουν τις ταινίες τους και με χρειάζονται. Ξέρετε, δε χρειάζεται να δουλεύω τόσο πολύ. Αλλά δουλεύω πάρα πάρα πάρα πολύ. Το κάνω γιατί αγαπώ τη δουλειά μου, αγαπώ το σινεμά. Και χαίρομαι πολύ ταπεινά όταν μου ζητάνε σκηνοθέτες όπως ο Λάνθιμος να παίξω σε ταινίες τους...»
Τι συμβουλή θα έδινε σε νέες γυναίκες ηθοποιούς;
Νικόλ Κίντμαν: «Να βρουν τον εαυτό τους. Να είναι ο εαυτός τους. Το ξέρω, ακούγεται απλοϊκό και κλισέ. Ομως μόνο όταν αποδεχθείς ποια είσαι και δεν προσπαθείς σε αυτή την τόσο ανταγωνιστική αρένα να μιμηθείς κάποια άλλη, βρίσκεις το στιβαρό σου άξονα και μπορείς να αποδείξεις τι κρύβεις μέσα σου. Επίσης θα τους έλεγα να βρουν καλούς συμβούλους. Κάποιους που θα μπορούν να εμπιστεύονται στη δουλειά, που θα τους στηρίζουν και θα τους προστατεύουν. Εχω τη χαρά να δουλεύω με νέους ηθοποιούς τελευταία και έχω την ακόμα μεγαλύτερη χαρά να είμαι σε θέση να τους στηρίξω. Βέβαια, νιώθω κι εγώ πολύ νέα ακόμα - δημιουργικά εννοώ. Εχω ακόμα όρεξη, πάθος κι ένα επαναστατικό πνεύμα για να ανακαλύπτω συνεχώς τα όρια της δουλειάς μου...»
Θα επιστρέψει ο Γιώργος Λάνθιμος στην Ελλάδα;
Γιώργος Λάνθιμος: «Ναι, θα το έκανα. Οι ταινίες μου μπορούν να γυριστούν οπουδήποτε. Και για αυτό τώρα έχω την εμπειρία για το πώς γυρίζονται ταινίες σε αρκετές άλλες χώρες. Ομως υπάρχει μία ελευθερία στο να γυρίζεις ταινία στην Ελλάδα που δεν τη βρίσκεις αλλού. Ημουν αρνητικός παλιότερα, δεν ήθελα να ξαναγυρίσω. Τώρα δεν είμαι. Την αποζητώ αυτή την ελευθερία - είναι λογικό ότι σε πιο οργανωμένα σετ πρέπει να υπακούς συγκεκριμένους κανόνες που σε περιορίζουν. Οπότε, ναι. Αν υπήρχε μία ταινία που θα είχε νόημα να γυριστεί στην Ελλάδα, θα το έκανα...»
Γιατί συνεχώς χρησιμοποιεί το ρήμα «ψάχνω» όταν περιγράφει τις ταινίες του; Και τι τελικά ανακαλύπτει ο ίδιος;
Γιώργος Λάνθιμος: «Το να ψάχνεις και να ψάχνεσαι είναι μία συνεχής, αέναη διαδικασία. Ολοι οι άνθρωποι, είτε κάνουμε σινεμά ή όχι, βρισκόμαστε σε μία διαδρομή. Δεν ξέρω αν έχω φτάσει σε κάποιον προορισμό, αν έχω βρει τις απαντήσεις. Μάλλον όχι. Μάλλον με κάθε ταινία απλά φτάνω στην επόμενη στάση. Ανεβαίνω ένα ακόμα επίπεδο. Θα φτάσω ποτέ κάπου; Ποιος ξέρει. Το μόνο που ξέρω είναι ότι θέλω να συνεχίσω το ταξίδι. Γιατί κάθε φορά που φτάνω κάπου, απλά κοιτάω τον ορίζοντα για τον επόμενο στόχο...»