Η Τελετή Απονομής των Βραβείων Ιρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου για το 2017 υπήρξε όσο πολιτική χρειαζόταν - με μηνύματα καίρια και εύστοχα ως προς την έλλειψη οργανωμένης υποστήριξης του ελληνικού σινεμά το οποίο παραμένει από τα σημαντικότερα εξαγώγιμα καλλιτεχνικά προϊόντα της χώρας.
Η σημαντικότερη παρέμβαση έγινε φυσικά από τη μεριά της Ακαδημίας, όταν ήδη στην αρχή της τελετής, η Κόρα Καρβούνη διάβασε το παρακάτω κείμενο με αναφορές στο επίμαχο νομοσχέδιο για την ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων σε οπτικοακουστικά έργα, την κατάργηση του ειδικού φόρου επί των εισιτηρίων και στη φημολογούμενη μεθόδευση της κατάργησης του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και την υπαγωγή του στο Υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης.
Το να αλλάξει το Ελληνκό Κέντρο Κινηματογράφου Υπουργείο είναι προφανώς το λιγότερο, αν αυτό εξασφαλίζει τη λειτουργεία και την παραμονή του μέσα στον υπολογισμό του κρατικού προϋπολογισμού, αλλά να θυμίσουμε εδώ πως το εν λόγω Υπουργείο είναι αυτό που ανέλαβε και εξετέλεσε με απόλυτη αποτυχία το φιάσκο των τηλεοπτικών αδειών.
Διαβάστε ακόμη: Η ΣΑΠΟΕ παρεμβαίνει δημόσια στη συζήτηση για το νομοσχέδιο περί της Ενίσχυσης Ιδιωτικών Επενδύσεων στον Οπτικοακουστικό Τομέα
Αυτή η τελευταία αναφορά δεν ήρθε από τον ουρανό, αφού τον τελευταίο καιρό ο «θόρυβος» από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου είναι δυνατός, με τις σχέσεις Γενικής Διεύθυντριας και Διοικητικού Συμβουλίου τεταμένες (μάλλον επιβεβαιωμένες φήμες θέλουν το Διοικητικό Συμβούλιο να έχει καταγγείλει τη Γενική Διευθύντρια που το ίδιο εξέλεξε, Ηλέκτρα Βενάκη στο Υπουργείο Πολιτισμού), απολογισμούς σαν αυτόν εδώ που εκφράζουν πρωτίστως μια αγωνία να «αποδειχτεί» κάτι και τις (μάλλον ανεπιβεβαίωτες ακόμη) φήμες που θέλουν το Υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης να έχει κύριο λόγο στο μέλλον του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου.
Τίποτα από αυτά δεν προξενεί εντύπωση. Μαθηματικά μέσα στα χρόνια, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, απόλυτα εξαρτώμενο από την εκάστοτε κυβέρνηση, αρχίζει να λειτουργεί θέλοντας να αλλάξει τα πάντα, μέχρι που σταματάει να λειτουργεί και ξαναξεκινάει μετά μέχρι να γίνουν εκλογές και να σταματήσει ξανά σε έναν αέναο κύκλο που προφανώς δεν χρειάζεται πολύ μυαλό για να καταλάβει κανείς ότι αφορά οτιδήποτε άλλο εκτός από το ενδιαφέρον για το ελληνικό σινεμά.
Η «αρμόδια Υπουργός» του φινάλε της παρέμβασης της Ακαδημίας είναι η Λυδία Κονιόρδου (τρίτη Υπουργός Πολιτισμού της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ) που δεν κατάφερε - φυσικά - να παραβρεθεί στην τελετή.
Διαβάστε εδώ αυτούσια την παρέμβαση της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου:
Έχει γίνει πια παράδοση για εμάς τους Έλληνες κινηματογραφιστές, με κάθε ευκαιρία βραβεύσεων και εορτασμών, να εκφράζουμε την αγωνία μας για όσα υπόσχεται, και ποτέ δεν πραγματοποιεί, η εκάστοτε κυβέρνηση για τον κινηματογράφο.
Ωστόσο, σήμερα, δε θα μιλήσουμε, ούτε για την προχειρότητα τού πρόσφατου νομοσχεδίου περί «Ενίσχυσης ιδιωτικών επενδύσεων σε οπτικοακουστικά έργα», ούτε θα απευθύνουμε ερωτήματα για το αν μεθοδεύεται η κατάργηση τού Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και η υπαγωγή τού κινηματογράφου στο Υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, αλλά ούτε και θα διαμαρτυρηθούμε για την ουσιαστική κατάργηση τού κινηματογραφικού νόμου, που μετά την κατάργηση τού ειδικού φόρου επί των εισιτηρίων, έχασε, απ’ ό, τι φαίνεται για πάντα, το χρηματοδοτικό του εργαλείο.
Θα μιλήσουμε για τις αιτίες που η ελληνική πολιτεία απαξιώνει τον κινηματογράφο διαχρονικά.
Ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι έλεγε πως η χώρα που δεν παράγει ταινίες στη γλώσσα της, χάνει τη γλώσσα της, και κατ’ επέκταση τον πολιτισμό της. Πράγματι. Λαμβάνοντας υπόψη τη δύναμη και τη διεισδυτικότητα που έχει ο κινηματογράφος, εύκολα μπορούμε να φανταστούμε τούς κινδύνους που διατρέχει ο πολιτισμός μιας χώρας, όταν δεν βλέπει ταινίες στη γλώσσα της, αλλά μόνο εισάγει κινηματογραφικά προϊόντα από ξένες και ισχυρές χώρες, οι οποίες για να επεκτείνουν την πολιτιστική τους επιρροή, αξιοποιούν τη δύναμη τού κινηματογράφου.
Η ελληνική πολιτεία δεν έδειξε ποτέ να τα κατανοεί όλα αυτά, ουδέποτε αναγνώρισε τη σημασία τού εθνικού κινηματογράφου για την πολιτιστική μας επιβίωση. Προσκολλημένη στο δόγμα πως η Ελλάδα μπορεί να υπάρχει στηριζόμενη αποκλειστικά στον αρχαίο πολιτισμό της που κληρονόμησε, καμιά κυβέρνηση και κανείς Υπουργός Πολιτισμού δεν χάραξε ποτέ μια μακρόπνοη και συγκροτημένη πολιτική για τον σύγχρονο πολιτισμό, πολύ δε λιγότερο για τον κινηματογράφο, ο οποίος για έναν πραγματικά ανεξήγητο λόγο, βρίσκεται διαχρονικά στο χαμηλότερο σημείο των προτεραιοτήτων όλων των κυβερνήσεων.
Δυστυχώς, οι έλληνες κινηματογραφιστές δεν είμαστε πολυάριθμοι, όπως, για παράδειγμα, οι οπαδοί μιας ιστορικής ομάδας ποδοσφαίρου που ζητάει καινούργιο γήπεδο. Αν ήμασταν έτσι, τότε σίγουρα θα λαμβάναμε την άμεση και ουσιαστική στήριξη τής πολιτείας.
Ωστόσο, είμαστε εκείνοι που κρατάμε με νύχια και με δόντια αυτό το σημαντικότατο οχυρό τού σύγχρονου πολιτισμού μας. Και αν αυτό ακούγεται υπερβολικό ή υπερφίαλο, ας αναρωτηθεί η πολιτεία, γιατί άραγε, όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, πλούσιες και φτωχές, δίνουν τόση μεγάλη σημασία στην πολιτική τους για τον κινηματογράφο. Γιατί τα Υπουργεία Πολιτισμού τους μελετούν συνέχεια και διεξοδικά τα νέα δεδομένα, και διορθώνουν συνεχώς το νομοθετικό τους πλαίσιο. Γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση στηρίζει με τόση συνέπεια την εθνική παραγωγή ταινιών.
Πιστεύουμε πως η απαξίωση τού κινηματογράφου δεν είναι ένα τυχαίο πρόβλημα, αλλά αφορά στη φιλοσοφία με την οποία διαχρονικά η πολιτεία προσεγγίζει τον πολιτισμό και προσανατολίζει την πολιτιστική της πολιτική. Ωστόσο, σε έναν διεθνοποιημένο κόσμο, που κυριαρχείται από την πολιτιστική επιρροή των ισχυρών, δεν μπορούμε να μένουμε αδρανείς. Αν δεν αλλάξει αυτή η φιλοσοφία και δεν μεταρρυθμιστεί ουσιαστικά η πολιτική για τον πολιτισμό, δεν είναι βέβαιο πως η πολιτιστική μας υπόσταση, θα παραμένει για πολύ ακόμα ανεπηρέαστη.
Ελπίζουμε η αρμόδια Υπουργός να τα λάβει όλα αυτά σοβαρά υπόψη της και να μας απαντήσει.
Διαβάστε ακόμη: