
Σε όποια γλώσσα κι αν αναφερθείς στον τίτλο της νέας, δεύτερης μόλις, ταινίας της Γερμανίδας Μάσα Σιλίνσκι, οι αντιστοιχίες παραμένουν αποκλειστικά συμβολικές και διαρκώς εν αποκρυπτογράφηση, όπως με κάποιον τρόπο και ολόκληρο το οικοδόμημα της που διασχίζει, όχι γραμμικά, τέσσερις γενιές γυναικών που μεγαλώνουν, ζουν και πεθαίνουν (όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά) στο ίδιο αγροτόσπιτο στην γερμανική επαρχία από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι και σήμερα.
Ο αγγλικός τίτλος «Sound of Falling» - υπάρχουν πολλοι ήχοι στην ταινία, όπως και πολλές πτώσεις - ίσως κρύβει αυτή τη γενική ιδέα του οικοδομήματος της Σιλίνσκι. Σαν ένα φρέσκο φτιαγμένο από εικόνες, ήχους, μνήμες, λεπτομέρειες, (ιστορικές) επαναλήψεις και αισθήσεις (προσοχή: όχι συναισθήσεις), το παλίμψηστο που επιχειρείται εδώ μοιάζει με αυτό που τολμηρά θα μπορούσε κανείς να περιγράψει ως κινηματογραφική ανασύσταση των home movies που κάποιος βρήκε - ή θα βρει στο μέλλον - σε ένα σπίτι που ακίνητο (αν και όχι άφθαρτο) φιλοξένησε στα δωμάτιά του σειρά ανθρώπων, άλλοτε εν γνώσει των προηγούμένων (και των επόμενων) ενοίκων, άλλοτε εν πλήρη άγνοια για την ειρωνική και τελικά αναπόφευκτη α-συνέχεια της ανθρώπινης ζωής.
Τέσσερις γυναίκες κρατούν τους «πρωταγωνιστικούς» ρόλους σε ένα πολυπληθές ensemble οικογενειών και γενεών. Στην πρώτη ιστορία που θα ολοκληρωθεί με την αρχή του A' Παγκοσμίου Πολέμου, η μικρή ξανθιά Aλμα θα αφηγηθεί τα πιο κρίσιμα γεγονότα που την έκαναν να δει θανάτους, ακρωτηριασμούς, μέχρι και φαντάσματα σε μια εναλλαγή παιχνιδιού και αυστηρότητας. Χρόνια μετά η κόρη της Aλμα, Ερικα θα πάθει εμμονή με το κομμένο πόδι του θείου της, περπατώντας με πατερίτσες για να προσομοιώσει την (και σεξουαλική) εμπειρία. Στη δεκαετία του ’80, η ανηψιά της Ερικα, Αντζέλικα, βρίσκεται στη μέση των παρενοχλήσεων του θείου της και του ξαδέρφου της και στην πιο σύγχρονη ιστορία, που δεν αντιλαμβάνεσαι τη «συγγενική» σύνδεση με τις προηγούμενες, η έφηβη κόρη της οικογένειας που κατοικεί στο σπίτι καλεί μια καινούρια φίλη να μείνει για λίγο μαζί τους.
Συνδετικοί κρίκοι σε μια αφήγηση που θα αρχίσει να πηγαίνει μπρος πίσω στις τέσσερις αυτές εποχές, να σπάει τον τέταρτο τοίχο (με το βλέμμα των κοριτσιών να στρέφεται προς τον θεατή πάντα σε ένα κομβικό σημείο και υπό τον στατικό ήχο μιας βελόνας που συνεχίζει να ακούγεται σε ένα δίσκο που έχει τελειώσει) και να εναλλάσσεται διαρκώς ανάμεσα στην φωτεινή και τη σκοτεινή πλευρά της ζωής θα είναι το σπίτι που ενώνει όλες τις ηρωίδες και όσους τις περιτριγυρίζουν και το τραύμα που μοιάζει να βρίσκεται «χτισμένο» από γενιά σε γενιά σε κάθε υλικό του σπιτιού, έτοιμο να εμφανιστεί ανά πάσα στιγμή, σε κάθε εποχή.
Τραύμα που αποτελείται από (σαν) γοτθικές ιστορίες για παρθενορραφές, κωφές μητέρες, μητέρες που δεν γελούν ούτε με τα πιο πετυχημένα αστεία, δολοφονικές απόπειρες που δικαιολογούνται ως «εργατικά ατυχήματα», σεξουαλικές παρενοχλήσεις, μικρές, μεγάλες και μεγαλύτερες στιγμές επιθυμίας, ηδονής, πόνου και Ιστορικής (εδώ και με κεφαλαίο γιώτα) αναλγησίας - είτε αυτές είναι η διχοτομημένη Γερμανία ή η βαριά σκιά της ενοχής ενός ολόκληρου έθνους για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Με κινηματογραφικές αναφορές την υπερβολικά ρέουσα κινηματογράφηση αλλά και τον πομπώδη λόγο του Τέρενς Μάλικ (της δεύτερης περιόδου και ειδικά του «Δέντρου της Ζωής») και εικονογράφηση που φέρνει εικόνες από Ντράγιερ μέχρι Χάνεκε αλλά και πιθανές αμέτρητες παραπομπές στο μεγάλο βιβλίο της ιστορίας της Τέχνης, το φιλμ της Σιλίνσκι, αναπνέει μέσα στο τετράγωνο κάδρο του και την αψεγάδιαστη εικαστική του κατασκευή το μήνυμα του χρόνου που περνάει και φτιάχνει ξανά και ξανά με μικρές ιστορίες τη μεγάλη Ιστορία.
Στις βινιέτες που αποτελούν το ξεφύλλισμα αυτού του βιβλίου δεν υπάρχει συναίσθημα, αλλά μόνο αίσθηση, όπως δεν υπάρχει δράμα αλλά μόνο κατάσταση. Οπως υπάρχει τελικά περισσότερο λογοτεχνία και από σινεμά, με πολλαπλά voice over που ντύνουν τις επαναλαμβανόμενες σκηνές. Είναι μόνο η αντίθεση ανάμεσα στις εποχές που τελικά θα μπορούσαν να είναι και μία και μια διαρκής διανοητική αναζήτηση για το νήμα που ενώνει διαχρονικά τους ανθρώπους, οι δύο πόλοι που δίνουν το στίγμα σε μια ταινία στα όρια του πειραματικού, ποιητική, τολμηρά γοητευτική που δεν χαρίζεται στους κανόνες της αφήγησης και δείχνει ταλέντο, πείσμα και άποψη από την 40χρονη δημιουργό του, αλλά βάζει τον θεατή μάρτυρα μιας κατασκευής που οδηγείται πολλές φορές σε ατελέσφορες διαδρομές ακόμη και όταν δεν σταματάει να παίζει με τα λεπτά όρια της ζωής και του θανάτου ή, καλύτερα, του ορατού και του αόρατου.
Μετά από πολλούς κύκλους που ολοκληρώνουν τα 149 λεπτά που διαρκεί το φιλμ, η ακροτελεύτια σκηνή στο φινάλε έρχεται να δικαιώσει τον αυθεντικό και πιο εύστοχο γερμανικό τίτλο («In die Sonne schauen») που μεταφράζεται ως «Κοιτάζοντας τον Ηλιο» - μια αίσθηση ανάτασης, που ελαφραίνει τη βαριά κληρονομιά που φέρει πάνω της η ταινία της Σιλίνσκι και ως στιλ και ως Ιστορία για το παρελθόν και τις χαραμάδες που βρίσκει πάντα (για καλό και για κακό) ορίζοντας τελικά παρόν, μέλλον, ίσως και ένα παράλληλο με το δικό μας σύμπαν.