(Ο,τι ακολουθεί έχει γραφτεί από έναν μεγάλο θαυμαστή του Γκας Βαν Σαντ και με αληθινό πόνο... ψυχής - όχι σαν αυτόν του Μάθιου ΜακΚόναχεϊ στην ταινία)
Το «Sea of Trees» είναι μια κακή ταινία. Είναι τόσο απλό και δεν θα χρειαζόταν να γράψει κανείς τίποτα περισσότερο, αν δεν την υπέγραφε ο Γκας Βαν Σαντ και δεν ερχόταν (απ' όλα τα πιθανά μέρη του κόσμου όπου μπορείς να δεις μια κακή ταινία) στο Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ Καννών, ως η ταινία που περιμέναν όλοι πως θα ξεπλύνει το αμαρτωλό παρελθόν του «Restless» του 2011 και του «Promised Land» του 2012.
Παραβλέποντας την ευθύνη που φέρουν οι Κάννες ως το μεγαλύτερο κινηματογραφικό φεστιβάλ του κόσμου σε μια ακόμη ένδειξη του πώς ακριβώς επιλέγονται οι ταινίες που διαγωνίζονται για τον Χρυσό Φοίνικα, ας σταθούμε στο μάλλον «τρεις και κάηκε» παρόν του Γκας Βαν Σαντ που εδώ μοιάζει πλέον να τερματίζει τον κακό του εαυτό σαν να μην υπήρξε ποτέ ο σκηνοθέτης του «My Own Private Idaho», του «Ελέφαντα» και του «Milk» για να αναφερθεί κανείς μόνο σε τρία από τα αριστουργήματα της φιλμογραφίας του.
Προσπαθήστε να χωρέσετε την όλο υποσχέσεις υπόθεση του «Sea of Trees» - ένας άντρας (Μάθιου ΜακΚόναχεϊ) που μετά το θάνατο της γυναίκας του (Ναόμι Γουοτς) πηγαίνει σε ένα δάσος στην Ιαπωνία για να αυτοκτονήσει - στη μορφή ενός κλισέ, cheesy και «αρλεκιν» μελοδράματος που εκτυλίσσεται ταυτόχρονα στο παρόν, μέσα στο πυκνό πανέμορφο και αφιλόξενο δάσος όπου ο ήρωας θα συναντήσει έναν ακόμη αυτόχειρα (Κεν Γουατανάμπε) και στο παρελθόν στη σχέση του με τη συζυγό του.
Ο,τι ξεκινάει σαν ένα βωβό (σχεδόν στο στιλ του «Gerry») οδοιπορικό δύο αντρών μέσα στη φύση εξελίσσεται σκηνή με τη σκηνή σε ένα δράμα (#diplhs) άνευ προηγουμένου, όπου ο Γκας Βαν Σαντ σκηνοθετεί σαν να βρίσκεται παραδομένος μέσα στις σελίδες ολόκληρης της βιβλιογραφία του Νίκολας Σπαρκς μαζί.
Στις σκηνές του δάσους προσπαθεί να στήσει με πενιχρά αποτελέσματα και αφελείς σινεφίλ αναφορές ένα survival guide με στοιχεία new age, αναποφάσιστος αν αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να προκαλέσει τον τρόμο, να κατασκευάσει ένα ονειρικό σύμπαν ή να στοχαστεί πάνω στο νόημα της ζωής. Στις σκηνές του παρελθόντος μοιάζει να σκηνοθετεί μέσω skype αφού ο Μάθιου ΜακΚόναχεϊ και η Νάομι Γουοτς μοιάζουν αρχικά να παίζουν σε ένα ρεαλιστικό οικογενειακό δράμα πριν καταλήξουν ατυχείς πρωταγωνιστές σε δευτεράντζα καθημερινή σαπουνόπερα επιπέδου «Οικογενειακές Ιστορίες».
Διαβάστε περισσότερα, δείτε φωτογραφίες και μια σκηνή από το «Sea of Trees» του Γκας Βαν Σαντ.
Μάταια προσπαθείς να απομονώσεις στιγμές που θα έκαναν το παραπάνω οικοδόμημα να έχει νόημα, μάταια προσπαθείς να βρεις κάτι σε όλα αυτά που λένε οι ήρωες του «Sea of Trees» που να μην αγγίζει τα όρια του απαγορευτικά κλισέ, μάταια ο Μάθιου ΜακΚόναχεϊ παίζει πιο σωματικά από ποτέ προσπαθώντας να πείσει για τον πόνο του ηρωά του και μάταια ελπίζεις πως λίγο πριν την απόλυτη καταστροφή ο Γκας Βαν Σαντ θα «ξυπνήσει» από το λήθαργο και θα κάνει ακόμη και μια τέτοια ταινία να μοιάζει... απαραίτητη.
Αποτυχημένη τόσο ως ένα φιλοσοφικό δοκίμιο πάνω στο θάνατο, όσο και ως ένα σχόλιο πάνω στο μελόδραμα, το «Sea of Trees» (σε σενάριο του Κρις Σπάρλινγκ του εξαιρετικού «Buried») βρίσκει τον Γκας Βαν Σαντ σχεδόν απόντα, να μην ξέρει τι ακριβώς κάνει, ούτε για ποιο λόγο το κάνει, πέρα από το mainstream και ακόμη πιο πέρα από το εύκολο, το προφανές και το άθελα του γελοίο.
Το μεγάλο γουχάισμα που ήρθε με τους τίτλους τέλους στη δημοσιογραφική προβολή του «Sea of Trees» στο 68ο Φεστιβάλ Καννών δεν ήταν «κακία», όπως δεν είναι κακία και αυτό το κείμενο που μόλις διαβάσατε, αλλά και η πλειοψηφία των κριτικών που γράφονται ήδη για την ταινία.
Είναι η «τιμωρία» ενός μεγάλου δημιουργού από τους θαυμαστές του που έχοντας χάσει πλέον την υπομονή τους βλέπουν κάθε του ταινία να τον απομακρύνει από αυτό που ήταν και αυτό που μπορεί να είναι. Και που όσο δύσκολο και επώδυνο κι αν μοιάζει, προτιμούν να τον αποκαθηλώσουν όσο είναι ακόμη νωρίς, πριν η έτσι κι αλλιώς μικρή του φιλμογραφία γείρει επικίνδυνα προς την λάθος πλευρά...
Περισσότερες κριτικές από το 68ο Φεστιβάλ Καννών:
Tags: Γκας Βαν Σαντ